
Με αφορμή την υπόθεση Στρος-Καν, ένα βιβλίο του Αλαίν ντε Μποτόν κι ένα ακόμη του Πασκάλ Μπρυκνέρ [1]
Της Σώτης Τριανταφύλλου
If yοu ban sex, it will cοme thrοugh the back dοοr
Ορισμένα φεμινιστικά κινήματα, ιδιαίτερα στη βόρεια Αμερική, προσπαθούν εδώ και σαράντα χρόνια να ποινικοποιήσουν ή, τουλάχιστον, να ρυθμίσουν νομοθετικά τη σεξουαλική προσέγγιση και συμπεριφορά.
Στο γραφείο, στην επιχείρηση, στο πανεπιστήμιο, υπαγορεύουν «ευρεπή» dress code συνιστώντας στις γυναίκες να μη φορούν διαφανή ή εφαρμοστά ρούχα: με τα σημερινά δεδομένα η Τζόαν της τηλεοπτικής σειράς “Μad Men” θα απολυόταν – ίσως μάλιστα να επενέβαινε η αστυνομία για να συλλάβει έναν-έναν τους εργαζόμενους εκείνης της διαφημιστικής εταιρείας· όλοι ανεξαιρέτως θα μπορούσαν να κατηγορηθούν για σεξουαλικά αδικήματα.
Επιπλέον, οι πολιτικώς ορθοί συνιστούν σήμερα συγκεκριμένο τρόπο ομιλίας και όρασης: οποιοδήποτε κομπλιμέντο ή βλέμμα με σημασία (του στιλ “γδύνω κάποιον με το βλέμμα”), ή προσωπικό σχόλιο (“Κούκλααα, τι κάνεις το βράδυυυυ;;” ή και σε πιο light εκδοχή «Στις ομορφιές σας είστε σήμερα, κύριε διευθυντά – φρέσκος, φρέσκος!»)- μπορεί να εκληφθεί ως σεξουαλική παρενόχληση. Το αποτέλεσμα: οι σχέσεις ανάμεσα στα φύλα γίνονται δύσκαμπτες· ολισθαίνουμε όλοι μαζί στη γελοιότητα και στην αναφροδισία. Εξ ού και το κλισέ των αμερικανικών ταινιών: ένας άνδρας και μια γυναίκα που συναντιούνται κάθε μέρα σε χώρο εργασίας συνειδητοποιούν ότι μεταξύ τους υπάρχει ερωτική έλξη· όμως, αντί να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον “σαν άνθρωποι”, εντείνουν την ψυχρότητα, βρίζονται, γίνονται εχθροί. Ο πόλεμος των φύλων! Μέχρι που ένα τυχαίο άγγιγμα τούς ωθεί στη μοιραία χειρονομία: πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλον και σχεδόν αλληλοκατασπαράζονται· δεν προλαβαίνουν ούτε να γδυθούν. Ξαφνικά, η σεξουαλικότητα εκφράζεται σαν επιληπτική κρίση. Τέτοιες σκηνές τοποθετούνται σε διάφορα πλαίσια: πάνω σε έπιπλα, κάτω από έπιπλα· σε ασανσέρ και τουαλέτες – αντικείμενα εκσφενδονίζονται και σπάνε, εσώρουχα γίνονται κομματάκια προτού καν παίξουν τον ρόλο τους… Ποιο το όφελος των σέξι εσωρούχων αν, σε μια στιγμή τρέλας, κάποιος τα κάνει κουρέλια;
Στις αγγλοαμερικανικές πανεπιστημιακές σχολές, όλες οι συνομιλίες καθηγητή-φοιτητή ή φοιτήτριας πρέπει είτε να μαγνητοφωνούνται, είτε να εκτυλίσσονται σε αίθουσα με την πόρτα ανοιχτή. Η παραμικρή διφορούμενη κίνηση μπορεί να δικαιολογήσει μηνύσεις. Αν ένας καθηγητής εμπλακεί ερωτικά με φοιτήτρια, έστω ενήλικη και συναινούσα, απολύεται αμέσως. Στις επιχειρήσεις, αναγνωρίζεται το δικαίωμα παρέμβασης σε ιδιωτικές συζητήσεις αν υπάρχει υπόνοια σεξουαλικά «ύποπτης» ή εξευτελιστικής συμπεριφοράς η οποία υποτίθεται ότι συντελεί σε «εχθρική ατμόσφαιρα» στον χώρο της εργασίας. Στην αρχή της δεκαετίας του ’90, το πανεπιστήμιο του Κολόμπους στο Οχάιο προώθησε, ευτυχώς χωρίς θεαματικό αποτέλεσμα, μια «χάρτα» με την οποία ρυθμίζονταν οι σχέσεις ανάμεσα στους φοιτητές: οι νέοι και οι νέες έπρεπε να καταγράφουν όλες τις λεπτομέρειες της ερωτικής προσέγγισης (άγγιγμα στήθους; γδύσιμο από τη μέση κι επάνω; φιλί με γλώσσα ή χωρίς; κτλ) και να υποβάλλουν σχετική αναφορά σε κάποιον υπεύθυνο. (Τι σαχλαμάρες είναι αυτές;)
Δεν αναφέρομαι εδώ στη σεξουαλική παρενόχληση ως άσκηση εξουσίας που ενσωματώνει απειλές, εκβιασμούς ή και σωματική βαναυσότητα: αναφέρομαι στις αποχρώσεις της καθημερινής σεξουαλικής συμπεριφοράς που ίσως υπαγορεύεται από τα στερεότυπα, ίσως όχι. Κατηγορούμε την εποχή πριν από τη σεξουαλική απελευθέρωση για πουριτανισμό – και δικαίως: ωστόσο, σήμερα το αντίστοιχο του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας στις χώρες του αγγλοαμερικανικού πολιτισμού δεν είναι τόσο οι ταξικά “αντίθετοι” διευθυντές-γραμματείς –ένα ακόμη στερεότυπο της φτηνής λογοτεχνίας– αλλά οι καθηγητές και οι φοιτητές τους: οι μεταξύ τους έρωτες απαγορεύονται αυστηρά. Γιατί άραγε; Το διακύβευμα σε περίπτωση “κατάχρησης εξουσίας” είναι μάλλον αμελητέο: αν ένας φοιτητής απορρίψει τις ερωτικές προθέσεις του καθηγητή του το πολύ-πολύ να μην πάρει καλό βαθμό στο μάθημα… Το παράδοξο – αυτή την υπερδραματοποίηση των μικροατυχημάτων της ζωής– έχει σχολιάσει ο Τζ. Μ. Κούτσι στην «Ατίμωση», ο Ντέιβιντ Μάμετ στο θεατρικό έργο “Ολεάννα”,· Φίλιπ Ροθ στο «Ζώο που ξεψυχά»... Αλλά η πραγματικότητα υπερβαίνει τη λογοτεχνία: το 2008 ο Ντέρεκ Γουόλκοτ (Νόμπελ 1992) αναγκάστηκε να αποσύρει την υποψηφιότητά του για την έδρα της ποίησης στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης μετά από ανώνυμες κατηγορίες περί σεξουαλικής παρενόχλησης είκοσι πέντε χρόνια νωρίτερα. Εικάζω ότι «κυνήγησε φοιτήτρια γύρω από τραπεζάκι». Με τη σειρά της, η ποιήτρια Ρουθ Πέιντελ που πήρε τελικά την έδρα, αναγκάστηκε να παραιτηθεί λίγο αργότερα επειδή απεδείχθη ότι είχε συμμετάσχει σ’ αυτή την εκστρατεία αμαύρωσης του Γουόλκοτ. Η Πέιντελ ζήτησε δημοσίως συγνώμη, αλλά το κακό είχε γίνει.
Έτσι κι αλλιώς, το αγγλοαμερικανικό πανεπιστήμιο έχει καταντήσει χώρος Ιεράς Εξέτασης που εποπτεύει την ιδιωτική ζωή των μελών του και απαιτεί ομολογίες, μεταμέλεια, διαπαιδαγώγηση και επανένταξη του μεταμελημένου υπό όρους. Ο προτεσταντικός κόσμος υιοθέτησε μερικούς από τους χειρότερους θεσμούς του καθολικισμού. Και παρά τους αγώνες για την ατομική ελευθερία και τον σεβασμό του πολίτη, ο πολίτης αντιμετωπίζεται σαν νήπιο: μια γυναίκα ή και ένας άνδρας δεν θεωρείται άξιος να διαχειριστεί την αμηχανία και τη δυσαρέσκεια που προκαλούν οι ανεπιθύμητες σεξουαλικές προτάσεις και χειρονομίες. Η σεξουαλική παρενόχληση συγχέεται με την αμφισημία και τα παιχνίδια των ανθρωπίνων σχέσεων χωρίς τα οποία θα πνιγούμε σε βαθιά χασμουρητά. Και η σημερινή κατάσταση συγκρίνεται, λανθασμένα, με τον κόσμο του Βικτόρ Ουγκό όπου η καημένη η Φαντίν απολύεται επειδή αρνείται να υποταχθεί στις σεξουαλικές ορέξεις του αφεντικού της· ή ακόμα χειρότερα, με τον κόσμο του φανατικού ισλάμ και του φανατικού Καθολικισμού στον οποίον η «ατιμασμένη» εξοστρακίζεται.[2] Ο σύγχρονος πουριτανισμός απορρέει από τον παλιό – αλλά εμπλουτίζεται από στοιχεία της δημοκρατικής ισοπέδωσης, της εξάλειψης οποιασδήποτε κοινωνικής αβρότητας που θεωρείται «αστική». Έτσι καταργείται ένα φυσικό πρωτόκολλο, ένα είδος σκιόφωτου όπου συμβαίνουν μικρές μηχανορραφίες οι οποίες ευνοούν τα αισθήματα περισσότερο από τους νόμους και τη θλιβερή τους διαφάνεια.
Πράγματι οι βαναυσότητες έναντι των γυναικών αυξάνονται όσο αυξάνεται η ανεξαρτησία τους. Υπάρχει κίνδυνος να γίνουμε μάρτυρες πρωτοφανούς έκρηξης βίας που θα τις «τιμωρεί» επειδή σήκωσαν κεφάλι. Πράγματι, μερικοί άνδρες αντιδρούν με τη λύσσα του δουλοκτήτη μπροστά στην κατάργηση της δουλείας. Η πρόοδος της ελευθερίας των γυναικών συμβαδίζει με το μίσος για τις ελεύθερες γυναίκες. Ωστόσο, θα ήταν παράλογο να συνάγουμε απ’ αυτά την προγραφή της σαγήνης και του φλερτ: ευτυχώς αυτά επιζούν και μάλιστα με τη συγκατάθεση των περισσότερων γυναικών. Οι υπόλοιπες –όσες καραδοκούν για να αποδώσουν στους άνδρες τις ιδιότητες του φαλλοκρατικού γουρουνιού– δεν καταλαβαίνουν ότι η διαδικασία της ισότητας ολοκληρώνται όταν η πειθώ αντικαθιστά την εξουσία και η συναίνεση τη βία.
[1] Alain de Botton, Οι χαρές και τα δεινά της εργασίας, Εκδ. Πατάκη, 2009 και Pascal Bruckner, Le paradoxe amoureux, Grasset, 2009.
[2] Βλ. την ταινία του Peter Mullan “Magdalene Sisters”, 2002.