
Της Σώτης Τριανταφύλλου
Things fall apart; the centre cannot hold; / Mere anarchy is loosed upon the world The Second Coming, W.B. YeatsΗ εννοιολογική αντίθεση ανάμεσα σε δεξιά και αριστερά δεν έχει αχρηστευτεί, γράφει ο Ιταλός στοχαστής Norberto Bobbio (1909-2004), αλλά συνεχίζει να φέρει αξίες και περιεχόμενα της πολιτικής που παραμένουν σημαντικά και ανεξάλειπτα. Στον πυρήνα της διάκρισης -αυτή είναι η κεντρική θέση του Bobbio- υπάρχει μια θεμελιώδης διαφωνία ως προς την ιδέα της ισότητας.
Η δεξιά επιλογή είναι η πεποίθηση ότι οι κοινωνικές ανισότητες όχι μόνο δεν μπορούν αλλά και δεν πρέπει να εξαλειφθούν: ευνοούν την τάξη, την ποικιλία και την ανάπτυξη μιας πολιτικής κοινότητας – εξάλλου, είναι σύμφωνες με την ανθρώπινη φύση. Αντιθέτως, την αριστερή στάση χαρακτηρίζει το ότι αποβλέπει στην ισότητα ή τουλάχιστον το ότι αγωνίζεται για να περιοριστούν και να συγκρατηθούν οι παράγοντες που τροφοδοτούν τις ανισότητες –άρα, τις “αδικίες”– μεταξύ των ανθρώπων. Σύμφωνα με τον Bobbio, το ιδεώδες της ισότητας παραμένει ο “πολικός αστέρας” της αριστερής ιδεολογίας. Χωρίς να εγκαταλείψει διόλου τη μάχη για τις ελευθερίες, η ευρωπαϊκή αριστερά πρέπει να υπερασπίζεται και να προωθεί τα κοινωνικά δικαιώματα με τα οποία εκφράζεται η τάση για ισότητα. Το δικαίωμα στην εκπαίδευση και στην εργασία αποβλέπουν πράγματι στον περιορισμό των ανισοτήτων που οφείλονται στην καταγωγή, στην κοινωνική θέση ή απλούστατα στη γεωγραφική μας θέση μέσα στον κόσμο. Σε μιαν εποχή διανοητικής και πολιτικής σύγχυσης, ο Bobbio επιχειρεί μια κρίσιμη εννοιολογική αποσαφήνιση και επαναπροτείνει την κεντρική αξία της παραδοσιακής ταυτότητας της ευρωπαϊκής αριστεράς. Αλλά, παρά τις αγαθές του προθέσεις, νομίζω ότι επαναλαμβάνει όρους και έννοιες που είναι καιρός να παραμεριστούν.
Πράγματι, η περί ισότητας αντίθεση είναι ακόμα εμφανής ανάμεσα στη «δεξιά» (που υποστηρίζει «έκαστος δημιουργός εαυτού τύχης») και την «αριστερά» (που συγχέει την ισότητα των ευκαιριών με την «απόλυτη» ισότητα). Πλην όμως, αυτή η αντίθεση έχει χάσει τη σημασία της – όπως έχει χάσει τη σημασία της η μαρξιστική θεωρία της ταξικής διαίρεσης και «πάλης» η οποία ίσχυε τον 19ο αιώνα όταν δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα η μεσαία τάξη.
Στο περιβάλλον της σημερινής κρίσης, οι δυο παραδοσιακές παρατάξεις, εκδηλώνουν τα πρωταρχικά τους χαρακτηριστικά. Η δεξιά είναι διασπασμένη –ευρωπαϊκή κεντροδεξιά, λαϊκή δεξιά, χριστιανική δεξιά, άκρα εθνικιστική δεξιά, νεοναζιστική «δεξιά»– αν και, στην πραγματικότητα, ο νεο-ναζισμός αποτελεί διαφορετική ποιότητα από τη «δεξιά»· είναι, θα λέγαμε, ένα έκτρωμά της.
Αν επιθυμούμε αλλαγές και βελτίωση του τρόπου της ζωής μας είναι απαραίτητη η εξεύρεση καινούργιων ιδεών και καινούργιων προσώπων που θα τις εφαρμόσουν
Άλλο «κέντρο» κι άλλο «μεσαίος χώρος»;
Έτσι κι αλλιώς, στον δεξιό χώρο συμβαίνει περίπου ό,τι συνέβαινε, εξαρχής, στον αριστερό: αμφότεροι αποτελούν συντηρητικές και αναχρονιστικές δυνάμεις, ο καθένας με τον τρόπο του. Παραλλήλως, στην Ελλάδα, γίνεται λόγος για τη σύσταση και ανάπτυξη του «κέντρου» που καταβαραθρώθηκε μετά το 1974. Αν όμως επιθυμούμε αλλαγές και βελτίωση του τρόπου της ζωής μας (δεν είμαι σίγουρη ότι επιθυμούμε) είναι απαραίτητη η εξεύρεση καινούργιων ιδεών και καινούργιων προσώπων που θα τις εφαρμόσουν. Προς το παρόν, αυτό που προσπαθεί να κάνει το «κέντρο» είναι να κρατήσει απόσταση από τα άκρα – από εκείνο το είδος fringe politics που ευδοκιμεί στην Ελλάδα διαβρώνοντας το mainstream.
Το ζήτημα όμως δεν είναι ποσοτικό, είναι ζήτημα ποιοτήτων. Αυτό το mainstream είναι που πρέπει να αλλάξει: στον 21ο αιώνα, εν μέσω καταιγιστικών αλλαγών (μερικές από τις οποίες φαίνονται ανεξέλεγκτες, «μοιραίες»), οι ιδεολογίες δεν έχουν πια καμιά ουσία και θέση. Το αδιαπέραστο όριο μεταξύ «αριστεράς» και «φιλελευθερισμού» αποτελεί φαντασίωση: οι βιώσιμες, ανθρωπιστικές και πραγματιστικές λύσεις δεν φέρουν κανένα από αυτά τα ονόματα. Ο παλιός κόσμος που χωριζόταν σε φιλελευθέρους και κρατιστές απλούστατα δεν υπάρχει. Όπως σημειώνει ο Bobbio, η σημερινή αριστερά έχει ανάγκη από τον διάλογο, τον αμοιβαίο έλεγχο, τη συμπληρωματικότητα των ευαισθησιών της φιλελεύθερης παράδοσης – θα προχωρούσα όμως λίγο μακρύτερα στον επαναπροσδιορισμό της «μεσότητας» όπως την περιγράφει ο Bobbio.
Ούτε τα «προοδευτικά» οράματα έχουν πια ουσία και θέση: τι σημαίνει «πρόοδος» σήμερα; Η απάντηση δεν είναι απλή: ο πολιτισμός έχει πάρει στραβό δρόμο και χρειάζεται, σε ορισμένους τομείς (αν όχι σε όλους), μια μορφή «αντι-προόδου». Το να αυτοκαθορίζεται κανείς ως «προοδευτικός» αποτελεί επίσης διατύπωση του 19ου αιώνα η οποία, ως συνήθως, επικράτησε στους κύκλους της ελληνικής αριστεράς σαν ιστορικό υπόλειμμα. (Σε άλλες χώρες επικράτησε σε κύκλους της δεξιάς: φαίνεται πως κανείς δεν έχει το μονοπώλιο της προόδου).
Ελληνικές ιδιαιτερότητες
Στην Ελλάδα δείχνουμε να μην καταλαβαίνουμε τίποτα από τον σύγχρονο κόσμο. Καινούργια προβλήματα (μετανάστευση, ρατσισμός, θρησκευτικός εξτρεμισμός, αποβιομηχάνιση των άλλοτε βιομηχανικών χωρών, υψηλή τεχνολογία), παλιά εσωτερικά προβλήματα (χαμηλή παραγωγικότητα, χαμηλή επιχειρηματικότητα, γραφειοκρατία, διαφθορά, ανατολίτικα ήθη) καθώς και προβλήματα εξωτερικής πολιτικής (τουρκική επιθετικότητα, σχέσεις με την ΕΕ, σχέσεις με τη Μέση Ανατολή) απαιτούν καινούργιο, πραγματιστικό και όχι ιδεολογικό βλέμμα. Το «ιδεολογικό» βλέμμα καταλήγει σε απαρχαιωμένα πολιτικά συνθήματα: για παράδειγμα, τι νόημα έχει σήμερα το σύνθημα «ψωμί, παιδεία, ελευθερία»; Μ’ αυτό διαλύθηκε η εκπαίδευση και τα πανεπιστήμια έγιναν πρότυπα κακιστοκρατίας. Τι νόημα έχει «Έξω οι βάσεις του θανάτου»; Δεν διαχειριστήκαμε προς όφελός μας τη σχέση με το ΝΑΤΟ... Όσο για τα αντιευρωπαϊκά και αντιαμερικανικά αισθήματα, διατήρησαν τη θέση της Ελλάδας κοντά στα δικτατορικά καθεστώτα και στις παραδοσιακές κοινωνίες της Μεσογείου και του Τρίτου Κόσμου απομακρύνοντάς την από πιο χρήσιμα κοινωνικά μοντέλα: όταν τόσοι άνθρωποι στην Ελλάδα θαυμάζουν τη Βενεζουέλα για τον εθνικισμό της κι όταν τόσοι άνθρωποι έλκονται από δικτατορικές και μιλιταριστικές προτάσεις όπως εκείνες της Χρυσής Αυγής και του ΚΚΕ, το «κέντρο» δεν μπορεί να είναι η διατήρηση ίσων αποστάσεων. Όλα αυτά τα πολιτικά σκουπίδια πρέπει να απορριφθούν –και όχι να ανακυκλωθούν– ώστε να διατυπωθούν καινούργιες, συγκεκριμένες προτάσεις για δομικά ζητήματα: για τα οικονομικά ελλείμματα, για την ανεργία, για το μέγεθος και τη λειτουργία του κράτους.
Το «ιδεολογικό» βλέμμα καταλήγει σε απαρχαιωμένα πολιτικά συνθήματα: για παράδειγμα, τι νόημα έχει σήμερα το σύνθημα «ψωμί, παιδεία, ελευθερία»; Μ’ αυτό διαλύθηκε η εκπαίδευση και τα πανεπιστήμια έγιναν πρότυπα κακιστοκρατίας
Αντί γι’ αυτά, οι Έλληνες –κυρίως όσοι πολιτικολογούν προχείρως και ανοήτως στο Ίντερνετ– ασχολούνται με τον γάμο μεταξύ ομοφυλοφίλων, με τους φασιστοειδείς κανόνες της πολιτικής ορθότητας, με τον στιγματισμό όσων διαφωνούν με τις ταπεινές τους «απόψεις». Κοντολογίς, αντί να υπάρχει διάλογος επί ιδεών και γεγονότων, υπάρχει «διάλογος» επί προσώπων: ακόμα και η κίνηση των 58 συζητείται στη βάση των ατόμων, τα οποία, αντί να ενθαρρυνθούν σε μια προσπάθεια εξορθολογισμού της πολιτικής μας ζωής, γίνονται αντικείμενο ειρωνικών σχολίων ή συκοφαντιών.
Η Ελλάδα είναι μία από τις τέσσερις ευρωπαϊκές πλουτοκρατίες (οι άλλες τρεις είναι η Βρετανία, η Ιρλανδία και η Πολωνία), υπό την έννοια ότι μεγαλώνει διαρκώς η αντίθεση μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Αυτή είναι η πρώτη από τις αιτίες του ελληνικού εξτρεμισμού ο οποίος αντικατοπτρίζεται στο κοινοβούλιο και στον δρόμο: καμιά «δουλειά» δεν μπορεί να γίνει σωστά όταν υποδαυλίζεται ταξικός πόλεμος, όταν τα κόμματα προσκολλώνται σε φαντασιακές ή αόριστες κοινωνικές τάξεις. Με αυτή την προσκόλληση δεν μπορεί να υπάρξει συνεργασία σε μέτρα, νόμους, πράγματα που είναι, εκ φύσεως, υπερ- ή δια-ταξικά. (Λόγου χάρη, η αιθαλομίχλη στην Αθήνα δεν είναι «ταξική» – όλοι την αναπνέουν: άρα, η λύση πρέπει να βρεθεί με διαταξική και διακομματική συνεννόηση.)
Το «κέντρο» λοιπόν δεν θα έπρεπε να είναι «κέντρο». Χρειάζεται καινούργιο γλωσσικό ιδίωμα, καινούργια αισθητική, καινούργιες εκτιμήσεις για όλα τα χρόνια ζητήματα, καινούργια μυαλά. Φοβάμαι ότι τα καινούργια μυαλά δεν σημαίνουν απαραιτήτως νεαρή ηλικία: οι νέοι στην Ελλάδα σκέφτονται σαν εσχατόγεροι ή δεν σκέφτονται καθόλου – επαναλαμβάνουν τις ιδέες των ψευτοεπαναστατών γονιών και καθηγητών τους. (Εξαιρέσεις υπάρχουν όπως σε όλες τις γενικεύσεις). Είμαστε μια κοινωνία συνταξιούχων που εκτρέφουμε τους επόμενους συνταξιούχους οι οποίοι, εν προκειμένω, δεν θα εισπράξουν ποτέ σύνταξη υπό την υλική έννοια: το αποτέλεσμα είναι η στασιμότητα, η επαναληπτικότητα, η στειρότητα που χαρακτηρίζουν τη δεξιά, την αριστερά κι εκείνο το κέντρο που αποτελείται από «κεντρώους». Το «κέντρο», που, σύμφωνα με την προαναφερθείσα αναχρονιστική ταξική ανάλυση, αντιστοιχεί στην ευρεία «μεσαία τάξη», είναι ο κατ’ εξοχήν όρος –και έννοια- που έχει χάσει τη σημασία του: σήμερα, ο πολιτικός στόχος δεν είναι να βρεθεί ένας ενδιάμεσος, μετριοπαθής χώρος που να συνδυάζει στοιχεία από τα δύο άκρα και τις παραλλαγές τους – ο πολιτικός στόχος είναι να δημιουργηθεί κάτι καινούργιο που να διαρρηγνύει τη μακρά και μη αναγνωρισμένη παράδοση της πολιτικής εγκληματικότητας. Η «μέση οδός» που υποδεικνύει ο Bobbio δεν είναι ακριβώς «μέση» - είναι η πλήρης απόρριψη των άκρων και η αναβίωση των αρχών του Διαφωτισμού τον οποίον λησμόνησε το κίνημα του tiers-mondisme παρασύροντας ολόκληρη την Αριστερά.
Δεξιά και αριστερά
Σημασία και αίτια μιας πολιτικής διάκρισης
Νορμπέρτο Μπόμπιο
Μτφρ: Ελεονώρα Ανδρεδάκη
Εκδόσεις Πόλις, 2013
Τιμή € 14,00, σελ.241