Του Νίκου Ξένιου
«Αλλ' ότε δη Τροίην ίξον ποταμώ τε ρέοντε,
ήχι ροάς Σιμόεις συμβάλλετον ηδέ Σκάμανδρος,
ένθ'ίππους έστησε θεά λευκώλενος Ήρη
λύσασ'εξ οχέων, περί δ'ηέρα πουλύν έχευεν.
Τοίσιν δ'αμβροσίην Σιμόεις ανέτειλε νέμεσθαι»[1]
Η σταδιακή συρρίκνωση των Κλασικών Σπουδών στη Γαλλία είναι ένα αντικειμενικό γεγονός, που μας έχει βίαια εισαγάγει στον σχετικό προβληματισμό[2]. Εις πείσμα του φαινομένου, στο βιβλίο της Τι Πιστεύω, που δημοσιεύθηκε μετά τον θάνατό της, το 2010, βλέπουμε τη Ζακλίν ντε Ρομιγύ να νοιώθει, με όλες τις τις αισθήσεις εναργείς, την παρουσία του ποταμού Σιμόεντα καθώς διαβάζει τα κείμενα του Ομήρου και του Ευριπίδη. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για ένα αρχαίο ποτάμι, ένα ποτάμι της Τροίας, η οποία Τροία βρίσκεται στη σημερινή Τουρκία, παρά το ότι η Ζακλίν ντε Ρομιγύ υπήρξε μια Εβραία που βαφτίστηκε καθολική και δίδαξε στο Collège de France τα Αρχαία Ελληνικά... Και όμως: με αφορμή τις «ασημένιες δίνες» του ποταμού αυτού, η Ρομιγύ έπλασε το εγκώμιο της λογοτεχνίας των Ελλήνων. Και, μέσω αυτού, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τη λογοτεχνία εν γένει: «Η πρόοδος βλάπτει τη λογοτεχνία», λέει, και μ’ αυτό εννοεί πως ένα κείμενο λογοτεχνικό διανοίγει πολύ περισσότερες οδούς κατανόησης του κόσμου από οποιοδήποτε άλλο μέσον -ηλεκτρονικό, λόγου χάριν- γιατί προϋποθέτει μεγαλύτερη προσήλωση, σοβαρότητα και προφητική δεινότητα από κάθε άλλο μέσον[3]. Ένας πολιτισμός που σταδιακά καταργεί τη γραφή και την υποκαθιστά με την εικόνα δεν είναι ένας πολιτισμός «προφορικότητας», αλλά ένας πολιτισμός «βαρβαρότητας».
Ένα «Σύμβολο Πίστεως»;
Στην ουσία, το πολυσυζητημένο “Credo” της Ρομιγύ δεν είναι παρά ένα στοχαστικό δοκίμιο όπου η μεγάλη ελληνίστρια εκμυστηρεύεται την πεποίθησή της ότι η μελέτη του αρχαιοελληνικού πολιτισμού μπορεί να σταθεί οδηγός πλεύσης για τον σύγχρονο άνθρωπο: αυτό μπορεί να αφορά όλα τα πεδία της κουλτούρας και της καθημερινότητάς του, με την υιοθέτηση μιας θετικής στάσης, καταφάσκουσας προς το φως και τη χαρά της ζωής. Η Ρομιγύ αναζητά την ουσία των σπουδών και της διδασκαλίας τόσων χρόνων στην ανανοηματοδότηση της σχέσης δασκάλου-μαθητή, κατά το πλατωνικό πρότυπο. Με τη ματιά της ερευνήτριας που κατέχει σε βάθος το αντικείμενό της, επαναπροσδιορίζει την ανάγνωσή της της Ιστοριογραφίας (Θουκυδίδης), του έπους, της Τραγωδίας, της Ρητορικής και της Φιλοσοφίας, αλλά και της Ιατρικής .
Η μαθηματική αυστηρότητα και η ευελιξία της ελληνικής γλώσσας γοήτευσαν τη Ζακλίν ντε Ρομιγύ ήδη σε νεαρή ηλικία, όταν, εν μέσω πολέμου και διώξεων, επέλεξε την καριέρα της ελληνίστριας.
Γράφοντας σε μια γλώσσα προσιτή και απόλυτα γλαφυρή διαπιστώνει -αλλά όχι με γεροντίστικες εμμονές- πως ο πολιτισμός της Ευρώπης ανάμεσα στους δυο μεγάλους πολέμους εκτιμούσε τη σοφία της ωριμότητας ενόσω εκείνη ήταν ακόμα νέα και άπειρη. Η ατυχία της, δε, υπογραμμίζεται από την οδυνηρή διαπίστωση ότι ο σύγχρονος πολιτισμός, αντιθέτως, εκτιμά τη νεότητα και παραγκωνίζει την τρίτη ηλικία, τη στιγμή που εκείνη -αιώνια νέα μέσα της- νοιώθει έτοιμη να προσφέρει τη σοφία της, το καταστάλαγμα της εμπειρίας της. Τι ειρωνικό, αλήθεια! Για όλους εμάς που κάναμε κλασικές σπουδές στη Γαλλία κατά τη δεκαετία του ‘80 η Ζακλίν ντε Ρομιγύ υπήρξε φωτεινό ορόσημο, πυξίδα πλεύσης. Η κατανόησή της των ελληνικών κειμένων, αφού διήλθε την ατραπό της εξονυχιστικής εμβάθυνσης, άνοιξε τους ορίζοντες της ανθρωπολογικής προσέγγισης. Η τοποθέτησή της για τη λειτουργία του Χρόνου στην αρχαία ελληνική τραγωδία ήταν μνημειώδης, επηρέασε το σύνολο της κατανόησής μας και έδωσε στη Ρομιγύ το χρίσμα της μεγάλης διδασκάλισσας, τη γνώμη της οποίας δεν θα μπορούσες παρά να περιλάβεις στη βασική βιβλιογραφία της διατριβής σου. Η αντίληψή της της Επιστήμης υπήρξε σφαιρική, σε μιαν εποχή όπου η άκρα εξειδίκευση σχεδόν απέκλειε τη σφαιρικότητα της αντίληψης ενός νέου σπουδαστή. Η παρουσία της στην εκπαιδευτική κοινότητα ήταν πρότυπο προς μίμησιν, τόσο λόγω της εκπεφρασμένης λατρείας της προς τα ελληνικά κείμενα, όσο και λόγω της προσωπικής της αναδίφησης στην καθημερινότητα που αυτά αποκαλύπτουν.
Mε λίγα λόγια, η Ρομιγύ κατήργησε την υπεραπλουστευμένη προσέγγιση των κλασικών κειμένων, βάζοντας στη θέση της μια πνευματική βάσανο πολύ εποικοδομητική: οι Έλληνες της κλασικής εποχής τα είπαν όλα, σωστά; Σωστά! Μετά από τόσα χρόνια, όμως, θα περίμενε κανείς μια πιο καχύποπτη στάση της έναντι των κειμένων που τόσα χρόνια την απασχόλησαν και τόσες φορές τα δίδαξε. Νομίζω πως υπερεκτιμά το «φιλοκαλούμεν μετ’ευτελείας» του θουκυδίδειου Επιταφίου. Διατηρεί μια μόνιμη στάση εξιδανίκευσης του πολιτικοκοινωνικού περίγυρου που παρήγαγε ένα τόσο άρτιο κείμενο, όμως, τρόπον τινά, εθελοτυφλεί στον -σχεδόν αμιγώς- προπαγανδιστικό του χαρακτήρα. Φυσικά, κατανοεί τις αντιφάσεις που διέπουν αυτό το πολιτισμικό μοντέλο, όμως η έκστασή της στην επαφή με τον Θουκυδίδη επισκιάζει τις όποιες αμφιβολίες της[4].
Παρ΄όλα αυτά, το Τι Πιστεύω είναι μια αποκάλυψη ανθρωπιάς, καθώς η χαρά της ζωής και των ανθρώπινων σχέσεων πρωθιεραρχείται εις βάρος οιασδήποτε άλλης επιλογής. Είναι, βεβαίως, αδιαμφισβήτητο το γεγονός της «πολιτικότητας» του αθηναίου πολίτη του 5ου αιώνα π.Χ, σε αντιπαραβολή προς την ανικανότητα του σύγχρονου πολίτη ν' αποκτά σφαιρική εικόνα του γίγνεσθαι, να κυβερνά και να κυβερνάται με έλεγχο των επιλογών του, να κατανοεί τα πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα. Και είναι σε αυτό το σημείο όπου επικεντρώνεται η επιχειρηματολογία της Ρομιγύ.
Η βαρύτητα της κατανόησης
Με αφοπλιστική απλότητα και ειλικρίνεια, η συγγραφέας ομολογεί πως το μεγάλο πάθος της υπήρξε ανέκαθεν η ανάγκη κατανόησης του κόσμου της, από την τελευταία, επουσιώδη λεπτομέρεια της καθημερινότητας έως και τις μεγάλες φιλοσοφικές τοποθετήσεις. Η πεμπτουσία της έννοιας της Κατανόησης βρίσκεται στην επιδίωξη της ευτυχίας, χωρίς τις ενοχές που συνήθως τη συνοδεύουν, και χωρίς -φυσικά- τις υλιστικές παραμέτρους που την οικοδομούν ως ιδεολογικό πλέγμα. Η κριτική της Ζακλίν ντε Ρομιγύ είναι πηγαία, απηχεί αποκρυσταλλωμένες απόψεις για τη ζωή και για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, μαρτυρεί ένα ποσοστό απογοήτευσης και λάμπει μέσα στην καθαρότητά της. Στις πολλαπλές εκφάνσεις της πνευματικής παραγωγής του εικοστού αιώνα (από τον τρόπο λειτουργίας των συνδικάτων, από τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας, τον τρόπο έμμεσης, ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, έως και στο Nouveau Roman, και στο θέατρο του Ιονέσκο) η μελετήτρια αναζητά τεκμήρια της άποψης ότι μια νοσηρή, παθογενής, ακόμη ακόμη ηττοπαθής πνευματική στάση έχει επικρατήσει.
Κανείς δεν αμφισβητεί αυτήν την άποψη, ωστόσο ως άποψη δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο. Η αγάπη της Ρομιγύ για τις Κλασικές Σπουδές και η προσήλωσή της στο ελληνικό πρότυπο ζωής δεν μπορεί παρά να έχει και τρωτά σημεία. Ωστόσο στόχος του βιβλίου της δεν είναι να καθιερώσει μοντέλα ζωής, ούτε να διδάξει για μιαν ακόμη φορά: το βιβλίο της μοιάζει με παρακαταθήκη (για να μην πω «διαθήκη») για τις επερχόμενες γενεές που προτείνει επανεκτίμηση του συστήματος αξιών μας και των προτεραιοτήτων μας.
«Τα Ελληνικά είναι Ουάου!»
Το κεντρικό ζήτημα των πνευματικών επιλογών της συγγραφέως εστιάζεται στην ικανότητα της ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης να αποδίδει στα γεγονότα το ανθρώπινο Μέτρο. Και στο ότι παράγει την Κάθαρσιν στην ψυχή του ανθρώπου. Σε μιαν αναζήτηση εκλεκτικών συγγενειών προς άλλα μεγάλα πνεύματα, η Ρομιγύ υπογραμμίζει την ανάγκη του σύγχρονου πολιτισμού να παραδώσει τα σκήπτρα της παράδοσης του Λόγου σε χέρια ικανά, πεπαιδευμένα. Όμως, αναρωτιέται: Πώς να θεμελιωθεί μια Παιδεία στον σύγχρονο κόσμο αντάξια των επερχόμενων γενεών χωρίς να πέσει θύμα φτηνού λαϊκισμού; «Υπάρχουν προϋποθέσεις γι’ αυτό!», απαντά. Πρέπει να γίνει αντιδιαστολή της Παιδείας προς τη Γνώση. Πρέπει το νέο εκπαιδευτικό μοντέλο να συμπεριλάβει τα κατηγορήματα της γνώσης τύπου homo universalis. Ώστε να παραγάγει ένα νέο ανθρωπισμό, περίπου αντίστοιχο με αυτόν που οραματίστηκε ο Σαρτρ για τον Υπαρξισμό.
Πρέπει να γίνει αντιδιαστολή της Παιδείας προς τη Γνώση.
Στην ουσία, το δοκίμιο της Ρομιγύ δεν είναι παρά πρόταση για θεωρητική επαναθεμελίωση του πνευματικού μας πολιτισμού στις ανθρωπιστικές αρχές του Θουκυδίδη: Στο εύδαιμον, στο ελεύθερον και στο εύψυχον. Η συγγραφέας επιτρέπει στον αναγνώστη να μοιραστεί μαζί της την αισιοδοξία για ένα μέλλον ανθρωπινότερο, θέτοντας την προϋπόθεση του εναγκαλισμού του ελληνικού πνεύματος. Ώστε κάθε σύγχρονος άνθρωπος να νοιώσει τις δροσερές ανάσες του ποταμού Σκάμανδρου και να λουστεί στα ασημένια νερά του Σιμόεντα, χωρίς να χρειαστεί να μεταβεί στα παράλια της Μικράς Ασίας. Η έμφαση του βιβλίου στο φλέγον ζήτημα της Παιδείας είναι δικαιολογημένη, αν αναλογισθεί κανείς τι είναι αυτό που προσδίδει νόημα στην πολιτική ζωή, στο κοινωνικό γίγνεσθαι, στην πνευματική παραγωγή. Η παιδεία που παρέχεται σήμερα από το οργανωμένο δυτικό Κράτος δεν είναι προσωπική, δεν χαρακτηρίζεται από ευρύτητα ορίζοντα, αλλά παραμένει προσκολλημένη στο τεχνοκρατικό ιδεώδες, που μοναδικός πόλος αναφοράς του είναι η αγορά εργασίας ή ο εύκολος πλουτισμός. Αν η Ρομιγύ ζούσε σήμερα, ίσως να συμπεριλάμβανε στον προβληματισμό της και τον όρο «επιβίωση»…
ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ
Μτφρ: Σώτη Τριανταφύλλου
Εκδόσεις Πατάκη 2013
Σελ. 182, τιμή € 9,50