Του Σωτήρη Βανδώρου
Όταν ο homo sapiens διαμορφώθηκε ως ξεχωριστό είδος, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, υπήρχε ήδη «μετανάστευση». Οι μακρινοί μας πρόγονοι, οι πρώτοι άνθρωποι, μετεγκαθίσταντο αρχικά εντός της Αφρικής και περίπου πριν από 60.000 χρόνια πέρασαν στην Αραβική Χερσόνησο κι από εκεί σταδιακά εποίκισαν όλον τον κόσμο. Σε πρώτη φάση οι βιοτικές ανάγκες, αργότερα συνδυασμένες με πολιτισμικούς παράγοντες –«οι πανίσχυρες δυνάμεις της θρησκείας, του πολέμου και του εμπορίου» όπως χαρακτηριστικά συνοψίζουν οι συγγραφείς του Αυτοί δεν είναι σαν εμάς– αναγκάζουν πολλούς ανθρώπους να μεταναστεύουν. Ας μην το λησμονούμε: αφενός έχουμε όλοι μας κοινή καταγωγή κι αφετέρου κάθε κοινωνία και κουλτούρα είναι ουσιωδώς διαπερατή, ακριβώς επειδή μαζί με τους ανθρώπους διακινούνται ιδέες, πρακτικές, αγαθά κ.ο.κ.
Οι συγγραφείς διαπραγματεύονται συστηματικά το μεταναστευτικό φαινόμενο από τις καταβολές του μέχρι τη σημερινή κατάσταση και τις διαφαινόμενες μελλοντικές τάσεις
Οι Ίαν Γκόλντιν, Τζέφρυ Κάμερον και Μίρα Μπαλαρατζάν, διευθυντής ο πρώτος και ερευνητές οι άλλοι δύο της Σχολής Μάρτιν του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, διαπραγματεύονται συστηματικά το μεταναστευτικό φαινόμενο από τις καταβολές του μέχρι τη σημερινή κατάσταση και τις διαφαινόμενες μελλοντικές τάσεις. Κι έχει τη σημασία του να αντιληφθεί κανείς τις συνέχειες και τις ασυνέχειες του, τα μοτίβα και τις παραλλαγές τους, τις αντιλήψεις, τις συμπεριφορές και τα στερεότυπα με τα οποία συνάπτεται. Βεβαίως, μια περισσότερη αυστηρή εννοιολόγηση θα εξειδίκευε τη μετανάστευση ως μια ιδιαίτερη μορφή μετακίνησης πληθυσμών, κάτι που στο βιβλίο παραμένει κάπως ασαφές, καθώς είναι μεθοδολογικά αμφίβολο αν τυχοδιώκτες, ιεραπόστολοι, απαχθείσες γυναίκες του ηττημένου αντιπάλου, τα μέλη ενός διεθνούς εμπορικού δικτύου κ.ο.κ. συνιστούν εξίσου πρωταγωνιστές της ίδιας ιστορίας. Πρόκειται πάντως για συναρπαστική ιστορία.
Η δημιουργία μιας παγκόσμιας αγοράς
Σημείο καμπής της αποτελεί η φάση που ο κόσμος ενοποιείται, την περίοδο των μεγάλων θαλασσοπόρων κι εξερευνητών. Αν τουλάχιστον δεχτούμε την ανάλυση του Μαρξ, το 16o αιώνα ξεκινά η εποχή του Κεφαλαίου, όταν μπορούμε πλέον να κάνουμε λόγο για παγκόσμια αγορά και παγκόσμιο εμπόριο. Είναι ωστόσο από το 1700 και για τα επόμενα διακόσια χρόνια περίπου που θα σημειωθεί πρωτοφανής σε μέγεθος μετακίνηση πληθυσμών μέσω ηπείρων και ωκεανών και κατά την οποία σταδιακά περνάμε από τη δουλεία και την καταναγκαστική εργασία στο μοντέλο της ελεύθερης εργασίας και, πρόσκαιρα, της ελεύθερης μετανάστευσης. Η κινητοποιός δύναμη αυτής της εξέλιξης είναι η έλλειψη εργατικού δυναμικού στις παλιές αυτοκρατορίες και τις νέες αποικίες σε συνδυασμό με την καπιταλιστική ανάπτυξη.
Το αποκορύφωμα εκδηλώνεται την περίοδο από το 1840 μέχρι και το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου που χαρακτηρίζεται κι ως «εποχή της μαζικής μετανάστευσης». Η ζήτηση για εργατικό δυναμικό ιδίως στη Βόρεια Αμερική σε συνδυασμό με την απότομη αύξηση του πληθυσμού, τη φτώχια ή τις πολιτικές αναταραχές και διώξεις σε πολλά μέρη της Ευρώπης, καθώς και την κατακόρυφη πτώση του κόστους των υπερατλαντικών ταξιδιών οδήγησαν σε μεγάλες μεταναστευτικές ροές οι οποίες αυξήθηκαν περαιτέρω εφόσον συγκροτήθηκαν και τα ανάλογα μεταναστευτικά δίκτυα που έκαναν πιο εύκολη, ασφαλή κι επιθυμητή τη μετακίνηση. Είναι ταυτόχρονα μια εποχή που, μολονότι εκδηλώνονται κι αντίρροπες δυνάμεις, η μετανάστευση συνάπτεται με το δικαίωμα στην ελεύθερη μετακίνηση. Χαρακτηριστικά, το 1889 στη Διεθνή Συνδιάσκεψη για τη Μετανάστευση διακηρύσσεται ότι «υποστηρίζουμε το δικαίωμα του ατόμου στη θεμελιώδη ελευθερία, που του παραχωρεί κάθε πολιτισμένο έθνος, να έρχεται, να φεύγει, να διαθέτει τον εαυτό του και να διαμορφώνει το πεπρωμένο του κατά βούληση».
Όφελος για όλους
Εντυπωσιάζεσαι κανείς από το όφελος που προέκυψε για τους ίδιους τους μετανάστες, για τις χώρες υποδοχής αλλά και για τις χώρες προέλευσής τους.
Και με μια απλή ανάγνωση των μεγεθών εντυπωσιάζεσαι από το όφελος που προέκυψε εξίσου για τους ίδιους τους μετανάστες –ανθρώπους που διαβιούσαν προηγουμένους σε άθλιες ή κι επικίνδυνες συνθήκες–, για τις χώρες υποδοχής αλλά τελικά και για τις χώρες προέλευσής τους οι οποίες δέχονταν με τη μορφή εμβασμάτων (κι όχι μόνο) ένα τμήμα του παραγόμενου πλούτου. Είναι δε ακόμη πιο ενδιαφέρον ότι αυτός ο μηχανισμός λειτουργεί πέραν ή παρά την επίσημη κρατική πολιτική. Ενδεικτικά, η Αργεντινή ζητούσε «μαθημένους στη σκληρή δουλειά, οικονόμους και μεθοδικούς ευρωπαίους αγρότες». Το αποτέλεσμα ήταν ότι το 80% των εμπορικών επιχειρήσεων και το 60% των βιοτεχνιών και της ελαφριάς βιομηχανίας ελέγχονταν από μετανάστες, ενώ το 1920 συγκαταλεγόταν στις έξι πλουσιότερες χώρες του κόσμου. Γενικότερα, δεν είναι υπερβολή αν πει κανείς ότι ο αστικός και βιομηχανικός κόσμος των αρχών του 20ου αιώνα διαμορφώθηκε εν πολλοίς χάρις στους μετανάστες.
Ωστόσο αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ως φιλελεύθερο ιντερλούδιο διακόπτεται απότομα με το ξέσπασμα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου ο οποίος σηματοδοτεί την αναζωπύρωση του εθνικισμού. Όχι τυχαία, τα διαβατήρια που είχαν περιέλθει σε αχρησία στη Δυτική Ευρώπη, εφόσον θεωρούνταν αντίθετα στο πνεύμα των ανοιχτών συνόρων και κατάλοιπο της φεουδαρχίας (πράγματι, η οικονομικά καθυστερημένη Ρωσία τα διατηρούσε για το εσωτερικό της), επανεμφανίζονται μαζί με την προσήλωση στην ταυτοποίηση των πολιτών στη βάση της ιθαγένειας, την ξενοφοβία και την οικονομική ανασφάλεια. Σε αυτά ήρθαν να προστεθούν και ψευδοεπιστημονικές φυλετικές θεωρίες – που γνώρισαν απήχηση και σε δημοκρατικά κράτη και οι οποίες επέτειναν περαιτέρω την καχυποψία απέναντι στους «κατώτερους» ξένους.
Αναζωπύρωση της μετανάστευσης
Η μετανάστευση αναζωπυρώθηκε μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά πια οι εθνικές μεταναστευτικές πολιτικές τείνουν να είναι πιο επιλεκτικές και πιο αυστηρές. Και πάλι ωστόσο το φαινόμενο αναπτύσσει τη δική του δυναμική. Για παράδειγμα, η Γερμανία αναζητούσε προσωρινούς, «φιλοξενούμενους» εργαζόμενους (Gastarbeiters) οι οποίοι ωστόσο ρίζωσαν κι έγιναν μόνιμοι. Την τελευταία εικοσιπενταετία η τάση είναι τα κράτη που δεν μπορούν να καλύψουν τις σχετικές ανάγκες από το εγχώριο εργατικό δυναμικό να αναζητούν μετανάστες υψηλής ειδίκευσης. Ορισμένα δέχονται ξένους φοιτητές κι άλλες εποχικούς εργάτες για ολιγόμηνα διαστήματα κάθε φορά. Ταυτόχρονα, τα σύνορα επιτηρούνται ολοένα και πιο εντατικά προκειμένου να αποτρέψουν την είσοδο ανεπιθύμητων μεταναστών. Ωστόσο, όσο οι αιτίες που προκαλούν τη μετανάστευση υφίστανται και άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να ρισκάρουν προκειμένου να ξεφύγουν από τη μιζέρια, την εξαθλίωση ή και τη φυσική εξόντωση τα σύνορα θα παραβιάζονται. Στις ΗΠΑ, παρά τους τεράστιους πόρους και μέσα που διατίθενται για τον έλεγχο ιδίως των συνόρων με το Μεξικό, υπολογίζεται ότι ζουν τουλάχιστον 12 εκατομμύρια παράνομα εισελθόντες μετανάστες.
Σύμφωνα με τις μελέτες διεθνών οργανισμών, το οικονομικό κέρδος από μια σχετικά μικρή αύξηση του εργατικού δυναμικού στις αναπτυγμένες χώρες θα επέφερε σημαντική αύξηση του παγκόσμιου πλούτου
Το ενδιαφέρον είναι πως σύμφωνα με όλες τις σχετικές μελέτες διεθνών οργανισμών κι άλλων φορέων, το οικονομικό κέρδος από μια σχετικά μικρή αύξηση του εργατικού δυναμικού στις αναπτυγμένες χώρες θα επέφερε μια σημαντική αύξηση του παγκόσμιου πλούτου. Το εργατικό δυναμικό λείπει από τις αναπτυγμένες χώρες –λόγω γήρανσης του πληθυσμού και μείωσης του ρυθμού των γεννήσεων– και πλεονάζει στις αναπτυσσόμενες. Είναι επομένως απολύτως ορθολογικό κι αμοιβαία επωφελές να καλυφθεί αυτή η έλλειψη με την αύξηση της μετανάστευσης και μάλιστα σύμφωνα με τις σχετικές προβολές των τωρινών δεδομένων στις επόμενες δεκαετίες αυτές οι τάσεις θα επιταθούν. Υπάρχει λοιπόν μια δυσαρμονία που, κατά τους συγγραφείς του βιβλίου, θα πρέπει να αρθεί με αλλαγή στη μεταναστευτική πολιτική παγκοσμίως, ειδάλλως οι συγκρούσεις και τα προβλήματα που προκύπτουν από αυτήν θα γίνονται ολοένα κι εντονότερα. Αποτελεί δε κι ένα παράδοξο της εποχής: πώς από τη μία επιτείνονται οι παγκοσμιοποιητικές διαδικασίες στην οικονομία, την τεχνολογία, την επικοινωνία κ.ο.κ., αλλά στη μετακίνηση των ανθρώπων (εξαιρουμένων των προνομιούχων και των εύπορων) τίθενται ολοένα και μεγαλύτερα εμπόδια.
Βεβαίως, μια μεταναστευτική πολιτική θα πρέπει να είναι εκλεπτυσμένη έτσι ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει τη βραχυπρόθεσμη κυρίως επιβάρυνση που προκύπτει από τη μετανάστευση σε συγκεκριμένες κατηγορίες πληθυσμού ή περιοχές. Όμως αυτό είναι τελικά το θέμα: ότι κοινωνικά προβλήματα που τυχόν προκύπτουν από τη συμβίωση με τους «ξένους» κακώς ανάγονται στους ίδιους τους νεοφερμένους και την κουλτούρα τους, και την ανόητη οικονομικά αντίληψη που συμπυκνώνεται στο «μας τρώνε τις δουλειές», ενώ οφείλονται πρωτίστως στην ασυναρτησία της ίδιας της μεταναστευτικής πολιτικής η οποία βεβαίως τροφοδοτείται συχνά από ξενοφοβικά και ρατσιστικά στερεότυπα.
Αυτοί δεν είναι σαν εμάς
Το παρελθόν και το μέλλον της μετανάστευσης
Ίαν Γκόλντιν, Τζέφρυ Κάμερον, Μίρα Μπαλαρατζάν
Μτφρ. Ελένη Αστερίου
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2013
Σελ. 669, τιμή €15,00