Του Σωτήρη Βανδώρου
Αν ο μακιαβελισμός είναι όρος του καθημερινού μας λεξιλογίου, οφείλεται εν πολλοίς στην πρόσληψη του «Ηγεμόνα» (1513), της σύντομης πραγματείας περί της κατάκτησης, της διατήρησης και της επαύξησης της πολιτικής εξουσίας που κατέστησε διαβόητο το συγγραφέα της. Μισή χιλιετία μετά, το όνομά του ταυτίζεται με τη δολοπλοκία, τον κυνισμό, τον αμοραλισμό και το ρητό «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», φράση που πάντως ουδέποτε έγραψε ο Νικολό Μακιαβέλλι (1469-1523).
Η ειρωνεία είναι ότι ο ίδιος φοβόταν πως το βιβλίο του θα περνούσε απαρατήρητο. Και είναι γεγονός ότι αυτό ακριβώς συνέβη την πλέον κρίσιμη στιγμή για το δημιουργό του: Όταν κατά την ακρόαση που εξασφάλισε από τον Λορέντσο των Μεδίκων του έδωσε το αφιερωμένο σε εκείνον έργο, αυτός επέδειξε πλήρη αδιαφορία, ενώ την ίδια στιγμή ενθουσιάστηκε από το ζεύγος σκύλων που του χάρισε ένας άλλος αιτών. Η προσπάθεια του Μακιαβέλλι να υποβάλει στο νέο ισχυρό άνδρα της Φλωρεντίας την ιδέα ότι είναι μαιτρ της πολιτικής κι άξιος να λάβει (ξανά) κρατικό πόστο απέτυχε παταγωδώς. Το συμβουλευτικό προς πολιτικούς άρχοντες κείμενό του έμελε μεν να γράψει ιστορία, αλλά ως «συστατική επιστολή» του εαυτού του, που ήταν κι ο πρωταρχικός (αν και όχι αποκλειστικός) σκοπός της συγγραφής του, δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα.
Ο συγγραφέας, απόγονος του Μακιαβέλλι
Ποιος όμως στ’ αλήθεια ήταν ο Μακιαβέλλι; Μπορούμε να ξεδιαλύνουμε την πραγματικότητα από το «μύθο»;
Ποιος όμως στ’ αλήθεια ήταν ο Μακιαβέλλι; Μπορούμε να ξεδιαλύνουμε την πραγματικότητα από το «μύθο»; Στη βιογραφία του Νικολό Καπόνι, ιστορικού και απογόνου του ίδιου του Μακιαβέλλι, διαβάζουμε μια αναλυτική και με σεβασμό στις ιστορικές πηγές προσέγγιση που αποφεύγει επιδέξια την παγίδα του αναχρονισμού: ο βιογραφούμενος παρουσιάζεται ως Φλωρεντινός του 1500, κι όχι καρικατούρα προς τέρψη των επιπόλαιων αναγνωστών. Και οφείλουμε να προειδοποιήσουμε: Ο βιογράφος προτιμά σχοινοτενείς περιγραφές πολιτικών υπολογισμών, διπλωματικών εξελίξεων και πολεμικών επεισοδίων, στο βαθμό που ο ήρωάς του εμπλέκεται άμεσα, τα παρακολουθεί ή εν πάση περιπτώσει επηρεάζεται από αυτά, παρά να διαπραγματεύεται αναλυτικά τους στοχασμούς του. Θα προτιμούσαμε, είναι αλήθεια, ένα κάπως διαφορετικό ισοζύγιο υπέρ της τελευταίας πτυχής, και αισθανθήκαμε συχνά ίλιγγο από την περιπλοκότητα, την αστάθεια και τη διαρκή αλλαγή της πολιτικής κατάστασης της Ιταλίας της εποχής – μιας Ιταλίας κατακερματισμένης σε δουκάτα, «δημοκρατίες», ένα βασίλειο (της Νάπολης), στα παπικά κράτη, και με τη Γαλλία και την Ισπανία μεταξύ των ισχυρών δυνάμεων που συνδιαμόρφωναν το δαιδαλώδες πολιτικοστρατιωτικό τοπίο.
Αυτός ακριβώς, όμως, είναι ο κόσμος του Μακιαβέλλι και σε αυτό το λαβύρινθο προσπαθούσε αενάως να βρει την άκρη, πότε επιτυχημένα, πότε όχι. Καταγόμενος από οικογένεια μεσαίας κοινωνικής θέσης που ποτέ δεν ήταν πολύ εύπορη ή πολύ ισχυρή, ο Νικολό έλαβε καλή μόρφωση κι αξιοποίησε στο έπακρο τη βιβλιοθήκη του πατέρα του. Για την παιδική ηλικία και τη νεότητά του δεν γνωρίζουμε πολλά. Σε κάθε περίπτωση, σημαντικός σταθμός στο βίο του είναι ο διορισμός του τον Ιούλιο του 1498 στη θέση του γραμματέα των «Δέκα» (Dieci) όπως ήταν πιο γνωστό το εκτελεστικό σώμα της Φλωρεντίας που είχε την αρμοδιότητα της άμυνας του κράτους, όπως θα λέγαμε με σημερινούς όρους – ουσιαστικά οτιδήποτε αφορούσε σύγκρουση ή πολεμική επιχείρηση, αλλά στην πράξη περιλάμβανε γενικότερα τις «εξωτερικές σχέσεις», ακριβώς επειδή η συγκρουσιακή κατάσταση ήταν περίπου μόνιμη συνθήκη. Μολονότι επρόκειτο για διοικητική θέση, στην πράξη ήταν σημαντική, λόγω της εξαμηνιαίας μόνο θητείας των πολιτικών του προϊσταμένων. Μάλιστα, όχι σπάνια το «Μεγάλο Συμβούλιο» δεν εξέλεγε τους Δέκα κι εκ των πραγμάτων όλες οι υποθέσεις του αναλαμβάνονταν από το μόνιμο προσωπικό. Είναι αυτή η ιδιότητα και οι εμπειρίες που αποκτά μέσω αυτής που τον καθορίζουν ως πολιτικό σύμβουλο και στοχαστή. Αναλαμβάνει πολυάριθμες διπλωματικές αποστολές στο πλαίσιο των οποίων ζει από κοντά, μελετά τις κινήσεις, ενίοτε διαπραγματεύεται με τους πρωταγωνιστές της πολιτικής σκακιέρας της Ιταλίας, όπως τον Λουδοβίκο ΙΒ’ της Γαλλίας κι ορισμένους από τους πλέον εξουσιομανείς, αδίστακτους και διεφθαρμένους Πάπες της Ιστορίας – τον Αλέξανδρο Στ’ και τον Ιούλιο Β’. Περισσότερο απ’ όλους, βέβαια, εντυπωσιάζεται από τα χαρίσματα του τρομερού (γιου του Αλέξανδρου Β’) Καίσαρα Βοργία.
Πάθη και αλαζονεία
Το πάθος του για την πολιτική ήταν ακόρεστο όλη του τη ζωή, αλλά δεν ήταν το μοναδικό: οι γυναίκες, το καλό φαγητό, η διασκέδαση με καλή παρέα, ποτό, χυδαία ανέκδοτα, κουτσομπολιά και χαρτοπαιξία τον χαρακτήριζαν εξίσου.
Το πάθος του για την πολιτική ήταν ακόρεστο όλη του τη ζωή, αλλά δεν ήταν το μοναδικό: οι γυναίκες, το καλό φαγητό, η διασκέδαση με καλή παρέα, ποτό, χυδαία ανέκδοτα, κουτσομπολιά και χαρτοπαιξία τον χαρακτήριζαν εξίσου. Δηλαδή δεν θα τον έλεγες καλό Χριστιανό, ενώ επιπλέον είχε μένος εναντίον του κλήρου. Βεβαίως, τη χολή του την κρατούσε για την κεφαλή της Εκκλησίας, όπως όταν σχολίασε με αφορμή το θάνατο του Αλέξανδρου Στ’: «Οι πιστές δούλες του, λαγνεία, σιμωνία κι ασπλαχνία, τον είχαν συνοδεύσει με ευλαβικά λακτίσματα στα οπίσθία του στον κόσμο των ευλογημένων πνευμάτων». Σ’ αυτά τα πάθη πρέπει να προστεθεί και μια εμμονή που είχε ολόκληρη τη ζωή του, το σχέδιο δημιουργίας εθνοφρουράς στη Φλωρεντία την οποία συνέδεε με την καλλιέργεια της αρετής του πολίτη, έχοντας ως πρότυπο τους στρατιώτες της αρχαίας Ρώμης της περιόδου της δημοκρατίας (σε αντιδιαστολή προς τους μισθοφορικούς στρατούς). Η σύζυγος του Μαριέττα παραπονιόταν για τα ατελείωτα διαστήματα που ο Νικολό έλειπε σε αποστολές καθώς και την τάση του να ξοδεύει χρήματα σε πανάκριβες ενδυμασίες. Δεν ήταν δα ο κι ο καλύτερος σύζυγος, τουλάχιστον όμως και στις δυο διαθήκες του την χρήζει κηδεμόνα των ανήλικων παιδιών τους, χειρονομία ασυνήθιστη, εφόσον ο κανόνας ήταν να αναλαμβάνουν αυτό το ρόλο άρρενες συγγενείς.
Ένα παράδοξο, ίσως, στοιχείο της συμπεριφοράς του ήταν, όπως γράφει και τεκμηριώνει ο Καπόνι, «η συνήθεια να κοπανάει στους ανθρώπους τα λάθος πράγματα» σε συνδυασμό με την απροκάλυπτη αλαζονεία. Ιδού ένα δείγμα από το τέλος μιας επιστολής που απευθύνεται, αν είναι δυνατόν, στους πολιτικούς του προϊστάμενους: «Ωστόσο, καθώς δεν επιθυμώ να σας απογοητεύσω εκ νέου, θα επανεξετάσω ένα προς ένα τα εν λόγω θέματα κατόπιν του αιτήματός σας. Θα χρησιμοποιήσω την καθομιλουμένη, μήπως κι εκ παραδρομής χρησιμοποίησα τα λατινικά στις επιστολές μου προς τη διοίκηση, αν και δεν το νομίζω». Προφανώς, αισθανόταν ότι έχαιρε της προστασίας των ισχυρών πατρώνων του – κάτι ωστόσο που δεν ξεχνούσαν εύκολα οι εχθροί που «κατάφερνε» έτσι να δημιουργήσει, όταν οι συσχετισμοί ισχύος δεν τον ευνοούσαν πλέον. Πράγματι, μετά την πτώση του καθεστώτος που υπηρέτησε για μια 15ετία σχεδόν και την επιστροφή στην εξουσία των Μεδίκων, ο Μακιαβέλλι χάνει τη θέση του, ενώ σαν μην έφτανε αυτό φυλακίστηκε και βασανίστηκε (αδίκως) ως ύποπτος συμμετοχής σε αποτυχημένη συνωμοσία για τη δολοφονία του Τζουλιάνο. Το μαρτύριό του δεν κράτησε πολύ καθώς περιλαμβανόταν σε αυτούς στους οποίους δόθηκε αμνηστία. Πέρασε όμως ικανό διάστημα στο περιθώριο παλεύοντας με τα χρέη του. Είναι χάρις σ’ αυτόν τον παραγκωνισμό του, ωστόσο, που κινητοποιείται να γράψει τη διάσημη πραγματεία του, έργο που πιθανόν άδικα επισκιάζει άλλα, περιλαμβανομένου και του θεατρικού «Μανδραγόρας».
Όντας άρρωστος και με το θάνατο να πλησιάζει «εκμυστηρεύτηκε» σε συγγενείς και φίλους ότι είδε στο όνειρό του πως πήγε στην Κόλαση, όπου όμως συνάντησε, λέει, καλή παρέα, τον Πλάτωνα και τον Πλούταρχο μεταξύ άλλων, κι έπιασαν κουβέντα περί διακυβέρνησης. Δεν μπορούμε βέβαια να ξέρουμε στ’ αλήθεια τους συνομιλητές του Νικολό στην Κόλαση. Μπορούμε ωστόσο να υποθέσουμε ότι δεν θα σκάει από πύρινες γλώσσες, αλλά από τα γέλια που θα του προκαλούν οι όπου γης μακιαβελικοί. Κι αν κάτι θα τον αρρωσταίνει είναι που δεν κατάφερε να βγάλει ένα σκασμό λεφτά από τα πνευματικά δικαιώματα του «Ηγεμόνα».
* Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Μακιαβέλλι
Ποιος ήταν πραγματικά ο αμφιλεγόμενος συγγραφέας του ‘Ηγεμόνα
Niccolo Capponi
Μτφρ. Πέτρος Γεωργίου
Εκδόσεις Πατάκη 2014
Σελ. 458, τιμή €19,50