Της Ελένης Κορόβηλα
Τον νεότατο Paolo di Paolo (γεν. 1983) μας σύστησαν πρόσφατα οι εκδόσεις Ίκαρος στην προσεγμένη νέα τους σειρά με βιβλία μεταφρασμένης πεζογραφίας με το μυθιστόρημά του Πού ήσασταν όλοι (μετφρ. Αντ.Χρυσοστομίδης). Πρόκειται για την ιστορία ενός νέου που μεγαλώνει στην 20ετία του Μπερλουσκόνι, προσπαθώντας να βρει το δρόμο του και τη φωνή του σε μια εποχή απόλυτης σύγχυσης και έκπτωσης. Μιλήσαμε μαζί του εν όψει της παρουσίας του στην Αθήνα, την Τρίτη, 29 Οκτωβρίου, στις 20.30, στον Ιανό.
Ξεκινήσατε να γράφετε από αρκετά μικρή ηλικία. Τι σας έκανε, όταν όλα τρέχουν με ταχύτητα, και η ζωή είναι ακόμη μπροστά, να αρχίσετε να γράφετε λογοτεχνία;
Δεν το ξέρω. Θα μπορούσα να περιμένω αλλά με γοήτευε η ιδέα να γίνω δημοσιογράφος. Άρχισα λοιπόν να γράφω σε τοπικές εφημερίδες. Στη συνέχεια ένοιωσα πως η δύναμη της φαντασίας που διέθετα με έσπρωχνε προς τη λογοτεχνία. Το καλοκαίρι που έκλεισα τα δεκαοκτώ επιχείρησα να γράψω κάποια διηγήματα. Έκτοτε δεν σταμάτησα ποτέ.
Ο ήρωας του βιβλίου σας Πού ήσασταν όλοι καταλήγει να κάνει διδακτορικό πάνω στον «μπερλοσκουνισμό». Τι πιστεύετε ότι διαφοροποιεί ριζικά τον «μπερλοσκουνισμό» από αυτό που προηγήθηκε και, ίσως, κι από αυτό που ακολουθεί;
Σε όλη μου τη ζωή, γνώρισα μόνο τον «μπερλουσκονισμό».
Σε όλη μου τη ζωή, γνώρισα μόνο τον «μπερλουσκονισμό». Τίποτε άλλο. Πρόκειται για ένα είδος προσωποκεντρικής πολιτικής και διοίκησης. Είχε ένα ιδιαίτερο χάρισμα χάρη στην τηλεόραση και την οικονομική δύναμη. Επί είκοσι χρόνια η Ιταλία ήταν (ίσως είναι ακόμη) μοιρασμένη στα δύο: έχουμε εκείνους που είναι υπέρ του Μπερλουσκόνι και εκείνους που είναι εναντίον του. Στην ιταλική πολιτική σκηνή δεν έχει υπάρξει ποτέ ανάλογη κατάσταση. Επί είκοσι χρόνια κάθε τι που λεγόταν στην τηλεόραση αφορούσε τον Μπερλουσκόνι. Ήταν ένας εφιάλτης, μια συλλογική τρέλα.
Από τη μία ο Μπερλουσκόνι, από την άλλη ο πατέρας, φαίνεται να είναι δυο ισχυρές μορφές που καθορίζουν κυρίως αρνητικά την ζωή του Ίταλο. Νιώθετε ότι ανήκετε σε μια γενιά προδομένη από τους γονείς της;
Οι αμαρτίες των πατεράδων μας δεν είναι λίγες. Μας κληροδότησαν την απογοήτευσή τους. Και αυτή η απογοήτευση μετατράπηκε σε πεσιμισμό, κυνισμό, έλλειψη εμπιστοσύνης για την πολιτική, έλλειψη ελπίδας ότι θα υπάρξει αλλαγή. Τώρα πια όμως η ευθύνη δεν είναι δική τους. Έχουμε ανάγκη να πάμε μπροστά. Πρέπει να προχωρήσουμε, πρέπει να κάνουμε κάτι.
Ο ήρωάς σας, παρά τις συνειδητοποιήσεις του για την πολιτική κατάσταση της χώρας, δεν στρατεύεται σε μια συλλογική δράση, αλλά παραμένει κυρίως στραμμένος στον ιδιωτικό του χώρο. Ήταν μια συνειδητή απόφαση;
Ο Ιτάλο δεν είναι κάποιος που διαμαρτύρεται. Αντιπροσωπεύει –πιστεύω– τη συνολική έλλειψη εμπιστοσύνης στους πολιτικούς. Αυτή είναι μια κατάσταση που δεν τη συναντάμε μόνο στην Ιταλία. Οι άνθρωποι βρίσκουν καταφύγιο στην προσωπική τους ζωή και συχνά απορρίπτουν ιδέες και ιδανικά. Ένας συγγραφέας πρέπει να μιλά για την πραγματικότητα πριν ακόμη επινοήσει μια άλλη.
Ο Ίταλο καταφέρνει τελικά να ανασυνθέσει όλα όσα έχουν συμβεί ευρισκόμενος στο Βερολίνο. Η επιλογή του Βερολίνου έχει κάποια αυτοβιογραφική βάση ή είναι συμβολική;
Η επιλογή ήταν συμβολική: πρόκειται για την πιο επιθυμητή ευρωπαϊκή πόλη, που έχει εξιδανικευτεί από τους νέους ανθρώπους∙ είναι επίσης μια πόλη που έχει σημαδευτεί από την ιστορία του 20ου αιώνα. Μου αρέσει το Βερολίνο, η παράξενη ομορφιά του. Αλλά για ένα μυθιστόρημα που τοποθετείται χρονικά σε αυτά τα χρόνια, ήταν μια επιβεβλημένη επιλογή.
Εκτός από τη λογοτεχνία, έχετε γράψει και θέατρο. Μια αρχαία και μια νεότερη τέχνη. Τι βρίσκετε στο θέατρο που δεν σας δίνει το μυθιστόρημα;
Την παρουσία των σωμάτων, τη θέρμη τους. Και τη φωνή: την απίστευτη μοναδικότητα της ανθρώπινης φωνής.
Πώς βλέπετε το μέλλον της Ευρώπης; Πολλοί λένε ότι η μοναδική λύση θα ήταν η δημιουργία μιας αληθινής ευρωπαϊκής ομοσπονδίας. Εσείς, προσωπικά, τι Ευρώπη θέλετε;
Η Ευρώπη δεν είναι μόνο ένας γεωγραφικός χώρος.
Είχα την ελπίδα πως η Ευρώπη δεν ήταν μόνο ένας γεωγραφικός χώρος μέσα στα όρια του οποίου κινούμαστε με φθηνά εισιτήρια. Είχα την ελπίδα πως η Ευρώπη δεν είναι μόνο ό,τι αφορά την οικονομική ένωση. Δεν θεωρώ πως είναι εύκολο να οικοδομηθεί μια πραγματική ευρωπαϊκή ομοσπονδία, αλλά αυτή η μπερδεμένη Ευρώπη δείχνει να έχει πολύ κακή διάθεση και καθόλου μέλλον. Η συζήτηση για την Ευρώπη πρέπει να αρχίσει αλλά με έναν διαφορετικό τρόπο. Πρέπει να ανοίξουμε έναν διάλογο σε πολιτιστικό και συναισθηματικό επίπεδο. Αν μπορούν οι συγγραφείς να βοηθήσουν; Ενδεχομένως. Πολλά πράγματα εξαρτώνται από τις νεότερες γενιές, εφόσον βεβαίως συνεχίζουν να έχουν ενδιαφέρον για την Ευρώπη.
* Η Ελένη Κορόβηλα είναι δημοσιογράφος.