Του Σωτήρη Βανδώρου
Στην Ελλάδα το κράτος είναι υπερτροφικό, η κοινωνία πολιτών ασθενής και βασιλεύουν οι πελατειακές σχέσεις και η κομματοκρατία. Σωστά; Λάθος! Πρόκειται για κοινές παραδοχές που στηρίζονται περισσότερο σε βολικές γενικεύσεις, παρά σε επαληθεύσιμα εμπειρικά δεδομένα, υποστηρίζει ο επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Χρυσάφης Ι. Ιορδάνογλου. Στο σύντομο, παρεμβατικό δοκίμιό του Κράτος και ομάδες συμφερόντων συνεξετάζει τις βασικές ορίζουσες αυτού που μπορεί να αποκληθεί μεταπολιτευτικό κοινωνιολογικό παράδειγμα και συμπεραίνει ούτε λίγο ούτε πολύ ότι παρουσιάζει σοβαρότατα προβλήματα θεμελίωσης· ακόμη περισσότερο: προτείνει να σκεφτούμε κατά πόσον εγγύτερα στην πραγματικότητα βρίσκεται η περίπου αντίστροφη σχέση, δηλαδή ότι έχουμε να κάνουμε με μια ισχυρή κοινωνία απέναντι σε ένα αδύναμο κράτος.
Η κρίση που διερχόμαστε μας προκαλεί να σκεφτούμε τα πάντα από την αρχή.
Είναι περιττό να ειπωθεί ότι η κρίση που διερχόμαστε αποτελεί δοκιμασία και για τις θεωρήσεις που έχουν αναπτυχθεί από τις κοινωνικές επιστήμες και μας προκαλεί να σκεφτούμε τα πάντα από την αρχή, περιλαμβανομένων των ερμηνευτικών εργαλείων και των ίδιων των εννοιών μας. Αυτό ακριβώς κάνει εν προκειμένω ο Ιορδάνογλου και, μολονότι θα επιθυμούσαμε μια αναλυτικότερη επισκόπηση της θέσης στην οποία ασκεί κριτική, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι δεν κατασκευάζει μια καρικατούρα του αντιπάλου την οποία ακοπίαστα κατόπιν θα αποδομούσε. Το κείμενό του, έτσι κι αλλιώς, έχει τη δική του οικονομία, δηλαδή πηγαίνει κατευθείαν στο ψαχνό, διατυπώνει ευκρινώς τα επιχειρήματά του με επαρκή τεκμηρίωση, χωρίς όμως σχοινοτενείς συλλογισμούς και πολλές λεπτομέρειες και καταλήγει υποδεικνύοντας σημεία εστίασης για περαιτέρω έρευνα.
Ας τα πάρουμε από την αρχή. Ο συγγραφέας δεν ισχυρίζεται βέβαια ότι δεν υφίστανται πελατειακές σχέσεις, αλλά ότι έχουν αποδοθεί υπερβολικά πολλά σε αυτές. Συχνότερα αποτελούν το σύμπτωμα παρά την αιτία μιας «παθογένειας» που πρέπει να ερμηνευθεί πρωτίστως με άλλους όρους. Θεωρεί ότι εν μέρει αυτή η αστοχία οφείλεται στην αδιαφοροποίητη συμπερίληψη στην κατηγορία των πελατειακών σχέσεων τόσο της ατομικής εκδούλευσης όσο και της εύνοιας προς κοινωνικές ομάδες. Ενώ όμως στην πρώτη περίπτωση ο πολιτευτής-πάτρωνας αναδεικνύεται στον ισχυρό παράγοντα αυτής της σχέσης, στη δεύτερη μπορεί να ισχύει το αντίστροφο: δηλαδή να πρόκειται για ορισμένα ισχυρά συλλογικά συμφέροντα τα οποία δύνανται να επιβάλλουν τη θέλησή τους. Αν ισχύει αυτό, τότε δεν έχουμε μια ανίσχυρη κοινωνία ενώπιον μιας ισχυρής πολιτικής ελίτ, αλλά «οι πολιτικοί μπορεί θαυμάσια να είναι δέσμιοι ενός θηρίου που είτε οι ίδιοι είτε οι προκάτοχοί τους (από σχέδιο ή ενδοτικότητα) εξέθρεψαν» (σ. 21).
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι χαρακτηριστικό πως τα τρία σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής διοίκησης –η μη προσήλωση στην επίτευξη αποτελεσμάτων, η διάχυση ευθυνών κι ο ελλιπής έλεγχος, η χαλαρότητα του μηχανισμού κινήτρων και κυρώσεων– εξηγούνται καλύτερα από τη συστηματική άσκηση πίεσης του ίδιου του σώματος των δημοσίων υπαλλήλων, παρά από τις πελατειακές σχέσεις που πρέπει να θεωρηθούν ως παρεπόμενο στοιχείο και όχι η ρίζα του προβλήματος. Ο Ιορδάνογλου στηρίζει αυτό το συμπέρασμα στις σχετικές εκθέσεις εμπειρογνωμόνων βάσει των οποίων επιδείνωση και μάλιστα σημαντική του έργου της δημόσιας διοίκησης επήλθε, κατόπιν επίμονων σχετικών διεκδικήσεων, με την υιοθέτηση του Ενιαίου Μισθολογίου (1984) και του Ενιαίου Βαθμολογίου (1986), οπότε αποσυνδέθηκε αντίστοιχα ο μισθός από την απόδοση και ο βαθμός από τη θέση ευθύνης. Βέβαια, εδώ τίθενται κάποια εννοιολογικά ζητήματα που σηκώνουν πολλή συζήτηση: η δημοσιοϋπαλληλία δεν είναι τμήμα του ίδιου του κράτους;
Εν πάση περιπτώσει, ίσως σημαντικότερο είναι το συμπέρασμα που προκύπτει από τη μελέτη όλων των διαθέσιμων στοιχείων: εάν βασικό κριτήριο για την αποτίμηση του μεγέθους του κράτους είναι η απασχόληση στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού, τότε το ελληνικό κράτος ήταν μικρό μέχρι τη Μεταπολίτευση και παρότι μεγάλωσε σημαντικά έκτοτε –αναλαμβάνοντας όμως και πολλές επιπλέον λειτουργίες–, κινείτο σταθερά χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ή περί αυτόν. Επομένως, από αυτή την άποψη δεν μπορεί να θεωρηθεί «υπερτροφικό». Ούτε όμως και από την άποψη των δημοσίων δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ, καθώς συγκριτικά με τα ευρωπαϊκά δεδομένα το ποσοστό αυτό ήταν μικρό μέχρι και τη δεκαετία του ’80 οπότε σημειώθηκε απότομη αύξηση. Έκτοτε κυμαίνεται στο μέσο όρο και παραπάνω, αλλά σχετικά λίγο παραπάνω. Όμως, κατά το συγγραφέα η επικέντρωση στο μέγεθος καθαυτό του Δημοσίου είναι αποπροσανατολιστική εφόσον το ουσιώδες ερώτημα είναι εάν το συγκεκριμένο μέγεθος του μπορεί να στηριχθεί από την ελληνική οικονομία και το φορολογικό σύστημα και εάν είναι παραγωγικό. Αυτό είναι το κρίσιμο: το ελληνικό κράτος είναι υπερβολικά ακριβό σε σχέση με το εύρος και την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρει.
Το ελληνικό κράτος είναι υπερβολικά ακριβό σε σχέση με το εύρος και την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρει.
Το μεταπολιτευτικό κράτος, διαπιστώνει ο Ιορδάνογλου, είναι επιπλέον ανίσχυρο έναντι της κοινωνίας (θεωρούμενη ως οργανωμένα συλλογικά συμφέροντα) με την έννοια ότι δεν αντιδρά στις πιέσεις που δέχεται για την ικανοποίηση συντεχνιακών αιτημάτων που τίθενται σε βάρος του γενικού συμφέροντος, παρά μόνον αν η κατάσταση φτάσει στο απροχώρητο (π.χ. 1985, 2010) ή εξαναγκάζεται να εφαρμόσει νομοθεσία της ΕΕ ή αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων. Σπανίως μπορεί να δείξει ισχυρή θέληση εάν πρόκειται για στόχο μεγάλης εμβέλειας, όπως η ένταξη στην ΟΝΕ. Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το κράτος ως «ασυνάρτητη μηχανή που χρησιμοποιούσε τους πόρους που είχε ή δεν είχε για να κατευνάσει, όχι να συγκεράσει ή να συντονίσει» (σ. 84). Στην ίδια γραμμή σκέψης, αμφισβητείται η θέση περί κομματοκρατίας. Δεν είναι ότι τα κόμματα έχουν αλώσει ολόκληρη την κοινωνία στην οποία παντού θα εντοπίσουμε εγκάθετούς τους που την ελέγχουν ασφυκτικά. Στην πραγματικότητα, τείνει να συμβαίνει περισσότερο το αντίστροφο, δηλαδή ότι εκπρόσωποι (των πιο ισχυρών) ομάδων συμφερόντων επιβάλλονται στα κόμματα και τα καθιστούν δέσμια των αιτημάτων τους.
Αναλόγως, ο Ιορδάνογλου βρίσκει προβληματική την εικόνα μιας «ασθενούς» κοινωνίας πολιτών, η οποία σε μια κανονιστική προοπτική, έχει οριστεί έτσι ώστε να μην περιλαμβάνει τα οικονομικά συμφέροντα (αλλά συγκροτείται από ΜΚΟ, οικολογικές οργανώσεις, δίκτυα αλληλεγγύης κ.ο.κ.). Αυτή μεν μπορεί να είναι ασθενής, αλλά έτσι λανθάνει η ιδέα ότι συνολικότερα η κοινωνία είναι ασθενής, κάτι που δεν ισχύει. Επομένως, εδώ χρειάζεται μια συνολική αναθεώρηση της σχέσης κράτους-κομμάτων-κοινωνίας η οποία να είναι πιο προσεκτική, να εκκινεί από την εμπειρική πραγματικότητα έτσι όπως αυτή μπορεί να ερμηνευθεί με βάση τα δεδομένα, κι όχι από ένα γενικευτικό, κανονιστικό σχήμα.
Μολονότι αυτό είναι επιτακτικό να γίνει, νομίζουμε ότι ο Ιορδάνογλου με τη σειρά του τείνει να υποτιμά δύο αλληλένδετα στοιχεία. Πρώτον, η θέση περί κομματοκρατίας δεν καταρρίπτεται ολοκληρωτικά εάν διατυπωθεί αντεστραμμένη, δηλαδή αν θεωρήσουμε πως είναι η κοινωνία με τη μορφή των οργανωμένων συμφερόντων που έχει αποικίσει τα κόμματα. Κι αυτό διότι μείζον εξακολουθεί να παραμένει το πόσα πολλά διαμεσολαβούνται από τα κόμματα, όπως κι αν θεωρηθούν αυτά, και κατά προέκταση το πώς παρακάμπτεται ή στρεβλώνεται η λειτουργία των θεσμών, μέσω αυτού του κυκλώματος. Εξίσου, το να θεωρηθεί το κράτος σχετικά μικρό και κυρίως ανίσχυρο μπορεί να είναι ορθό ως ένα βαθμό, αλλά υπάρχει ο κίνδυνος αυτή η θέση να λειτουργήσει επίσης παραπλανητικά στο μέτρο που συσκοτίζει τη διαιώνιση του κρατισμού, με την έννοια ότι διά του κράτους συμβαίνουν σχεδόν τα πάντα, ακόμη κι αν αυτό συμβαίνει ενάντια στο δημόσιο συμφέρον. Δεύτερον, η ενίσχυση της κοινωνίας πολιτών είναι επιτακτικότερη από ποτέ, ακριβώς επειδή μόνο και μόνο μέσω της επιρροής που θα ασκούσε στη δημόσια θεματολογία και διαβούλευση θα λειτουργούσε ως αντίβαρο κριτικά και διορθωτικά στα επιμεριστικά συμφέροντα. Εν τέλει, εάν διαγράψουμε ως αχρείαστη την έννοια της κοινωνίας πολιτών, τότε αρχίζει και η έννοια της κοινωνίας γενικότερα να γίνεται ισχνή και να μπαίνουμε στον πειρασμό να την υποκαταστήσουμε είτε, με ιδεολογικούς όρους, από την εθνική κοινότητα, είτε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα πως «η κοινωνία δεν υπάρχει» (παρά μόνον εγωιστικά ατομικά και συλλογικά συμφέροντα). Παρά αυτές τις επιφυλάξεις, το δοκίμιο αυτό ανοίγει μια σοβαρή και –προσδοκούμε– γόνιμη συζήτηση.
Κράτος και ομάδες συμφερόντων
Μια κριτική της παραδεδεγμένης σοφίας
Χρυσάφης Ι. Ιορδάνογλου
Εκδόσεις Πόλις 2013
Σελ. 134, τιμή € 10,00
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΧΡΥΣΑΦΗ Ι. ΙΟΡΔΑΝΟΓΛΟΥ