
Του Σωτήρη Βανδώρου
Είναι άχρηστο το Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ); Αξίζει τα λεφτά του το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ); Ενώ απειλείται η ίδια η ύπαρξη του πρώτου και στο δεύτερο έχουν γίνει απολύσεις και σημαντικές περικοπές κονδυλίων, έχει φουντώσει ο διάλογος για τις προοπτικές των δύο θεσμών που χρηματοδοτούνται από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Ένα κράτος που απέφυγε στο τσακ τη στάση πληρωμών με πρωτοφανή εξωτερική βοήθεια, ψάχνει απεγνωσμένα τρόπους να περιορίσει τις δαπάνες του. Πολλοί αναρωτιούνται: «Μήπως είναι αστόχαστη πολυτέλεια να χρηματοδοτούμε ως φορολογούμενοι, φερειπείν, ένα κέντρο με αντικείμενο τη μετάφραση την ίδια στιγμή που έχουμε εκατοντάδες εκδοτικούς οίκους που μεταφράζουν βιβλία, πολλά από τα οποία με εξαιρετικό αποτέλεσμα;» Τελώντας υπό καθεστώς πανικού θα απαντούσα, τ’ ομολογώ, «ας “κοπούν” τα πάντα».
Aν διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν μπορεί να αξιολογείται το έργο οποιουδήποτε φορέα «στο πόδι», συχνά μάλιστα από άσχετους, που εκκινούν από το στερεότυπο πώς ό,τι δημόσιο είναι εξ ορισμού σπάταλο κι αντιπαραγωγικό.
Ωστόσο, αν διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν μπορεί να αξιολογείται το έργο οποιουδήποτε φορέα «στο πόδι», συχνά μάλιστα από άσχετους, που εκκινούν από το στερεότυπο πώς ό,τι δημόσιο είναι εξ ορισμού σπάταλο κι αντιπαραγωγικό. Δεν χωρά αμφιβολία, βέβαια, ότι η παρασιτική λειτουργία του ελληνικού κράτους με το υπεράριθμο προσωπικό, την κοστοβόρα γραφειοκρατία και την πελατειακού τύπου σύνδεση με την κοινωνία είναι φαινόμενα που, επιτέλους, πρέπει να παύσουν. Αλλά για να μην είναι αυθαίρετες οι σχετικές έκτακτες όσο και μακροπρόθεσμες ενέργειες θα πρέπει να σταθμιστούν με βάση το (διόλου προφανές) ερώτημα «τι κράτος θέλουμε;».
Ορισμένοι έχουν πάρει φόρα κι ονειρεύονται ένα κράτος-νυχτοφύλακα του 19o αιώνα. Δηλαδή εισηγούνται να διατηρήσουμε τελικά από το κράτος σχεδόν μόνο τον λεγόμενο σκληρό πυρήνα του: αστυνομία, στρατό και δικαστήρια. Τα υπόλοιπα, υποτίθεται, μπορεί να τα κάνει καλύτερα η αγορά. Φαντάζομαι, για παράδειγμα, ότι είναι θέμα χρόνου να αρχίσουμε να συζητάμε για τα «οφέλη» του κεφαλοποιητικού συστήματος ασφάλισης και να παρακολουθούμε τους πιο δειλούς από τους πολιτικούς μας να το εισηγούνται «όχι επειδή το θέλουν πραγματικά, αλλά επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς».
Είναι όμως έτσι; Ε, λοιπόν, όχι! Κι αξίζει να παρακολουθήσουμε πιο προσεκτικά αυτά που συμβαίνουν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Το κράτος δεν ήταν αυτό που παρενέβη αποφασιστικά και διέσωσε την κατάσταση πριν καταρρεύσει το σύμπαν, όταν οι φωστήρες του τούρμπο καπιταλισμού (έχοντας αφεθεί στην ασυδοσία τους, από προηγούμενες κυβερνήσεις στο όνομα του αυτοπεριορισμού του δημοσίου) τα έκαναν μαντάρα με τα απίθανα «τοξικά ομόλογα»; Επιπλέον, ο πρόεδρος Ομπάμα αντιμετώπισε λυσσαλέα αντίδραση των οργανωμένων συμφερόντων, αλλά τελικά κατάφερε να περάσει νομοθέτημα με το οποίο θα έχουν στοιχειώδη, έστω, ιατροφαρμακευτική κι ασφαλιστική κάλυψη όλοι οι Αμερικανοί πολίτες κι όχι μόνο όσοι μπορούν να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη. Κι αυτή η απόφαση ελήφθη όχι παρά την οικονομική κρίση, αλλά εξαιτίας της.
Επομένως, το κράτος, όταν φέρεται υπεύθυνα έχει ρόλο να παίξει και το τελευταίο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να το απαξιώνουμε ως εκ των προτέρων ανίκανο. Αυτό που θα πρέπει να προσδιορισθεί είναι η ακριβής σχέση συμπληρωματικότητας προς την αγορά, αλλά κι ο έλεγχος αυτής. Και μπορεί να είναι παρωχημένη η νοοτροπία μιας γενικευμένης κρατικοδίαιτης παραγωγής κουλτούρας, αλλά η επιλεκτική και στοχευμένη υποστήριξη πολιτιστικών δράσεων με αυστηρά κριτήρια δεν θα είναι ούτε πολυτέλεια, ούτε πολύ δαπανηρή. Γιατί αμφιβάλλω αν η διάσωση του ΕΚΕΜΕΛ κοστίζει παραπάνω από όσο ένας έλικας πολεμικού ελικοπτέρου (χωρίς να συνυπολογίσουμε τη μίζα).
* Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.