Περί ΠΑΣΟΚ
Του Σωτήρη Βανδώρου
Επιτομή του ανορθολογισμού, μόνιμη πηγή παθογένειας, αιτία όλων των δεινών: Για πολλούς το ΠΑΣΟΚ, αν όχι αποκλειστικά, πάντως κατά κύριο λόγο, βαρύνεται για την κατάντια της οικονομικής μας κατάστασης αλλά και του πολιτικού συστήματος, εν τέλει για όλα τα στραβά της Μεταπολίτευσης. Έτσι, οι παλαιές προσεγγίσεις περί λαϊκισμού, πελατειακών σχέσεων, κρατισμού κ.ο.κ. (όχι ότι είναι ανυπόστατες) ανακυκλώνονται συνθηματικά και καταχρηστικά εν μέσω της κρίσης που διερχόμαστε και της όξυνσης των παθών που αυτή επιφέρει.
Όμως αυτό δεν μας κάνει σοφότερους. Από αυτή την άποψη είναι ευτύχημα που διαθέτουμε πλέον μια ευσύνοπτη ανάλυση της εξέλιξης του ΠΑΣΟΚ από τη σύστασή του έως και σήμερα, η οποία επομένως αποτιμά την πορεία του και μετά το 2009, αλλά και αναδρομικά τα προηγούμενα χρόνια υπό φως των δραματικών γεγονότων που εκτυλίχθηκαν με το ξέσπασμα της κρίσης χρέους. Δεν είναι ότι απλώς ανανεώνει και καθιστά επίκαιρη την εκτενή περί το ΠΑΣΟΚ βιβλιογραφία, που είναι άλλωστε με διαφορά το πιο πολυμελετημένο ελληνικό κόμμα, αλλά ότι συνδιαλεγόμενο κριτικά με αυτήν, πότε άμεσα πότε έμμεσα, ανθίσταται σε σχηματικές ερμηνείες, όπως εξίσου ανθίσταται στον πειρασμό να αναγάγει την εκλογική καταβαράθρωση του κόμματος το 2012 και κυρίως τις δυσοίωνες ενδείξεις για το πολιτικό του μέλλον στη συγκυρία και απλώς σε άστοχες επιλογές ως προς τη διαχείριση της κρίσης.
Πρόκειται για το ΠΑΣΟΚ, η άνοδος και η πτώση (;) ενός ηγεμονικού κόμματοςπου συνέγραψαν δύο πολιτικοί επιστήμονες της νεότερης γενιάς, ο διδάκτορας Χρύσανθος Τάσσης και ο υποψήφιος διδάκτορας Κώστας Ελευθερίου. Εάν το ΠΑΣΟΚ, που γιορτάζει (;) αυτές τις μέρες 39 χρόνια βίου, εξακολουθεί να μας ενδιαφέρει τόσο πολύ είναι ακριβώς επειδή επί μακρόν υπήρξε, όπως λέει και ο τίτλος του βιβλίου, ηγεμονικό και κατά προέκταση ο απολογισμός των πεπραγμένων του συνιστά προνομιακή πρόσβαση στον κριτικό αναστοχασμό του ελληνικού κομματικού και πολιτικού συστήματος, όρος αναγκαίος για τη μακροπρόθεσμη υπέρβαση της κρίσης. Ο ηγεμονικός χαρακτήρας του δεν συνίσταται απλώς στο γεγονός ότι κυβέρνησε για μεγάλα διαστήματα, αλλά, μεταξύ άλλων, ότι επηρέαζε αποφασιστικά τη δημόσια θεματολογία, επέβαλλε τις πολιτικές αρχές και αξίες του έτσι ώστε ακόμη κι όταν βρισκόταν στην αντιπολίτευση αυτές φάνταζαν εύλογες κι ενδεδειγμένες κι έπειθε ότι διέθετε ικανό πολιτικό προσωπικό και κατά προέκταση «κατάλληλη» ηγεσία. Ωστόσο, εκείνο το στοιχείο ηγεμονίας που οι συγγραφείς ξεχωρίζουν και το οποίο καθιστούν κεντρικό άξονα στην ανάλυσή τους είναι ότι καθιέρωσε το οργανωτικό του μοντέλο ως πρότυπο για τα υπόλοιπα κόμματα που το ανταγωνίζονταν.
Έτσι, οι Ελευθερίου και Τάσσης κάνουν μια επιλογή που αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος καίρια και παραγωγική: Εξετάζουν συστηματικά την εξέλιξη της οργάνωσης του κόμματος, δηλαδή του πολιτικού τόπου στον οποίο «συμπυκνώνονται τα ιδεολογικά και πολιτικά διακυβεύματα και οι αντιφάσεις μιας δεδομένης περιόδου, οι μεταβολές στο ιδεολογικό και προγραμματικό επίπεδο, η πρόταση διακυβέρνησης ενός κόμματος και οι κοινωνικές του αναφορές». Εν προκειμένω απορρίπτονται προσεγγίσεις που υπερτονίζουν τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής, ενώ αντίθετα η ανάλυση συνδέεται με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Πιο συγκεκριμένα, αξιοποιούν ως ερμηνευτικό εργαλείο την καθιερωμένη στη διεθνή βιβλιογραφία έννοια του «κόμματος του καρτέλ» υιοθετώντας ως πιο δόκιμη για τις ανάγκες του δοκιμίου τους την απόδοσή της ως «κόμμα του κράτους». Συνοπτικά, βασικό χαρακτηριστικό αυτού του οργανωτικού τύπου είναι η αλληλοδιείσδυση κι αλληλεξάρτηση κόμματος και κράτους. Οι κρατικές υποθέσεις καθίστανται η νομιμοποιητική βάση για τη διατήρηση του κόμματος στην εξουσία και είναι το κράτος που παρέχει τους αναγκαίους πόρους για την κομματική αναπαραγωγή. Σταδιακά, ο ρόλος των οργανώσεων του κόμματος, ιδίως των τοπικών, υποβαθμίζεται και γενικότερα η εσωκομματική ζωή χάνει τη σημασία της, ενώ αντίθετα είναι οι επαγγελματίες της επικοινωνίας και κάθε είδους τεχνοκράτες που αναλαμβάνουν σημαντικούς ρόλους. Πράγματι, η βασική θέση του βιβλίου είναι ότι το ΠΑΣΟΚ διαγράφει μια πορεία η οποία εμπεριέχοντας, βέβαια, αντιφάσεις κι αμφιταλαντεύσεις, εκκινεί από την κοινωνία και καταλήγει στο κράτος, μεταβάλλοντας κατά τη διαδικασία αυτή τα χαρακτηριστικά του όλο και περισσότερο και ξεκάθαρα από αυτά του κόμματος μαζών και πολυσυλλεκτικού κόμματος σε κόμματος του κράτους. Δύο θεμελιώδη εγχειρήματα της Μεταπολίτευσης, η «αλλαγή» και ο «εκσυγχρονισμός», σχεδιάζονται, προωθούνται και υλοποιούνται κυρίως χάρη στο ΠΑΣΟΚ, ακόμη κι όταν εκείνο δεν βρίσκεται στην κυβέρνηση. Είναι η ικανότητά του να συγκροτεί δυναμικές κοινωνικές συμμαχίες σε συνδυασμό με την επίκληση του αντιδεξιού επιχειρήματος –πολύτιμο εργαλείο στην αντιμετώπιση της αντίφασης προγραμματικής μετριοπάθειας και ριζοσπαστικής ρητορείας– που το έκαναν να διαφοροποιείται από τη Νέα Δημοκρατία, ακόμη κι όταν οι προγραμματικές συγκλίσεις μεταξύ τους ήταν πολλές κι ουσιαστικές.
Εδώ τηλεγραφικά μόνον θα αναφερθούμε στις οργανωτικές μεταβάσεις του ΠΑΣΟΚ. Την ιδρυτική του περίοδο κυριαρχεί το πρόταγμα της αυτοοργάνωσης και η προσδοκία για δημοκρατικές, συμμετοχικές εσωκομματικές διαδικασίες, κάτι που λογίζεται ως όρος για τον εκδημοκρατισμό του ίδιου του κράτους. Υπ’ αυτή την έννοια η υπέρβαση του προδικτατορικού μοντέλου συνυφαίνεται με τη δια-μόρφωση ενεργών πολιτών και η ιδιότητα του πολίτη νοηματοδοτείται σχεδόν αποκλειστικά μέσω της συμμετοχής σε κόμματα. Ωστόσο, πολύ νωρίς, ήδη κατά την περίοδο εσωτερικών συγκρούσεων και διασπάσεων του 1975-77, η δημοκρατική λειτουργία υποτάσσεται στο στόχο της μαζικοποίησης, ενώ επιπλέον, κατά τους συγγραφείς, εκδηλώνονται ήδη σε ατελή, έστω, μορφή τάσεις επαγγελματοποίησης και τεχνοκρατικής λογικής τις οποίες προωθεί ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου. Είναι ο στόχος της κατάληψης της εξουσίας που προοδευτικά ενισχύει αυτές τις τάσεις και καθιστά σταδιακά ως αχρείαστες ή και «ενοχλητικές» εσωκομματικές διαδικασίες και διαβουλεύσεις στο βαθμό που δεν κατατείνουν στην αποκρυστάλλωση μιας «ενιαίας» αντίληψης.
Από το 1981 και την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ το κόμμα μετεξελίσσεται από αντιπολιτευτική οργάνωση σε οργάνωση εξουσίας κι ο «έλλογος και δημοκρατικός πολίτης» σε «κομματικό οπαδό». Στην ουσία έχουμε πλέον μεταφορά του κέντρου βάρους από το κόμμα στο κράτος και τη συνακόλουθη εργαλειοποίηση της κομματικής οργάνωσης. Ωστόσο, ακριβώς επειδή προτάσσεται το αίτημα της μαζικοποίησης (και βεβαίως της εκλογικής επιτυχίας) σε βάρος του εκδημοκρατισμού, τα προδικτατορικά πελατειακά δίκτυα αντί να διαλυθούν «εκσυγχρονίζονται» με το ΠΑΣΟΚ να αναλαμβάνει σε γραφειοκρατική βάση την οργάνωση και την ικανοποίηση των σχετικών αιτημάτων τους (βλ. «Γραφείο Αλληλεγγύης»). Είναι βέβαια προφανές πως η περιθωριοποίηση του διαλόγου και της κριτικής ευνοεί την κομματική ελίτ. Ωστόσο, είναι τη δεκαετία του ’90 που θα ολοκληρωθεί πλήρως η αποκοπή της οργανωμένης βάσης από τη διαμόρφωση της πολιτικής κατεύθυνσης και φυσιογνωμίας του κόμματος. Ήδη από το 1993 το βάρος της προεκλογικής εκστρατείας μετατίθεται στους ειδικούς της πολιτικής επικοινωνίας, ενώ στην τελευταία κυβέρνηση Α.Παπανδρέου συμμετέχουν κατεξοχήν στελέχη με τεχνοκρατικό προφίλ. Αυτές οι τάσεις «απεξάρτησης» από την κομματική βάση ενισχύονται κι από τους όρους λειτουργίας των ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης, κυρίως της τηλεόρασης, καθώς αυξάνουν σημαντικά τις οικονομικές απαιτήσεις μιας επιτυχημένης προεκλογικής εκστρατείας τόσο για το κόμμα, όσο και για τους υποψήφιους βουλευτές, ενώ τα ΜΜΕ ως δίαυλοι μετάδοσης του πολιτικού μηνύματος τείνουν να περιθωριοποιήσουν τη συμβατική κομματική κινητοποίηση, επιτείνοντας έτσι την περιθωριοποίηση των κομματικών οργανώσεων. Επομένως, κι αυτό αντικρούεται με πολλές κοινές παραδοχές, η μετάβαση από την εποχή Παπανδρέου στην εποχή Σημίτη δεν συνιστά μια δραματική αλλαγή, μολονότι από την πλευρά της «εκσυγχρονιστικής» αφήγησης έχουμε μια ουσιώδη μετατόπιση από το λαϊκισμό και τις πελατειακές σχέσεις στον εκσυγχρονισμό, δηλαδή στο γενικότερο εξορθολογισμό κι εξευρωπαϊσμό της άσκησης κυβερνητικής πολιτικής. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η οκταετία Σημίτη δεν μεταβάλλει την κατεύθυνση που ήδη είχαν πάρει οι εσωκομματικές εξελίξεις, περισσότερο τους δίνει μια απερίφραστη και οριστική μορφή.
Είναι εξίσου ενδιαφέρον ότι από το 2004, όταν αναλαμβάνει την ηγεσία του κόμματος ο Γιώργος Παπανδρέου κι εξαιτίας του συμβολικού φορτίου του ονόματός του και της δυσφορίας που προκάλεσε η ήττα στις εθνικές εκλογές του ίδιου έτους, αναπτύσσεται μια ρητορική «επιστροφής στο κόμμα» και στη «συμμετοχική δημοκρατία», η οποία ωστόσο παρασάγγας απέχει από την πολιτική πράξη. Δηλαδή, το «άνοιγμα» του κόμματος, οι διαδικασίες διαβούλευσης, το «opengov» κ.ο.κ. πραγματοποιήθηκαν εντελώς προσχηματικά και στην ουσία επέφεραν το αντίθετό τους, δηλαδή τη σε βαθμό παροξυσμού ενίσχυση του προέδρου και της περί τον ίδιο ηγετικής ομάδας και την πλήρη διάλυση της εσωκομματικής ζωής. Έτσι, όταν ξέσπασε η κρίση χρέους με το ΠΑΣΟΚ και πάλι στην κυβέρνηση, δεν μπορούσε πλέον να κάνει αυτό το οποίο είχε παγιώσει με την ίδια του την οργανωτική μετεξέλιξη, δηλαδή την εν πολλοίς πελατειακή διανομή κρατικών πόρων, ενώ το κόμμα είχε μείνει αδειανό κέλυφος και δεν υπήρχαν προϋποθέσεις για τη συγκρότηση οποιουδήποτε πολιτικού σχεδίου. Εν πάση περιπτώσει κανένα κομματικό στέλεχος που είχε αποκλειστεί από την κομματική ελίτ (η οποία αυτοαναπαραγόταν ακριβώς μέσω της διαχείρισης και του ελέγχου των κρατικών πόρων) δεν είχε τη δύναμη αλλά πριν από όλα τη θέληση να στηρίξει αντιδημοφιλείς επιλογές, ιδίως μάλιστα όταν και πάλι η κομματική ηγεσία δεν μετέφερε τις όποιες επιλογές στο εσωτερικό του κόμματος, αλλά τις εμφάνισε, απολίτικα, ως επιβεβλημένο μονόδρομο. Την ίδια στιγμή, οι σχέσεις με την κοινωνία είχαν διαρραγεί πλήρως και δεν υπήρχε επομένως η αναγκαία διαμεσολάβηση που θα μπορούσε να επιφέρει οτιδήποτε άλλο από ένα μείγμα άστοχων κι απονομιμοποιημένων πολιτικών αποφάσεων που οδήγησαν και στην εκλογική κατάρρευση του 2012. Η ηγεσία Βενιζέλου δείχνει, ως εάν να μην μπορεί να κάνει την ελάχιστη (αυτο)κριτική ανάγνωση των γεγονότων, να συνεχίζει οργανωτικά στην ίδια κατεύθυνση που χάραξε η προηγούμενη, δηλαδή στην προσπάθεια εμπέδωσης μιας μονοκρατορικής εξουσίας με υποβάθμιση κι απαξίωση κάθε ουσιαστικής συλλογικής διαδικασίας και κριτικής φωνής, επιλέγοντας για το ΠΑΣΟΚ να εξακολουθεί να παίζει, σε καρικατούρα, πια, το ρόλο του κόμματος του κράτους.
Εάν έχουμε κάτι επιπλέον να αναρωτηθούμε σε σχέση με αυτή την ανάλυση, που μας καλεί να σκεφτούμε πώς μπορεί να αποκατασταθεί η προβληματική σχέση κοινωνίας-κομμάτων-κράτους που βιώνεται πια, με καταλύτη την οικονομική κρίση, ως κρίση δημοκρατίας, είναι σε συνάφεια με μια ιδέα που λανθάνει παρά διατυπώνεται ξεκάθαρα σ’ αυτό το δοκίμιο. Έστω ότι το ΠΑΣΟΚ δεν ανέπτυσσε από αρκετά νωρίς κυβερνητικές φιλοδοξίες και δεν υιοθετούσε οργανωτικές τάσεις προσίδιες προς το κόμμα του κράτους, αλλά ανέπτυσσε ουσιαστικά, όχι προσχηματικά, δημοκρατικές, διαβουλευτικές, εσωκομματικές διαδικασίες. Ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα; Μήπως θα μετατρεπόταν σε ένα μικρό, ασήμαντο εκλογικά κόμμα; Μήπως και πάλι, ως δημοκρατικό και νομιμοποιημένο διαδικαστικά αποτέλεσμα δεν θα είχαμε ένα ανάλογο μείγμα κατακερματισμένων, πελατειακών πολιτικών; Διότι, χωρίς να υπονοούμε ότι υφίσταται κάποιου είδους ιστορική νομοτέλεια, δυσκολευόμαστε να φανταστούμε στα συμφραζόμενα του 1974 το πολιτικό υποκείμενο «έλλογος και δημοκρατικός πολίτης» να μπορεί να σκέφτεται και να δρα ως εάν να κουβαλά μια μακρά δημοκρατική παράδοση, ιδίως μάλιστα όταν δεν υπήρχουν ισχυρά κοινωνικά και θεσμικά αντίβαρα προς τα νεοπαγή κόμματα (κοινωνία πολιτών). Ίσως όμως αυτή είναι μια ερώτηση για το παρόν και το μέλλον.
* Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
ΠΑΣΟΚ. Η άνοδος και η πτώση (;) ενός ηγεμονικού κόμματος
Κώστας Ελευθερίου, Χρύσανθος Τάσσης
Πρόλογος Μιχάλης Σπουρδαλάκης
Εκδόσεις Σαββάλα 2013
Τιμή € 11,70, σελ. 230