
Του Σωτήρη Βανδώρου
Ο Ούλριχ Μπεκ είναι ένας από τους δυο-τρεις επιφανέστερους Γερμανούς διανοούμενους μετά τον Γιούργκεν Χάμπερμας. Η εξέλιξη της ευρωπαϊκής ενοποίησης τον ενδιαφέρει επιστημονικά και πολιτικά. Είναι, άλλωστε, μέλος και της Ομάδας Σπινέλλι που συστάθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την προώθηση του ευρωπαϊκού ομοσπονδισμού. Στο δοκίμιό του Η Γερμανική Ευρώπη που στην ελληνική έκδοση έχει τον τίτλο Από τον Μακιαβέλλι στη Μερκιαβέλλι καταπιάνεται με την κρίση της ευρωζώνης, διερωτώμενος ευρύτερα για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης με έμφαση στο ρόλο που διαδραματίζει η χώρα καταγωγής του. Ο Μπεκ είναι ευρύτερα γνωστός για τη θεώρησή του περί της «κοινωνίας της διακινδύνευσης».
Μπορεί η δημόσια συζήτηση να περιστρέφεται γύρω από ελλείμματα και χρέη, αλλά το μείζον ερώτημα είναι πόσο αλληλέγγυα μπορεί είναι η Ευρώπη.
Η κοινωνία της διακινδύνευσης βιώνει το ενδεχόμενο σοβαρών, ανθρωπογενών καταστροφών (ένα πυρηνικό ατύχημα, μια κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος κτλ.) που συνιστούν αποτέλεσμα της ίδιας της ανάπτυξης του βιομηχανικού και μεταβιομηχανικού κόσμου και η οποία μαθαίνει να ζει και να πράττει υπολογίζοντας απρόβλεπτες ως προς το χρόνο εκδήλωσης και τις συνέπειές τους απειλές –έμμεσες, μη σκόπιμες και άδηλες– ως προς την ασφάλεια και την ευημερία της. Περιττό να ειπωθεί, η κρίση που ξέσπασε στην ΕΕ και η οποία δημιούργησε μια πρωτοφανή κατάσταση αβεβαιότητας και μη προβλεψιμότητας ως προς το πώς μπορεί να ελεγχθεί και χωρίς να αποκλείονται σενάρια καταστροφής που περιλαμβάνουν χρεοκοπία κρατών, διάλυση της Ευρωζώνης, ακόμη και της ίδιας της Ένωσης, μπορεί να ιδωθεί με όρους διακινδύνευσης.
Για τον Μπεκ η κρίση είναι κατεξοχήν πολιτική, καθώς έχει δημιουργηθεί ένα ρήγμα Βορρά και Νότου στην ΕΕ το οποίο βαθαίνει ολοένα περισσότερο και το οποίο, σε συνδυασμό με την οικονομική δυσπραγία και τις αστοχίες της ευρωπαϊκής και εθνικών μεταναστευτικών πολιτικών που υποθάλπουν την ξενοφοβία, ακόμη και τη βία, αρχίζει να θέτει σε αμφιβολία τη μακροημέρευση όχι μόνο του ευρώ, αλλά των ίδιων των ευρωπαϊκών αξιών: της ελευθερίας, της ανεκτικότητας, της ανοιχτότητας στον κόσμο. Μπορεί η δημόσια συζήτηση να περιστρέφεται γύρω από ελλείμματα και χρέη, αλλά το μείζον ερώτημα είναι πόσο αλληλέγγυα μπορεί και οφείλει να είναι η Ευρώπη.
Ο υπερεθνικός χαρακτήρας των προβλημάτων
Εν προκειμένω, ο υπερεθνικός χαρακτήρας της ιδέας της διακινδύνευσης (με την έννοια ότι τα προβλήματα στα οποία αναφέρεται δεν μπορούν να επιλυθούν στα όρια ενός κράτους) καθίσταται ξεκάθαρος, επιπλέον δε θα μπορούσε να λειτουργήσει απελευθερωτικά, ωθώντας δηλαδή την πολιτική στην αποδέσμευση από παλιούς κανόνες και θεσμικά δεσμά. Ωστόσο, λέει ο Μπεκ, υπάρχει σχέση έντασης μεταξύ της λογικής της διακινδύνευσης και της λογικής της δημοκρατίας. Στο πεδίο της παγκόσμιας διακινδύνευσης προκύπτει η ανάγκη γρήγορης δράσης η οποία απειλεί να θέσει εκτός ισχύος τους κανόνες της δημοκρατίας: «η ρητορική της απειλής είναι πάντα μια ρητορική ανάληψης της εξουσίας». Έτσι, διανοίγονται δύο προοπτικές. Η μία είναι η συνέχιση της δημοκρατικής συνεργασίας όπως προέκυψε μεταπολεμικά κι οδήγησε σε μια ευημερούσα και ειρηνική Ευρώπη. Η άλλη σηματοδοτεί ούτε λίγο ούτε πολύ την πορεία προς το τέλος της δημοκρατίας, πορεία που προλειαίνεται από τις τεχνοκρατικές απαντήσεις στην κρίση: για τη νομιμοποίηση των υποτιθέμενα αναγκαίων μέτρων γίνεται επίκληση της επαπειλούμενης καταστροφής κι απαξιώνεται κάθε αντιπολίτευση. «Έχουμε, δηλαδή, υπό την έννοια αυτή, μια απολυταρχική κυβέρνηση». Βεβαίως, δεν επιθυμούμε –και σίγουρα όχι ο Μπεκ– να υποβιβάσουμε αυτόν τον προβληματισμό σε ένα δίλημμα του τύπου «δημοκρατία (με πιθανή καταστροφή) ή λύση (με πιθανή απώλεια της δημοκρατίας)». Το διακύβευμα είναι πώς θα μετασχηματιστεί η Ευρωπαϊκή Ένωση έτσι ώστε η εθνοκρατική θέσμιση και αντίληψη να μην αποτελεί εμπόδιο στη βέλτιστη αντιμετώπιση της απειλής, την ίδια στιγμή που η μεταβίβαση εθνικής κυριαρχίας π.χ. όσον αφορά την άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής στο ευρωπαϊκό επίπεδο θα γίνει, τυπικά και ουσιαστικά, με δημοκρατικό τρόπο. «Οι αρχιτέκτονες της Ευρώπης βρίσκονται επομένως σε μια δύσκολη θέση: στη μάχη για περισσότερη Ευρώπη, συχνά αυτά που υπαγορεύονται από τον κίνδυνο απαγορεύονται από το νόμο».
Όμως, πώς τοποθετείται, κατά τον συγγραφέα πάντα, η Γερμανία αναδειχθείσα εν μέσω κρίσης, αρχικά μη ηθελημένα και μη προγραμματισμένα, ως ηγέτιδα δύναμη της ΕΕ; Ο Μπεκ εκτιμά ότι η πολιτική της καγκελαρίου Μέρκελ σταδιακά έλαβε τα χαρακτηριστικά ενός πιο συνειδητού σχεδιασμού τον οποίο αποκαλεί, με αναφορά στο συνδυασμό υποδείξεων του Μακιαβέλλι για τις ευκαιρίες που προκύπτουν για τον ηγεμόνα σε περίοδο κρίσης, και της συνθήκης της διακινδύνευσης, Μερκιαβελλικό. Σε τι συνίσταται ο Μερκιαβελλισμός της Μέρκελ; (1) Δεν παίρνει θέση στη διαμάχη μεταξύ των «αρχιτεκτόνων της Ευρώπης» (που επιθυμούν μεταβίβαση περισσότερων εξουσιών στην ΕΕ) και των εθνοκρατιστών. Αφήνει και τα δύο ενδεχόμενα ανοιχτά, την ίδια στιγμή που συνάπτει τη δανειοδοτική προθυμία της Γερμανίας με την προθυμία των κρατών-οφειλετών να εκπληρώσουν τους όρους που θέτει η γερμανική πολιτικής σταθερότητας. Αυτό ταυτόχρονα προωθεί κι αποκρύπτει την άνοδο της Γερμανίας στην ηγεσία της Ευρώπης. (2) Γενικότερα, εμφανίζει αναποφασιστικότητα, η φαινομενικά απολίτικη στάση του να μην κάνεις τίποτε –άλλοι το ονομάζουν έλλειψη στρατηγικής–, η οποία ωστόσο εμπεριέχει ένα δυναμικό εκβίασης που πηγάζει από τη λογική της διακινδύνευσης: είναι η στρατηγική της άρνησης, δηλαδή να μην ενεργήσεις, να μην δανείσεις, να μην επενδύσεις. Αποτελεί, με άλλα λόγια, στρατηγική πειθάρχησης. (3) Σε προέκταση των προηγούμενων, η Μερκιαβέλλι καταφέρνει το σχεδόν ακατόρθωτο: να εμφανίζεται ότι μεριμνά για τη διάσωση του ευρώ συντασσόμενη με τους «αρχιτέκτονες» την ίδια στιγμή που στο εσωτερικό της Γερμανίας εμφανίζεται ότι μεριμνά για τα εθνικά συμφέροντα με γνώμονα τα οποία κι ενεργεί. Με μακιαβελλικούς όρους, την «φοβούνται» εκτός Γερμανίας, την «αγαπούν» εντός (ίσως ακριβώς επειδή την φοβούνται οι άλλοι Ευρωπαίοι). (4) Η επιβολή της λιτότητας ως αναγκαία για την επίτευξη σταθερότητας. Κατά τον Μερκιαβελλισμό, είναι επιτρεπτό να χαλαρώσουν ή και να καταστρατηγηθούν οι δημοκρατικοί κανόνες προκειμένου να επεκταθεί σε όλη την Ευρώπη η γερμανική πολιτική λιτότητας.
Η ορθή αντιμετώπιση της κρίσης προϋποθέτει εμβάθυνση της οικονομικής και πολιτικής ένωσης, αλλά με περισσότερη ελευθερία, αμοιβαιότητα και ισοτιμία.
Κατ’ ουσίαν, για τον Μπεκ, «το βασικό λάθος της γερμανικής πολιτικής της λιτότητας δεν έγκειται μόνο στο ότι ορίζει μονομερώς και εθνικά το ευρωπαϊκό γενικό καλό αλλά, κυρίως, στην υπεροψία να ορίζει το εθνικό συμφέρον των άλλων ευρωπαϊκών δημοκρατιών». Η ορθή αντιμετώπιση της κρίσης προϋποθέτει εμβάθυνση της οικονομικής και πολιτικής ένωσης, αλλά με περισσότερη ελευθερία, αμοιβαιότητα και ισοτιμία. Αντίθετα, η εθνική περιχαράκωση είναι μια στρατηγική αυτοκτονίας. Επομένως, πρέπει να σχεδιαστεί μια πολιτική που θα παραμένει ακλόνητα προσηλωμένη στις δημοκρατικές αξίες και θα δίνει περισσότερη δύναμη στους ευρωπαϊκούς λαούς και στους ευρωπαίους πολίτες και η οποία θα πρέπει πρωτίστως να συλληφθεί με τέτοιους όρους, δηλαδή δημιουργίας της «από τα κάτω», από τη σκοπιά ατόμων και λαών και της κοινής ευρωπαϊκής τους ταυτότητας κι όχι «από τα πάνω» ως μια επιχείρηση θεσμικής αναδιάρθρωσης.
Εκδόσεις Πατάκη 2013
Τιμή € 8,50, σελ. 158