Διαβάζοντας τα βιβλία του Benoit Goetz για τη φιλοσοφία της αρχιτεκτονικής θυμάμαι ένα ευτυχισμένο διαμέρισμα στην οδό Πατησίων –όταν ο αδερφός μου, τα ξαδέρφια μου κι εγώ ήμασταν παιδιά– κι ένα δυστυχισμένο διαμέρισμα στην οδό Βριλησσού όπου μετακομίσαμε το 1967. Το καθένα απ’ αυτά τα σπίτια είχε τη δική του ιστορία και ψυχική διάθεση: τα θυμάμαι να αναπνέουν και να ηχούν – το πρώτο ήταν εύθυμο και καθησυχαστικό, το δεύτερο έμοιαζε στοιχειωμένο.
Της Σώτης Τριανταφύλλου
Μέχρι το 1967 μέναμε σε μια κεντρική συνοικία την οποία διέτρεχε η Φωκίωνος Νέγρη, ένας μακρύς δρόμος με πλατείες, περίπτερα, σιντριβάνια και ζαχαροπλαστεία: ένας δρόμος ζωντανός και θορυβώδης όπως πρέπει να είναι οι δρόμοι της πόλης. Ήμασταν ευτυχισμένοι σ’ εκείνο το διαμέρισμα, παρά τα οικογενειακά μας προβλήματα – κυρίως τη στρίγκλα γιαγιά που έκανε μαρτύριο τη ζωή της μάνας μας. Το ίδιο το διαμέρισμα ήταν «ευτυχισμένο» με τον τρόπο που είναι ευτυχισμένη η ατμόσφαιρα ενός παιδικού καρτούν: ο αδερφός μου τάιζε το χρυσόψαρό του κι εγώ μάθαινα να χορεύω ροκ εντ ρολ κλεισμένη στο δωμάτιό μου. Be-Bop-A-Lula! Μόλις βγαίναμε στον δρόμο η ζωή χυμούσε πάνω μας – στη γειτονιά υπήρχαν εμπορικά καταστήματα, ζαχαροπλαστεία, νάιτ κλαμπ, κινηματογράφοι· οι κινηματογράφοι βρίσκονταν τόσο κοντά ώστε μπορούσα να πηγαίνω μοναχή μου και να βλέπω ταινίες με τον Έλβις Πρίσλεϋ στις προβολές 4-6 και 6-8 απανωτά.
Όταν ήμασταν πολύ μικρά, παίζαμε με τα κουβαδάκια μας στην άμμο, στην παιδική χαρά της Φωκίωνος Νέγρη – και τα Σάββατα πηγαίναμε σε παιδικά πάρτι σε διαμερίσματα που έμοιαζαν πολύ με το δικό μας. Έξω, στους δρόμους, κυκλοφορούσαν τα ρεμάλια της Φωκίωνος Νέγρη (η γειτονιά μας έγινε περιβόητη από την ταινία του 1965 με τον Άλκη Γιαννακά) και οι τεντιμπόυδες γιαούρτωναν γραβατωμένους μπαμπάδες σαν τον δικό μας – εξάλλου, καθώς περνούσε ο καιρός άνοιγαν όλο και περισσότερες ντισκοτέκ και ροκ εντ ρολ στέκια που απειλούσαν τα χρηστά ήθη και τα ευαίσθητα αυτιά των εν λόγω μπαμπάδων. Και καθώς η γειτονιά γινόταν όλο και πιο ενδιαφέρουσα, συνέβη αυτό που περιέγραφε το παιδικό τραγουδάκι με τον τίτλο “The House that Jack Built”: ο πατέρας μας έχτισε ένα σπίτι σ’ έναν δρόμο μακριά από τη Φωκίωνος Νέγρη, ανάμεσα σε δύο βουλκανιζατέρ. Γειτονιά δεν υπήρχε: υπήρχε μια σειρά από τριώροφα στην ανηφοριά ή στην κατηφοριά αναλόγως πώς έβλεπες τη λεωφόρο. «Έχει υπέροχη θέα», είπε ο μπαμπάς. «Θα αγναντεύουμε όλη την Αθήνα, τον Πειραιά και τη Σαλαμίνα.» On a clear day you can see forever.
Δεν ήθελα να αγναντεύω όλη την Αθήνα, τον Πειραιά και τη Σαλαμίνα. Εξάλλου, στα παιδιά δεν αρέσουν οι αλλαγές. Ήθελα να μείνω στη Φωκίωνος Νέγρη κι όταν βγαίνω στον δρόμο η ζωή να χυμάει επάνω μου. Το σπίτι της οδού Βριλησσού, στο Πολύγωνο, ήταν καταραμένο – τις νύχτες έβλεπα φαντάσματα ή άκουγα τις αλυσίδες τους επηρεασμένη από το Φάντασμα των Κάντερβιλ. Τα τρομακτικά γεγονότα άρχισαν από τη μετακόμιση που έγινε λίγες μέρες πριν από το πραξικόπημα του 1967: ενώ τα πράγματά μας βρίσκονταν ακόμα μέσα σε χαρτόκουτα, από τη βεράντα με την πανοραμική θέα είδαμε τα τεθωρακισμένα. Ύστερα, όλα πήγαν στραβά – όλα: άρχισαν να μας επισκέπτονται χωροφύλακες, να μας αναποδογυρίζουν τα κρεβάτια και να μας σχίζουν τα βιβλία. Αναρωτιόμουν: θα συνέβαινε κάτι τέτοιο στη Φωκίωνος Νέγρη; Όχι, δεν θα συνέβαινε: εκείνο το διαμέρισμα έμοιαζε προστατευμένο από την παρδαλή ατμόσφαιρα της γειτονιάς, από τα πλήθη που αγόραζαν τούρτες ή περίμεναν στην ουρά για τον κινηματογράφο. Αντιθέτως, στην οδό Βριλησσού επικρατούσε σιωπή, το σπίτι βρισκόταν πάνω στον δρόμο, εκτεθειμένο σ’ έναν άδεντρο κόσμο με θέα την τιποτένια μας πόλη.
Το 1967, μαζί με το σπίτι, άλλαξα σχολείο. Λάτρευα το παλιό μου σχολείο· δεν καταλάβαινα γιατί πρέπει να αλλάζει κάτι που πηγαίνει ρολόι. Έπεσε βαριά ατμόσφαιρα· φόβος, σιωπή, ψίθυροι – μέχρι και τα πάρτι απαγορεύτηκαν για κάμποσο καιρό. Σκεφτόμουν: «καλύτερα να πεθάνω.»
Όταν έκλεισα τα δεκατρία κι άρχισα να βγαίνω μόνη μου –εκτός από τα σινεμά– «κατέβαινα» στη Φωκίωνος Νέγρη: η γειτονιά μεγάλωνε μαζί μου. Καμιά φορά, όταν πήγαινα στα σπίτια των ξαδερφιών μου που είχαν παραμείνει στην Πατησίων, έπαιρνα βαθιές εισπνοές από τον ευτυχισμένο τους αέρα – τον αέρα που είχε αντισταθεί στη μελαγχολία της δικτατορίας και στο σκοτάδι των παρηκμασμένων οικογενειών. Ύστερα, γύριζα στην οδό Βριλησσού, όπου δεν ακουγόταν ο ήχος της πόλης αλλά τα φρένα των αυτοκινήτων στην ανηφορο-κατηφόρα. Εξάλλου, δεν απολάμβανα την περίφημη θέα: το δωμάτιό μου βρισκόταν στο πίσω μέρος του σπιτιού που έβλεπε τα Τουρκοβούνια – άχτιστα οικόπεδα, ερημιά· καμιά φορά κραυγές.
«Η συνοικία θα αναβαθμιστεί και θα αξιοποιηθεί,» έλεγε ο μπαμπάς ο οποίος είχε την τάση να διαψεύδεται. Έμεινα στην οδό Βριλησσού μέχρι το 1974 – υπερβολικά πολύ καιρό για να κοιμάσαι ανάμεσα σε λυπημένους τοίχους, δίπλα σε αλυσοδεμένα φαντάσματα. Τέλος, είκοσι χρόνια αργότερα, το σπίτι πουλήθηκε: οι καινούργιοι ιδιοκτήτες θαύμασαν τη θέα και ξετρελάθηκαν με το πρώην δωμάτιό μου στην άκρη του σπιτιού. Αναρωτιόμουν αν, μαζί με το σπίτι, αγόραζαν τη δυστυχία του.