Του Σωτήρη Βανδώρου
«Η βαθμιαία και αθόρυβη ανάδειξη της Ελλάδας σε τόπο καταγωγής του πολιτισμού, που στο σύγχρονο κόσμο ενσαρκώνει η Ευρώπη, και σε καθρέφτη στον οποίο η Ευρώπη διακρίνει το δικό της πρόσωπο είναι έργο του 18ου αιώνα και έργο που δεν ανήκει προνομιακά σε καμιά “εθνική παράδοση”».
Το παρελθόν δεν μιλά από μόνο του. Ούτε υπάρχει κάποια «αντικειμενική» ιστορική πραγματικότητα. Μετατρέπεται σε Ιστορία μέσω ερμηνευτικών σχημάτων που ενοποιούν την ιστορική εμπειρία σε συγκροτημένη αφήγηση. Οι ερμηνείες μεταβάλλονται στο χρόνο κι έχουν κι αυτές τη δική τους ιστορία. Έτσι, η «Ευρώπη» δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεδομένη έννοια ή ως παγιωμένη ιστορική οντότητα. Ομοίως, η ελληνική κληρονομιά για την Ευρώπη δεν υπήρξε ούτε αυτονόητη, ούτε αμετάβλητη. Κάθε άλλο.
Με τον όρο Ευρώπη δεν εννοούμε απλώς ένα γεωγραφικό προσδιορισμό, αλλά επιπλέον μια αίσθηση του «συνανήκειν», μια έκφραση συλλογικότητας και πολιτισμικής διαδρομής...
Η Νάσια Γιακωβάκη, επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην αναθεωρημένη εκδοχή της διδακτορικής της διατριβής Ευρώπη μέσω Ελλάδας καταπιάνεται με την «ανακάλυψη» της Ελλάδας ως καμπής στην ευρωπαϊκή αυτοσυνείδηση. Όπως εύστοχα παρατηρεί, «οι ιδέες περί αρχαίων Ελλήνων είναι, για τους Ευρωπαίους, από ένα σημείο και ύστερα, ιδέες για αυτούς τους ίδιους». Με άλλα λόγια, οι αντιλήψεις των «Ευρωπαίων» για την (αρχαία) Ελλάδα συνδέονται άρρηκτα με την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους, δηλαδή με την ευρωπαϊκή ταυτότητα. Είναι αυτή η διαλεκτική, όχι μονοσήμαντη, σχέση μεταξύ των δύο εννοιών, Ευρώπη και Ελλάδα, που έχει κρίσιμο ρόλο στο σχηματισμό αμφότερων. Το βιβλίο διερευνά ακριβώς τις σύνθετες εξελίξεις που οδήγησαν στη σύναψη αυτής της σχέσης, αναδεικνύοντας την ιστορικότητά της. Στο επίκεντρό της μελέτης της συγγραφέως είναι το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον για την Ελλάδα, όπως εκδηλώνεται κυρίως στο πλαίσιο της περιηγητικής παράδοσης προς αυτήν, που ξεκινά τον ύστερο 17ο αιώνα και κλιμακώνεται προς στα τέλη του 18ου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι εάν με τον όρο Ευρώπη δεν εννοούμε απλώς ένα γεωγραφικό προσδιορισμό, αλλά επιπλέον μια αίσθηση του «συνανήκειν», μια έκφραση συλλογικότητας και πολιτισμικής διαδρομής, τότε θα πρέπει να περιμένουμε την έλευση του 18ου αιώνα, ενώ μόλις τη δεκαετία του 1770 αναπτύσσεται και διαχέεται αυτή η αίσθηση και πέραν των διανοουμένων. Με άλλα λόγια, προηγουμένως Ευρώπη με αυτή τη σημασία, απλώς δεν υπήρχε. Πρώτα συγκροτείται και μετά «ανακαλύπτεται» η ιστορία και η καταγωγή της. Ενδεικτικά, το ουσιαστικό Ευρωπαίοι σχηματίζεται στις ομιλούμενες γλώσσες μόλις στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα. Όταν η Ευρώπη εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα στο καθημερινό λεξιλόγιο, μια άλλη, η Χριστιανοσύνη, έχει ήδη αρχίσει να περιθωριοποιείται. Η Γιακωβάκη ενδιαφέρεται για την πορεία στο χρόνο της έννοιας της Χριστιανοσύνης που σταθεροποιήθηκε τον 9ο αιώνα κι επιβίωσε ουσιαστικά μέχρι το 17ο, ακριβώς γιατί σχετίζεται με τις νοηματικές μετατοπίσεις που καθιστούν την Ευρώπη από όρο γεωγραφικού προσδιορισμού σε όρο πολιτισμικής ταυτότητας. Άλλωστε, και η λέξη «πολιτισμός» δεν απαντάται στη Γαλλική Εγκυκλοπαίδεια, ενώ μόλις το 1772 καταχωρείται στο εμβληματικό λεξικό του Σάμιουελ Τζόνσον. Ευρώπη και πολιτισμός θα γίνουν ζευγάρι, αξεδιάλυτο πλέον, το 19ο αιώνα.
Κατά την Αναγέννηση, οι Έλληνες έχουν μια θέση δευτερεύουσα κι έμμεση. Παρεμπιπτόντως, η διάκριση αρχαίων Ελλήνων και Βυζαντινών δεν ανήκει στα αυτονόητα της περιόδου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αναγνωρίζεται κάποιου είδους συνέχεια σε αρχαίους και νέους. Έτσι, στους δυτικούς περιηγητές του «Λεβάντε», της Ανατολής του 16ουκαι 17ου αιώνα, η Ελλάδα βρίσκεται παντού και πουθενά· με την έννοια ότι αναφέρεται, αλλά όχι ως σαφής ταξιδιωτικός προορισμός, αποτελεί μεν στάση αλλά όχι κατάληξη. Η αρχαία Ελλάδα δεν είναι απούσα, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορούν να αναδειχθούν ξεκάθαρα κι αυτοτελώς τα χαρακτηριστικά της. Η Ανατολή ορίζεται από το δίπολο Κωνσταντινούπολη-Ιερουσαλήμ και κατά το 16οαιώνα το ενδιαφέρον εξακολουθεί ακόμη να εστιάζεται στην Κωνσταντινούπολη, την ελληνική και τη χριστιανική πτυχή της, όχι ακόμη στην κλασική Αθήνα.
Θα πρέπει να αναμένουμε τη δεκαετία του 1670 για να δούμε την Αθήνα να αναδύεται από την αφάνεια και να ανατιμάται. Στα ταξιδιωτικά βιβλία περιγράφεται πλέον συστηματικά η αρχαία και σύγχρονη τοπογραφία της, εγκαινιάζοντας μια νέα περιηγητική παράδοση στο πλαίσιο της οποίας η Αθήνα γίνεται αναγνωρίσιμη, οικεία και το επίκεντρο της Ελλάδας ως διακεκριμένης πια χώρας. Και η Ακρόπολη αρχίζει να γίνεται, μόλις τότε, εμβληματικό σημείο αναφοράς. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη το 1749 ένας περιηγητής υποδεικνύει το Θησείο ως το υψηλότερο δείγμα αρχαίας αρχιτεκτονικής. Το 18ο και 19ο αιώνα κάθε είδους έρευνα, τοπογραφική, αρχαιολογική, αρχιτεκτονική, επιγραφική, ακόμη και βοτανολογική διεξάγεται στην «ελληνική γη», που συνιστά πλέον προνομιακό πεδίο άντλησης πληροφοριών για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και μέσω αυτού μέρος της έγκυρης κι εξακριβωμένης γνώσης των νεότερων Ευρωπαίων.
Το 1749 ένας περιηγητής υποδεικνύει το Θησείο ως το υψηλότερο δείγμα αρχαίας αρχιτεκτονικής.
Η περίφημη Διαμάχη Νεότερων και Αρχαίων θα τερματιστεί οριστικά το 18ο αιώνα με θρίαμβο του νεωτερικού πνεύματος έναντι του πνεύματος της αρχαιότητας, μιας αρχαιότητας, όμως, στην υπηρεσία της θεολογίας και του καθιερωμένου συστήματος γνώσης: «Η πτώση της Αρχαιότητας, νοούμενης ως παραδεδομένης γνώσης, ως προέκτασης των βιβλικών γραφών, δηλαδή ως έγκυρου συμπληρώματος στην εξ Αποκαλύψεως αλήθεια, είναι αμετάκλητη». Αυτή η ρήξη θα αποτελέσει συνθήκη για την ανακάλυψη της Ελλάδας, όχι όμως με τρόπο απότομο ή αυτόματο. Έτσι, αυτό που έγραψε ο Ντέιβιντ Χιουμ –«Η Ευρώπη αποτελεί σήμερα αντίγραφο, σε μεγέθυνση, εκείνου του οποίου η Ελλάδα υπήρξε άλλοτε το υπόδειγμα σε μικρογραφία»– συμπυκνώνει την κατάληξη μιας μακρόσυρτης κι αντιφατικής πορείας.
Η Γιακωβάκη, έχοντας εντρυφήσει κι αξιοποιήσει στο έπακρο ένα τεράστιο όγκο βιβλιογραφίας και πρωτογενών πηγών, εκδιπλώνει με αφηγηματική δεξιοτεχνία ένα, άρτια τεκμηριωμένο, πειστικό ερμηνευτικό σχήμα για ένα μείζον ζήτημα, ενώ εκ παραλλήλου υποδεικνύει τα σημεία αιχμής για περαιτέρω έρευνα. Το «Ευρώπη μέσω Ελλάδας» είναι έργο μεγάλης εμβέλειας.
Ευρώπη μέσω Ελλάδας
Μια καμπή στην ευρωπαϊκή αυτοσυνείδηση, 17ος -18ος αιώνας
ΝΑΣΙΑ ΓΙΑΚΩΒΑΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ 2006
ΣΕΛ. 480, ΤΙΜΗ €24,50
Αποσπάσματα
«Μέσα από τις αλλεπάλληλες αναζητήσεις των πόλεων, των μνημείων, της χλωρίδας, των ορέων και των ποταμών, μέσα από αλλεπάλληλα δρομολόγια των ταξιδιωτών στο εσωτερικό της, που ακολουθούν, η Ελλάδα γίνεται πλέον αντιληπτή ως μία χώρα, η οποία βεβαίως ορίζεται με βάση την αρχαία της ιστορία. Η αρχαία Ελλάδα, υπό αναζήτηση από τα τέλη του 17ου αι. και εξής, συγκροτεί τη Νέα Ελλάδα ως ορατή και ευδιάκριτη χώρα. Ο χώρος γίνεται «χώρα». Με τη διαδικασία του ταξιδιού και των περιγραφών τις οποίες αυτό παράγει, η Ελλάδα εντάσσεται στη σύγχρονη γεωγραφική συνείδηση, αναγνωρίζεται ως ένας από τους τόπους –μία από τις χώρες– του παγκόσμιου χώρου. Γιατί η ευρωπαϊκή δραστηριότητα περί την Ελλάδα, ανεξάρτητα σχεδόν από τον αρχαίο της προσανατολισμό, εμπεριέχει ένα νέο και αυτοτελώς σημαντικό στοιχείο: ορίζει, ενοποιεί και διακρίνει ένα τμήμα της οθωμανικής επικράτειας, και αρχίζει να το διαχειρίζεται αυτοτελώς. [Η χώρα αυτή…] διακρίνεται από το σύνολο της αυτοκρατορίας που την κατέχει, προσδένεται όλο και ισχυρότερα με την ήπειρο στην οποία υπάγεται, ακριβώς επειδή την ίδια περίοδο καθιερώνεται η νέα συνείδηση της ηπείρου αυτής». (σελ. 345, 406)
«Αυτό είναι το αθηναϊκό παράδοξο: η Αθήνα, που αναγνωρίζεται ως η αρχαιότερη και αυθεντική πηγή των σύγχρονων καλλιτεχνικών και πολιτιστικών αξιών της Ευρώπης, είναι συγχρόνως η πόλη της οποίας ακόμη και η ίδια η ύπαρξή της διαπιστώνεται τελευταία, ενώ η νέα θέση της αποτελεί κατεξοχήν ευρωπαϊκή και νεωτερική επινόηση. Το παράδοξο αυτό εμμέσως επισημαίνεται και από τον Chandler, όταν δηλώνει την περιφρονητική του έκπληξη για την παλαιότερη υποτίμηση και παραγνώριση της Αθήνας. Επανερχόμενος και διασκευάζοντας ελαφρά την ειρωνική φράση του Wheler εκατό χρόνια νωρίτερα, συνοψίζει με ένα καυστικό σχόλιο τη μεταβολή που έχει συντελεστεί: “Eκείνοι που ανέφεραν ότι [η νεότερη Αθήνα] είναι μόνο ένα μικρό χωριό, θα πρέπει, όπως εικάζεται, να κοίταξαν την ακρόπολη από τη λάθος πλευρά του τηλεσκοπίου τους”». (σελ. 440-441)
* Πρώτη δημοσίευση στον «Ελεύθερο Τύπο», 23/11/2008.