
Του Σωτήρη Βανδώρου
Εάν το προηγούμενο διάστημα δεν διακινούνταν στη δημοσιότητα φήμες για πιθανή επιστροφή του Γιώργου Καρατζαφέρη στη Νέα Δημοκρατία, και ο ίδιος δεν έκανε μια προσεκτική δήλωση με την οποία δεν αποκλείει κατηγορηματικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο στο μέλλον, ίσως ουδείς να ασχολείτο ένα χρόνο μετά τις περσινές εθνικές εκλογές με τον Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό. Γιατί άλλωστε;
Στη Βουλή δεν εισήλθε, ενώ τη «θέση» του, κατά κάποιον τρόπο, έχουν λάβει Ανεξάρτητοι Έλληνες και Χρυσή Αυγή. Μήπως πια αποτελεί αντικείμενο ακαδημαϊκού μόνο ενδιαφέροντος; Όχι! Ακόμη κι αν βάσιμα μπορούμε να εκτιμήσουμε ως απίθανη την προοπτική να αποκτήσει ξανά κοινοβουλευτική παρουσία, ένας αναστοχασμός της 12χρονης και πλέον ζωής του είναι πολλαπλά ωφέλιμος και διδακτικός και θα εντοπίσει πιθανόν σημαντικές επιδράσεις του στο κομματικό και πολιτικό σύστημα, διαρκέστερες από την κοινοβουλευτική του διαδρομή. Αυτό ακριβώς προσφέρει με τον καλύτερο τρόπο το βιβλίο του πολιτικού επιστήμονα Στάθη Τσιρά, «Έθνος και ΛΑ.Ο.Σ.», μια εμπεριστατωμένη μονογραφία η οποία εμμέσως φωτίζει κι άλλες διεργασίες που επισυμβαίνουν στο τόσο ριζικά διαφορετικό όσο και ρευστό κομματικό σύστημα που προέκυψε ένα χρόνο πριν.
Ο συγγραφέας ξεκινά με μια επισκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας περί την άκρα δεξιά, διασαφηνίζοντας σχετικές έννοιες και περιγράφοντας βασικά ερωτήματα κι ερμηνευτικές προσεγγίσεις αναφορικά με την ιδεολογία, την πολιτική πρακτική και τη λειτουργία που έχουν στο κομματικό και πολιτικό σύστημα τα σύγχρονα ευρωπαϊκά, κυρίως, κόμματα της πιο πολυμελετημένης κομματικής οικογένειας της τελευταίας 30ετίας. Και μόνον με αυτή τη συνοπτική περιδιάβαση του πεδίου καταγράφεται ένας κόσμος πολύπλοκος κι αντιφατικός που απαιτεί από μας να είμαστε προσεκτικοί και λεπτολόγοι, π.χ. ως προς το πόσο ακραίο είναι το κάθε υπό εξέταση κόμμα και για το πότε πρέπει (για λόγους αρχής ή στρατηγικής αντιμετώπισης) να λογίζεται εντός ή εκτός δημοκρατικού «συνταγματικού τόξου».
Στη συνέχεια το βιβλίο κάνει μια ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη της ελληνικής ακροδεξίας, η οποία μολονότι έχει προγενέστερες απαρχές αναγνωρίζει ως καταγωγική της αναφορά που της προσδίδει ταυτότητα το καθεστώς της 4ης Αυγούστου του Μεταξά. Βεβαίως, ο συγγραφέας ενδιαφέρεται περισσότερο για την πορεία της από τη Μεταπολίτευση και μετά, οπότε και θεωρεί ότι διαχωρίζεται σε τρία παρακλάδια, στο εθνικοσοσιαλιστικό (Κωνσταντίνος Πλεύρης, ΕΝΕΚ, Χρυσή Αυγή), το φασιστικό-μεταφασιστικό (ΕΠΕΝ, Ελληνικό Μέτωπο του Μάκη Βορίδη), και τους βασιλόφρονες (παραδοσιακή ακροδεξιά). Επίσης, κι αυτό είναι σημαντικό, η ακροδεξιά εκφράζεται και μέσω της ΝΔ με την έννοια ότι από πολύ νωρίς επελέγη από το κύριο κόμμα της Δεξιάς μια στρατηγική απομόνωσης και μη συνεργασίας με τα αυτοτελή ακροδεξιά κόμματα με ταυτόχρονη όμως συμπερίληψη στις τάξεις της ακροδεξιών στελεχών, ενίοτε και με υιοθέτηση τμήματος της «ατζέντας» της, με ανάλογα εκλογικά οφέλη. Η ίδια η ύπαρξη του ΛΑΟΣ και η για κάποια χρόνια εκλογική και πολιτική του επιτυχία εν μέρει οφείλεται στην εγκατάλειψη αυτής της στρατηγικής από τον Κώστα Καραμανλή, όταν υιοθετώντας την περίφημη προσέγγιση του «μεσαίου χώρου» με την αντίστοιχη ηθικολογικού χαρακτήρα απαξίωση των «άκρων και των ακροτήτων» δημιούργησε δυσαρέσκεια σε τμήμα πολιτευτών αλλά κι εκλογέων της ΝΔ που τελικά εκφράστηκε το 2000 από τον (διαγραφέντα βουλευτή της ΝΔ) Γ. Καρατζαφέρη με την ίδρυση του κόμματός του.
Στο κύριο μέρος της εργασίας του, ο Τσιράς μελετά διεξοδικά τις συνθήκες δημιουργίας, τα οργανωτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά, την εκλογική πορεία, την κοινοβουλευτική παρουσία, επίσημα κείμενα και δημοσιεύματα, καθώς και την τηλεοπτική ρητορική του ΛΑΟΣ, ενώ πολύ χρήσιμα είναι και τα παραρτήματα με γραπτό και οπτικό υλικό του κόμματος όπως κι επεξεργασμένα από το συγγραφέα στοιχεία από το λόγο και τη δράση του. Για τον Τσιρά, ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι ο ΛΑΟΣ ενισχύθηκε από τη λεγόμενη ψήφο διαμαρτυρίας, και παρά τις ακραίες θέσεις που έλαβε σε σειρά ζητημάτων, εκφράζοντας λόγο ξενοφοβικό, αντισημητικό, ρατιστσικό κ.ο.κ., μετά από μια περίοδο αναζήτησης, αντιφάσεων, λαϊκιστικών μετατοπίσεων κτλ., επέλεξε ως στρατηγική επιλογή την «αποπεριθωριοποίηση» και κατά προέκταση την άρση του αντι-συστημικού χαρακτήρα του, είτε υποτεθεί ότι υπήρχε αυτός πράγματι ως πολιτική επιλογή (π.χ. φιλοχουντικές τοποθετήσεις, αυταρχική εκδοχή «νόμου και τάξης», υπεράσπιση μιας δημοψηφισματικής «δημοκρατίας» κόντρα στο διεφθαρμένο «σύστημα») είτε όχι. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα εδώ η αναλογία που εντοπίζεται με την περίπτωση του μετασχηματισμού από τον Τζιανφράνκο Φίνι του Movimento Sociale Italiano σε Alleanza Nazionale κι από ένα κόμμα που εξέφραζε τη φασιστική παράδοση σε ένα συντηρητικό, δημοκρατικών διαπιστευτηρίων κόμμα.
Μεταστροφή προς το «επίκεντρο» της πολιτικής ζωής
Η επιχείρηση αποπεριθωριοποίησης στηρίχθηκε στη φιλοτέχνηση ενός πιο μετριοπαθούς προφίλ και κυρίως της εικόνας ενός «υπεύθυνου» πολιτικού εταίρου που διακρίνεται περισσότερο για τον πραγματισμό και την αποτελεσματικότητά του, παρά για τις ιδεολογικές του εμμονές. Αυτή η μεταστροφή ενισχύθηκε από το φθινόπωρο του 2009 όταν η ΝΔ όχι μόνο πλέον δεν ήταν στην κυβέρνηση κι επομένως εύκολος στόχος, αλλά επιπλέον ο νέος της πρόεδρος επέλεξε μια σαφή μετατόπιση προς τα δεξιά, διεκδικώντας χώρο που «κάλυπτε» ο ΛΑΟΣ. Ο Καρατζαφέρης θεώρησε πως η συμμετοχή στην κυβέρνηση Παπαδήμου θα συνιστούσε ακριβώς αυτή την ευκαιρία μετάβασης από το περιθώριο στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής. Ωστόσο, όπως φάνηκε εκ του αποτελέσματος, αυτό έγινε στη χειρότερη για τον ίδιο συγκυρία: όταν εν μέσω κρίσης οι ίδιοι του οι ψηφοφόροι ήθελαν ο ΛΑΟΣ να εκφραστεί ακόμη πιο επικριτικά για την ασκούμενη πολιτική και τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις, αντί να συμπορευτεί με αυτές. Μάλιστα, θα προσθέταμε, υπήρχε το σχετικό προμήνυμα των δημοτικών εκλογών του 2010, όταν στο δήμο Αθηναίων η υποστήριξη του υποψηφίου της ΝΔ Νικήτα Κακλαμάνη δεν βοήθησε εκλογικά ούτε τον ίδιο, ούτε τον ΛΑΟΣ, αντίθετα ωφέλησε κατά κόρον τη ΧΑ που εκτοξεύτηκε στο 5,3%, εξέλεξε τον αρχηγό της δημοτικό σύμβουλο κι απέκτησε απροσδόκητη «ορατότητα» στη δημόσια σφαίρα.
Οι εκλογές του 2012, εάν διαβάσει κανείς το βιβλίο του Τσιρά και σταθμίσει τις εξελίξεις από τότε, φαίνεται να αποτελούν και το κύκνειο άσμα του κόμματος, εφόσον όλες οι συνθήκες λειτουργούν πλέον σε βάρος του: για να ανακτήσει τον πολιτικό του χώρο έχει πλέον να ανταγωνιστεί (τουλάχιστον) τη Χρυσή Αυγή, τους ΑΝΕΛ και τη ΝΔ, όντας αποψιλωμένο από τα πιο επιφανή στελέχη του (Βορίδης, Γεωργιάδης κ.ά.), έχοντας συντριπτικά λιγότερη προβολή από τα μέσα ενημέρωσης (τα οποία «βοήθησαν» καθοριστικά στις εκλογικές του επιτυχίες), διαθέτοντας πολύ λιγότερους πόρους (λόγω υποπολλαπλάσιας κρατικής επιχορήγησης) κι όντας οργανωτικά υπανάπτυκτο (εφόσον ποτέ δεν επένδυσε στην οργάνωσή του ο συγκεντρωτικός ιδρυτής κι αρχηγός του, που το διεύθυνε ως εάν να πρόκειται για μια από τις επιχειρήσεις του, όπως λέει ο συγγραφέας). Ωστόσο, αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι δεν έχει αφήσει το σημάδι του στην πολιτική μας ζωή. Ορθά προβληματίζεται ο Τσιράς, φερ’ ειπείν, για την ευκολία με την οποία ο Μάκης Βορίδης μετακινήθηκε από τη φιλοχουντική ΕΠΕΝ (με χρίσμα Γεωργίου Παπαδόπουλου) και το δικό του μεταφασιστικό Ελληνικό Μέτωπο (κατά το πρότυπο του Λεπέν) κατόπιν στον ΛΑΟΣ, μέχρι να βρεθεί υπουργός στην κυβέρνηση Παπαδήμου και σήμερα πλέον κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος και πρωτοκλασάτο στέλεχος της ΝΔ, χωρίς ποτέ να κάνει ουσιαστική αυτοκριτική ή αποκήρυξη της παλαιότερης βίαιης δράσης του (τσεκούρι) και του βίαιου, μέχρι πριν λίγα χρόνια, λόγου του («φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους»).
Γενικότερα, η σταδιακή «εξοικείωση» με και τελικά «νομιμοποίηση» ενός ακροδεξιού κόμματος από τα κύρια κόμματα και βεβαίως από το δημοσιογραφικό κόσμο, συνέβαλε σε μια συνολική μετατόπιση προς τα δεξιά, καθώς και στην εκδήλωση ακραίων πολιτικών από τις δυνάμεις του παλαιού δικομματισμού που υποτίθεται ότι αντιτίθενται στα άκρα. Εάν, ας πούμε, γίνεται κοινός τόπος η διασύνδεση της μετανάστευσης με την εγκληματικότητα και τελικά με όλα τα δεινά, και η συστηματική εκφορά ξενοφοβικού και ρατσιστικού λόγου αρχίζει να συνηθίζεται και να δικαιολογείται, τότε δεν είναι δα και τόσο αναπάντεχο, εν μέσω πρωτοφανούς οικονομικής και πολιτικής κρίσης, να θεριεύει το νεοναζιστικό μόρφωμα και οι βίαιες εκδηλώσεις του.
Έθνος και ΛΑ.Ο.Σ.
Νέα άκρα δεξιά και λαϊκισμός
Στάθης Τσιράς
Πρόλογος Νίκος Μαραντζίδης
Εκδόσεις Επίκεντρο, 2012
Τιμή € 29,50, σελ. 482