Με αφορμή τα βιβλία Τα όνειρα στο Τρίτο Ράιχ της Charlotte Beradt (μτφρ. Γιάννης Καλιφατίδης, εκδ. Άγρα) και Όχι εγώ - Ο ναζισμός μέσα από τα μάτια ενός παιδιού του Joachim Fest (μτφρ. Αλεξάνδρα Παύλου, εκδ. Μεταίχμιο).
Του Σωτήρη Βανδώρου
«Γύρω στις εννέα το βράδυ, μόλις έχω τελειώσει το ιατρείο μου και ενώ ετοιμάζομαι να ξαπλώσω στον καναπέ και να χαλαρώσω συντροφιά με ένα βιβλίο για τον Ματτίας Γκρύνεβαλντ, βλέπω ξάφνου τους τοίχους στο δωμάτιο, στο διαμέρισμά μου, να καταρρέουν. Κοιτάζω γύρω μου, για να ανακαλύψω με φρίκη ότι όλα τα διαμερίσματα, ως εκεί που φτάνει το μάτι, δεν έχουν πια τοίχους. Από κάποιο μεγάφωνο ακούω μια απαίσια φωνή να λέει "Σύμφωνα με το διάταγμα της 17ης του τρέχοντος μηνός, περί κατάργησης των τοίχων"».
Το άτομο ζει σε ένα καθεστώς τρόμου, εφόσον πουθενά δεν μπορεί να αισθάνεται ασφαλές. Αντίθετα, νιώθει διαρκώς επιτηρούμενο. Δικαίωμα στην ιδιωτικότητα απλώς δεν υφίσταται και η προσταγή της συμμόρφωσης και της υποταγής είναι διάχυτη.
Πρόκειται για ένα από τα τριακόσια όνειρα τα οποία η Σαρλόττε Μπέραντ κατέγραψε με βάση τις αφηγήσεις φίλων και γνωστών της από το 1933 μέχρι και το 1939 οπότε κι εγκατέλειψε το Βερολίνο και τα οποία, αρκετά χρόνια αργότερα, αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για Τα όνειρα στο Τρίτο Ράιχ (εκδ. Άγρα). Στο συγκεκριμένο όνειρο, παρά τη συντομία του, συμπυκνώνονται μεταγραμμένες στην ονειρική γλώσσα θεμελιώδεις όψεις του ναζιστικού ολοκληρωτισμού. Το άτομο ζει σε ένα καθεστώς τρόμου, εφόσον πουθενά δεν μπορεί να αισθάνεται ασφαλές. Αντίθετα, νιώθει διαρκώς επιτηρούμενο. Δικαίωμα στην ιδιωτικότητα απλώς δεν υφίσταται και η προσταγή της συμμόρφωσης και της υποταγής είναι διάχυτη. Πώς είναι όμως, άραγε, να μεγαλώνει ένα παιδί, έφηβος κατόπιν, βιώνοντας τον εθνικοσοσιαλιστικό ζόφο όντας μέλος μιας δημοκρατικής οικογένειας; Το αυτοβιογραφικό Όχι εγώ. Ο ναζισμός μέσα από τα μάτια ενός παιδιού (εκδ. Μεταίχμιο) του Γιόαχιμ Φεστ (1926-2006) μας δίνει μια λεπτομερή όσο και συγκλονιστική μαρτυρία. Τα δυο βιβλία αλληλοσυμπληρώνονται και παρέχουν την οπτική της καθημερινότητας και του προσωπικού βιώματος, προστιθέμενα στην ανεξάντλητη βιβλιογραφία για το χιτλερικό καθεστώς. Ας τα πάρουμε ένα-ένα.
Η Μπέραντ αντιλήφθηκε από τις απαρχές της εθνικοσοσιαλιστικής δικτατορίας ότι αυτή θα «κακοποιούσε (και) τις ψυχές», οπότε η καταγραφή ονείρων θα χρησίμευε κι ως μια πηγή τεκμηρίωσης του εγκληματικού της χαρακτήρα. Επηρεασμένη από τη Γερμανοεβραία φιλόσοφο και διανοούμενη Χάνα Άρεντ της οποίας θα γίνει η μεταφράστρια στα Γερμανικά όταν εκείνη θα έγραφε πλέον στα Αγγλικά (όντας πλέον εγκατεστημένες και συνδεόμενες φιλικά στις ΗΠΑ), δεν χρησιμοποιεί την ψυχαναλυτική μέθοδο, είναι ωστόσο ψυχαναλυτικά ενήμερη. Σε κάθε περίπτωση, όπως και η Άρεντ, ενδιαφέρεται για την ψυχική διάσταση της εσωτερίκευσης του ολοκληρωτισμού. Έτσι, παρόλο που τα άτομα των οποίων τα όνειρα έχει καταγράψει η συγγραφέας δεν έχουν υποστεί άμεση σωματική βία, εκδηλώνουν σε αυτά το διαρκή φόβο ότι μπορεί να υποστούν διώξεις και τιμωρίες ανά πάσα στιγμή. Η απειλή είναι πανταχού παρούσα ακριβώς επειδή κάθε άτομο καθίσταται εκ προοιμίου ύποπτο και το τι επιτρέπεται και τι όχι δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο στο πλαίσιο μιας γενικευμένης συνθήκης κατά την οποία ο Νόμος έχει καταρρεύσει κι έχει υποκατασταθεί από την αυθαιρεσία. Στα όνειρα δυο γυναικών καταγράφεται ο σχετικός «παραλογισμός». Η μία είδε ότι απαγορεύονται επί ποινή θανάτου οι μαθηματικοί υπολογισμοί σε γραπτή μορφή. Η άλλη είδε ότι μιλούσε μόνον ρωσικά τα οποία ούτε εκείνη καταλαβαίνει, οπότε δεν μπορεί, ακόμη κι αν ήθελε, να της «ξεφύγει» κάτι για το καθεστώς.
Η Μπέραντ κάνει μια ταξινόμηση των ονείρων με βάση τα επαναλαμβανόμενα, σε παραλλαγές, μοτίβα τους. Μολονότι όλα παρουσιάζουν ενδιαφέρον, θα ξεχωρίζαμε εκείνα τα οποία υποδηλώνουν μια, πιθανώς ανομολόγητη στη σφαίρα της συνείδησης, ενδόμυχη επιθυμία «συντονισμού» με το καθεστώς σύμφωνα με τον όρο που το ίδιο διακινούσε και ο οποίος πρακτικά σήμαινε την απόρριψη κάθε δυνατότητας παρέκκλισης από την επίσημη ιδεολογία. Σε πολλά από αυτά εμφανίζεται ο ίδιος ο Χίτλερ ο οποίος με διάφορους τρόπους δηλώνει δημοσίως την εκτίμησή του προς το πρόσωπο του ονειρευόμενου. Εάν λάβουμε υπόψη ότι τα όνειρα αυτής της κατηγορίας είναι πολλά σε αντίθεση με μόλις ένα που έχει ως έκδηλο περιεχόμενο την τυραννοκτονία (αλλά το οποίο βιώθηκε σε ασφαλές περιβάλλον, εκτός γερμανικής επικράτειας) σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο κύκλος της Μπέραντ από τον οποίο άντλησε το υλικό της είναι δημοκρατικής και κεντρώας-κεντροαριστερής ταυτότητας, κατανοούμε πως οι τεχνικές της προπαγάνδας και της τρομοκρατίας εισβάλλουν στον ενδότερο εαυτό του υποκειμένου και το κάνουν να επιζητά τη συμπόρευση, ακόμη και τη συνεργασία με το δυνάστη του ή έστω την καλλιέργεια αυτής της εντύπωσης, ως κάτι που επενεργεί καθησυχαστικά στον ψυχικό του κόσμο. Μάλιστα, τέτοια όνειρα είδαν ακόμη και πρόσωπα που είχαν μερικώς εβραϊκή καταγωγή.
Aσυνείδητα τα υποκείμενα έχουν συλλάβει από νωρίς τη δυναμική του φαινομένου και τον παροξυσμό στον οποίο οδηγείται από την ίδια του τη φύση.
Ο κορυφαίος ιστορικός των ιδεών Ράινχαρτ Κοζέλεκ παρατηρεί στο επίμετρο της γερμανικής έκδοσης που περιλαμβάνεται και στην ελληνική ότι σε πολλές περιπτώσεις τα όνειρα του βιβλίου εμφανίζουν ως πιθανή ή τετελεσμένη μια κατάσταση που υπερβαίνει την εμπειρία που είχαν οι ονειρευόμενοι εκείνη την εποχή και κατά κάποιο τρόπο προεικονίζουν και «προφητεύουν» την κλιμάκωση του ολοκληρωτικού εφιάλτη που θα ακολουθήσει μετά το 1939. Αυτό θα πει ότι ασυνείδητα τα υποκείμενα έχουν συλλάβει από νωρίς τη δυναμική του φαινομένου και τον παροξυσμό στον οποίο οδηγείται από την ίδια του τη φύση. Στο επίμετρο της αμερικανικής έκδοσης, σημαντικό κι εν μέρει κριτικό προς τη συγγραφέα κείμενο, ο διακεκριμένος ψυχαναλυτής Μπρούνο Μπέτελχαϊμ επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι σε αυτή τη συλλογή ονείρων υπερισχύουν τα όνειρα καταδίωξης, ενώ σχεδόν απουσιάζουν εκείνα στα οποία ο ονειρευόμενος κατανικά τους πάντες. Με άλλα λόγια, τα άτομα διακατέχονται από άγχος και απόγνωση, έχοντας χάσει τη διάθεση για αντίσταση. Και όταν κυριαρχεί το άγχος, η τάση του ασυνείδητου να μας ωθεί να εμπιστευόμαστε την παντοδύναμη εξωτερική εξουσία είναι εξαιρετικά ισχυρή. Οι ναζί το είχαν «καταλάβει» αυτό και επιχειρούσαν συστηματικά την εκμετάλλευση κάθε εσωτερικής αδυναμίας και την καλλιέργεια ενδοψυχικών συγκρούσεων. Σε ένα όνειρο το υποκείμενο λέει «Δεν χρειάζεται να λέω πάντα ‘Όχι’». Ο Μπέτελχαϊμ εξηγεί με ψυχαναλυτικούς όρους πώς ακριβώς επειδή για την πλειονότητα των ανθρώπων δεν ήταν καθόλου εύκολο να πει ένα κατηγορηματικό ‘Όχι’ στο καθεστώς, προοδευτικά εκείνο μπόρεσε να διαλύσει τις όποιες αντιστάσεις.
Μέσα από τα μάτια ενός παιδιού
Θυμάται καθαρά όταν ένα μήνα περίπου μετά ο πατέρας του Γιοχάνες είχε πάρει τον ίδιο και τα τέσσερα αδέλφια του, από το μεσοαστικό προάστιο του Βερολίνου όπου ζούσαν για να δούνε από κοντά το καμένο Ράιχσταγκ «προκειμένου να αντιληφθούν τη σοβαρότητα της κατάστασης».
Ο Γιόαχιμ Φεστ, ωστόσο, έκανε αυτή ακριβώς την ασυνήθιστη στάση τίτλο της αυτοβιογραφικής μαρτυρίας των παιδικών του χρόνων: «Όχι εγώ». Ο Φεστ είναι γνωστότερος στο ελληνικό κοινό μάλλον από την ταινία «Η Πτώση» (2004) –το σενάριο της οποίας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο ομώνυμο δοκίμιό του για τις τελευταίες μέρες του Γ΄ Ράιχ– η οποία δέχθηκε ευνοϊκά αλλά και επικριτικά σχόλια κυρίως ως προς το «ανθρώπινο» πορτραίτο του Χίτλερ που φιλοτέχνησε (στα ελληνικά κυκλοφόρησε και το βιβλίο το επόμενο έτος από τις εκδόσεις Ποταμός). Ο συγγραφέας υπήρξε ιστορικός (με αυτή την ιδιότητα ενεπλάκη και σε δημόσιες αντιπαραθέσεις στη Γερμανία σε σχέση με ερμηνευτικά ζητήματα που αφορούν το ναζισμό, και τα οποία έχουν αναπόφευκτα πολιτική διάσταση) και δημοσιογράφος (επικεφαλής για μια εικοσαετία του πολιτιστικού τμήματος της Frankfurter Allgemeine Zeitung). Το «Όχι εγώ» είναι γραμμένο με μαστοριά καθώς αποφεύγει επιδέξια μια σειρά από παγίδες: να εμφιλοχωρήσει η ιδιότητα του ιστορικού Φεστ υποκαθιστώντας την πρωτογενή εμπειρία του μικρού Γιόαχιμ, να γίνει καταγγελτικός ή μελοδραματικός, να αναζητήσει τη «δικαίωση». Αντιθέτως, παρακολουθούμε τη ζωή του αγοριού στη μοναδικότητά της, χωρίς φανφάρες κι εύκολες αναγωγές. Τα γεγονότα είναι αρκούντως δραματικά καθαυτά και η αναφορά στις συναισθηματικές αντιδράσεις που προκαλούν είναι μάλλον συγκρατημένη. Στο σημείο που η τραγωδία θα χτυπήσει και την οικογένειά του συγγραφέα, ο αναγνώστης υφίσταται ένα μικρό σοκ (τουλάχιστον αυτό μπορώ να βεβαιώσω για μένα), μολονότι παρουσιάζεται από τον αυτοβιογραφούμενο λιτά σε ό,τι αφορά τον ίδιο με τη στενή έννοια.
Στα τέλη Ιανουαρίου 1933, όταν ο Χίτλερ κατακτά την εξουσία, ο Γιόαχιμ ήταν έξι χρονών και δεν είχε βεβαίως αντίληψη της κατάστασης ούτε του έχουν μείνει πολλές αναμνήσεις. Ωστόσο, θυμάται καθαρά όταν ένα μήνα περίπου μετά ο πατέρας του Γιοχάνες είχε πάρει τον ίδιο και τα τέσσερα αδέλφια του, από το μεσοαστικό προάστιο του Βερολίνου όπου ζούσαν για να δούνε από κοντά το καμένο Ράιχσταγκ «προκειμένου να αντιληφθούν τη σοβαρότητα της κατάστασης». Ο Γιόαχιμ δεν κατάλαβε σχεδόν τίποτα, αλλά συγκράτησε τη σημασία που απέδωσε ο πατέρας του στο γεγονός. Πράγματι, ο πατέρας του είναι η φιγούρα που θα παίξει αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του, μεταδίδοντάς του πρώτα απ’ όλα την αγάπη του για το διάβασμα. Αυτή η συνήθεια που θα προκύψει φυσικά σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλιοθήκες θα προσλάβει αργότερα υπαρξιακές διαστάσεις. Όσο ο Γιόαχιμ μεγαλώνει κι εξελίσσεται σε μανιώδη αναγνώστη συνειδητοποιεί ότι αυτός είναι ένας τρόπος να ζει χωρίς να συνθλίβεται από το καθεστώς. Από κάποια φάση και μετά, όταν πλανάται στην ατμόσφαιρα μια αίσθηση ευαλωσιμότητας, ανησυχεί μήπως πεθάνει ξαφνικά νέος προτού προλάβει να διαβάσει αρκετά, κυρίως μεγάλη λογοτεχνία και Ιστορία. Εδώ πλέον το διάβασμα δεν είναι μια συνθήκη για να μείνουμε «ζωντανοί». Πρέπει να κρατηθούμε ζωντανοί για να διαβάσουμε, γιατί έτσι μετέχουμε στην πολλαπλότητα της ανθρώπινης εμπειρίας, είναι ένας τρόπος να δίνουμε νόημα στη ζωή μας, να την κάνουμε αξιοβίωτη. Η αναγνωστική μανία θα συμπληρωθεί από την ακρόαση καλής μουσικής, χάρις στην επίδραση της θείας Ντόλι με την οποία παρακολούθησαν το «Μαγικό Αυλό» του Μότσαρτ όταν ήταν εννέα ετών και της ζήτησε να τον ξαναδούν την αμέσως επόμενη ημέρα. Εκείνη κατανόησε ότι η «εμμονή της με τα υψηλά πράγματα» είχε απήχηση στο μικρό ανιψιό κι έκτοτε ήταν η μόνιμη συνοδός του στον κόσμο της όπερας.
Η οικογένεια Φεστ θα υποστεί άμεσα τις συνέπειες της επιβολής του νέου καθεστώτος καθώς ο πατέρας, όντας μεσαίο στέλεχος των Σοσιαλδημοκρατών, θα τεθεί αρχικά σε διαθεσιμότητα και πολύ σύντομα θα απολυθεί από δάσκαλος. Αυτό θα οδηγήσει σε οικονομικές δυσκολίες την οικογένεια. Το σημαντικότερο είναι όμως ότι η απογοήτευση από τη λειτουργία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης θα δώσει τη θέση της στην απελπισία από το όνειδος της νέας κατάστασης. Ο πατέρας προσπαθεί να θέσει μια κόκκινη γραμμή η οποία με κανένα τίμημα δεν πρέπει να παραβιαστεί προκειμένου να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους. Η μητέρα αναλογίζεται τα παιδιά και σκέφτεται, με μεγάλο ψυχικό κόστος, πιο πραγματιστικά. Οι ενδοοικογενειακοί καβγάδες είναι αναπόφευκτοι (αν και όχι ευθέως εκδηλωμένοι μπροστά στα παιδιά), αλλά το ζεύγος καταφέρνει να βγαίνει πιο δυνατό μετά από αυτούς. Στο μεταξύ παρακολουθούμε πώς φίλος τους περιέρχεται σε κατάθλιψη βλέποντας τη γυναίκα του να εξελίσσεται σε φανατική ναζίστρια, πώς οπορτουνιστές κάνουν τους νταήδες της γειτονιάς σε βάρος των πιο ευάλωτων στο όνομα της εθνικοσοσιαλιστικής κοσμοαντίληψης ή πώς ο φίλος της οικογένειας, γιατρός Μάγερ του οποίου τα ίχνη θα χάσουν ξαφνικά κάποια στιγμή, αρχίζει να κουβαλά μονίμως δυο τσάντες, μια σε κάθε χέρι, προκειμένου να αποφεύγει να χαιρετά χιτλερικά. Ξεχωριστή κατηγορία είναι οι κάθε είδους γνωστοί «που αλλάζουν πεζοδρόμιο» όταν βλέπουν τους Φεστ, καθώς οι σχέσεις μαζί τους δεν είναι ό,τι πιο σώφρον υπό τις νέες συνθήκες. Επισκέψεις της Γκεστάπο και της Χιτλερικής Νεολαίας στο σπίτι θα περάσουν, παραδόξως ίσως, ανώδυνα.
Με αυτά και με εκείνα ο Γιόαχιμ μεγαλώνει κατοικώντας από τη μια στον κόσμο της λογοτεχνίας και της μουσικής κι από την άλλη στη φαιδρή πραγματικότητα. Η αποκοτιά του, το 1941, να σκαλίσει στο θρανίο μια καρικατούρα του Χίτλερ θα οδηγήσει συμμαθητή του να τον καρφώσει «από πατριωτικό καθήκον». Θα ακολουθήσουν ανακρίσεις και τελικά αλλαγή περιβάλλοντος για τους τρεις γιους της οικογένειας που θα καταλήξουν οικότροφοι σε σχολείο του Φράιμπουργκ. Στο οικοτροφείο ο Γιόαχιμ, όπως και οι αδερφοί του –οι Βερολινέζοι, όπως τους αποκαλούσαν εκεί με μια περιφρονητική συνδήλωση– ασφυκτιούσαν. Ήταν επιπλέον που αποκαλύφθηκε ότι κανείς τους δεν ήταν μέλος της Χιτλερικής Νεολαίας, κάτι που επιβάρυνε τη θέση τους. Το 1944 θα έρθει και η κλήση για στράτευση. Ο Γιόαχιμ θα δηλώσει εθελοντής για να καταταγεί στη Λουφτβάφε προκειμένου να αποφύγει την κατάταξη στα SS, προκαλώντας σοκ και οργή στον πατέρα του.
Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του εκπαίδευσης γνωρίστηκε με τον Ράινχολντ Μπουκ κι αμέσως διαφάνηκε ότι θα διαμορφωθεί μεταξύ τους μια βαθιά φιλία, από αυτές που κρατάνε μια ζωή.
Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του εκπαίδευσης γνωρίστηκε με τον Ράινχολντ Μπουκ κι αμέσως διαφάνηκε ότι θα διαμορφωθεί μεταξύ τους μια βαθιά φιλία, από αυτές που κρατάνε μια ζωή. Στο πρόσωπό του ο Γιόαχιμ βρήκε το δάσκαλό του στη μουσική, καθώς εκείνος είχε απαράμιλλη γνώση και αίσθηση της κλασικής μουσικής και σχεδίαζε να γίνει μαέστρος. Όταν αποχαιρετίστηκαν πριν καταταγούν σε διαφορετικές μονάδες ο Ράινχολντ του είπε ότι ποτέ στη ζωή του δεν αισθάνθηκε τόσο ελεύθερος όσο κατά τη διάρκεια των συζητήσεών τους. Δεν θα ξανασυναντηθούν. Ο Γιόαχιμ θα αναζητήσει νέα του όταν πια θα είναι αιχμάλωτος λίγο πριν το τέλος του πολέμου, επί γερμανικού εδάφους. Θα πληροφορηθεί ότι ο φίλος του –αυτή «η μουσική μεγαλοφυΐα», σύμφωνα με τη μαρτυρία άλλου αιχμαλώτου– είχε βρεθεί νεκρός σε ένα όρυγμα λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά από εκεί που ήταν κι ο Γιόαχιμ κατά τη διάρκεια μιας μάχης. Πάνω του βρέθηκε μια κονκάρδα του Μπετόβεν.
Όταν πια είχε τελειώσει ο πόλεμος και ο ίδιος είχε απελευθερωθεί, ο Γιόαχιμ αναζητούσε την κανονικότητα. Βέβαια, στα σχεδόν είκοσι χρόνια της ζωής του καμία κανονικότητα δεν είχε βιώσει κι επομένως έπρεπε να τα σκεφτεί όλα από την αρχή. Ίσως όμως εν προκειμένω, οι νουθεσίες που του είχε απευθύνει ο πατέρας του όταν τον αποχαιρέτισε κατά την αναχώρησή του για το οικοτροφείο λίγα χρόνια νωρίτερα (που άλλωστε συμπυκνώνουν και μια συνολική στάση) να αποτέλεσαν μια καλή αφετηρία: «Μου είπε ότι διαχώριζε τους ανθρώπους σε εκείνους που έθεταν τα ερωτήματα και σε εκείνους που έδιναν τις απαντήσεις. Οι ναζί, λόγου χάρη, ήταν άνθρωποι που είχαν πάντα έτοιμη την απάντηση. Να φρόντιζα να είμαι από αυτούς που θέτουν τα ερωτήματα».
Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
* Στην κεντρική φωτογραφία εικονίζεται η οικογένεια Φεστ. Δεξιά, ο Γιόαχιμ.
Τα όνειρα στο Τρίτο Ράιχ
Charlotte Beradt
Μτφρ. Γιάννης Καλιφατίδης
Εισαγωγή Martine Leibovici (μτφρ. Βίκυ Ιακώβου)
Επίμετρα Reinchart Koselleck, Bruno Bettelheim
Άγρα 2015 - Σελ. 256, τιμή εκδότη: €16,00
Όχι εγώ
Ο ναζισμός μέσα από τα μάτια ενός παιδιού
Joachim Fest
Μτφρ. Αλεξάνδρα Παύλου
Μεταίχμιο 2015
Σελ. 400, τιμή εκδότη: €16,60