Συνέντευξη με την Τζέννυ Έρπενμπεκ με αφορμή το τελευταίο της μυθιστόρημα «Η συντέλεια του κόσμου» (μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδ. Καστανιώτης) ενόψει της εμφάνισής της στην Αθήνα στις 28 Ιουνίου.
Του Διονύση Μαρίνου
Από την αρχή του μυθιστορήματος της Τζέννυ Έρπενμπεκ Η συντέλεια του κόσμου ένα μωρό, πριν καν χαράξει το πρώτο του κλάμα, πεθαίνει. Όμως με την άδεια που προσφέρει η μυθοπλασία στη συγγραφέα, μπορεί να γεννηθεί, να μεγαλώσει, να πεθάνει και ξανά να αναστηθεί. Εν προκειμένω: οι δυνητικές ζωές είναι τέσσερις. Μια οντολογική περιδίνηση σε τόπο και χρόνο.
Βρισκόμαστε στις αρχές του 20ου αιώνα, κάπου στην επαρχία της τότε Αυστροουγγαρίας. Ένα παιδί γεννιέται από μητέρα εβραία και πατέρα χριστιανό. Από νωρίς, όμως, είναι μαρκαρισμένο από το μαύρο χέρι του θανάτου. Η Συντέλεια του κόσμου είναι ένα μυθιστόρημα ρυθμού· μεθυστικού ρυθμού. Κάτι μεταξύ ποιητικής πρόζας και φιλοσοφικού στοχασμού. Η ελλειπτικότητα της Έρπενμπεκ, αντί να είναι γίνεται πρόσκομμα, επενεργεί ουσιαστικά για να εισχωρήσει κανείς στο πνεύμα του βιβλίου.
Η Γερμανίδα συγγραφέας, από τις πλέον αναγνωρίσιμες και πολυβραβευμένες στη χώρα της, έρχεται στις 28 Ιουνίου στη χώρα μας για να παρουσιαστεί στο ελληνικό κοινό (8:30 μ.μ., στον Ιανό όπου θα συνομιλήσει με την Αμάντα Μιχαλοπούλου και τον μεταφραστή της Αλέξανδρο Κυπριώτη). Η εκδήλωση πραγματοποιείται στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Οι συγγραφείς του κόσμου στον Ιανό», με τη συνεργασία των Εκδόσεων Καστανιώτη και του Goethe-Institut Athen.
Ως αναγκαίο πρελούδιο της παρουσίας της στην Αθήνα είναι αυτή η συνέντευξη που παραχώρησε αποκλειστικά στην Book Press. Αποδείχθηκε, τελικά, ένα σκληρό πινγκ πονγκ, που αν είχε συμβεί διά ζώσης θα έλυνε πολλές απορίες. Δικές της και δικές μου. Ακόμη κι έτσι, όμως, δίνει ένα επαρκές στίγμα για τη φλεγματική Έρπενμπεκ.
Στο μυθιστόρημά σας Ιστορία του γερασμένου παιδιού, ένα παιδί αρνείται να μεγαλώσει. Στη Συντέλεια του κόσμου αναζητείτε το τι συμβαίνει όταν τελικά έχουμε μεγαλώσει. Πρόκειται για μια υπαρξιακή διαδικασία;
Η ύπαρξή μας λαμβάνει χώρα μέσα στον χρόνο, και τελειώνει μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή – έτσι έχουν τα πράγματα. Το πώς ν' αντιμετωπίσεις αυτό το γεγονός αποτελεί πάντα ένα υπαρξιακό ερώτημα.
Στη Συντέλεια του κόσμου, που μας αφορά πιο άμεσα, αφηγείστε την ιστορία μιας γυναίκας που πέθανε τέσσερις φορές. Πόσες πιθανότητες έχουμε, άραγε, όσο βρισκόμαστε εν ζωή;
Έχουμε έναν κόσμο γεμάτο δυνατότητες, κάθε λεπτό, σε κάθε τόπο, σε κάθε συνάντηση.
Στην περίπτωσή σας αναζητείτε το περιβόητο «τι θα γινόταν αν». Αυτό που έκανε και ο Πολ Όστερ στο 4 3 2 1.
Θα το έθετα ως εξής: ΕΚΕΙΝΟΣ έχει την ίδια προσέγγιση, την οποία εγώ είχα κάποια χρόνια πριν. Και το ερώτημα τι θα γινόταν αν είναι πολύ παλαιότερο από εμάς τους δύο.
Υπάρχει κάποια σύνδεση ανάμεσα σε αυτές τις τέσσερις δυνητικές ζωές; Προσωπικά βρήκα αρκετές, αλλά ενδιαφέρει περισσότερο η δική σας άποψη.
Είναι πάντα η ίδια κεντρική ηρωίδα – οπότε δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι πρέπει να υπάρχει κάποια σύνδεση μεταξύ των πέντε βιβλίων σ' αυτό το βιβλίο.
Ο θάνατος, για τους ανθρώπους που μένουν πίσω είναι η στιγμή που κοιτάζουν πίσω και προσπαθούν να βρουν το νόημα στη ζωή αυτού που θάβουν. Αλλά αμφιβάλλω ότι υπάρχει ένα μονοπάτι αναπόφευκτο, που μας οδηγεί σε αυτό το τέλος. Και ήθελα να γράψω για τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους μπορούμε να θρηνήσουμε τον θάνατο κάποιου.
Κατά την άποψή μου, το ουσιώδες στο βιβλίο σας είναι η εξαφάνιση της πίστης που μας βοηθάει να τοποθετήσουμε σε ένα λογικό πλαίσιο τον θάνατο. Τι είχατε στο μυαλό σας γράφοντας;
Αυτό που είχα στο μυαλό μου ήταν να προσεγγίσω το ερώτημα του ποιος είναι κάποιος από την προοπτική του θανάτου του. Ο θάνατος, για τους ανθρώπους που μένουν πίσω είναι η στιγμή που κοιτάζουν στο παρελθόν και προσπαθούν να βρουν νόημα στη ζωή του ανθρώπου που θάβουν. Αλλά αμφιβάλλω ότι υπάρχει ένα μονοπάτι αναπόφευκτο, που μας οδηγεί σε αυτό το τέλος. Και ήθελα να γράψω για τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους μπορούμε να θρηνήσουμε τον θάνατο κάποιου. Η πίστη μάς βοηθά, αλλά οι εκκλησιαστικές ιεροτελεστίες μπορούν επίσης να καταπιέζουν τα αληθινά συναισθήματα κάποιου. Το κατά πόσο υπάρχει βοήθεια στην πίστη ή περιορισμός διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση. Μία ιδέα μπορεί επίσης να σου δώσει παρηγοριά, ή η παρουσία ενός φίλου.
Επίσης, αυτό που κάνει εντύπωση είναι ο τρόπος που μας προτείνετε να διαβάσουμε τα βιβλία σας. Είναι σαν να μας προτρέπετε να τα διαβάσουμε ακόμη και ανάποδα: από το τέλος στην αρχή.
Πρώτη φορά το ακούω αυτό. Το να αρχίζεις από την αρχή έχει νόημα, ειδικά με αυτό το βιβλίο, γιατί μόνο έτσι ξέρεις ποιο βιογραφικό υλικό μεγαλώνει με την πορεία της ζωής της κεντρικής ηρωίδας. Μπορείς να ακολουθήσεις τον δρόμο του, να μεταφερθείς από το προσκήνιο στο φόντο και ίσως πάλι πίσω στο προσκήνιο, μερικά κεφάλαια αργότερα. Φυσικά είναι πάντα καλό να έχεις αναγνώστες που ξεκινούν να διαβάζουν ένα βιβλίο για δεύτερη φορά, αμέσως αφού το τελειώσουν.
Πέραν της ιστορίας της ηρωίδας, στο βάθος υπάρχει η μεγάλη Ιστορία της Ευρώπης. Πιστεύετε πως είναι ακόμη ζωντανή;
Πουθενά αλλού δεν μπορείς να το δεις πιο ξεκάθαρα απ' ό,τι στα παράλια των ελληνικών νησιών και στα στρατόπεδα, όπου οι Αφρικανοί και οι άλλοι πρόσφυγες που επέζησαν περνώντας τη Μεσόγειο θάλασσα, κρατούνται για μήνες ή χρόνια – μόνο και μόνο για να τους αποτρέπουν από το να εισέλθουν σε ευρωπαϊκές πόλεις. Η Ευρώπη τώρα γράφει τις τσακισμένες ιστορίες της ζωής τους.
Υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία στη Συντέλεια του κόσμου; Πόσο «μέσα» είστε στην ιστορία;
Τους τόπους, και –ας πούμε– τα βασικά σκηνικά τα έχω πάρει από την ιστορία της ζωής της γιαγιάς μου. Και η θλίψη για τον θάνατο κάποιου είναι κάτι που μου είναι πολύ οικείο. Κατά τα άλλα δεν θα έγραφα και δεν θα μπορούσα να γράψω ένα τέτοιο βιβλίο. Η ιστορία όμως του βιβλίου αυτή καθ' εαυτήν είναι επινοημένη.
Μεγαλώσατε σε μια οικογένεια που σας προσέφερε πολλές πνευματικές δυνατότητες.
Ναι. Ποτέ δεν χρειάστηκε να γίνω μέλος σε κάποια δανειστική βιβλιοθήκη...
Έχω όμως γενικά μια κάποια απέχθεια για τα ονόματα στα βιβλία, επειδή ως επί το πλείστον αποκαλύπτουν κυρίως κάτι για την αισθητική του συγγραφέα και την επικρατούσα αισθητική της εκάστοτε εποχής σε σχέση με τα ονόματα, ενώ στην ατυχέστερη των περιπτώσεων «χαρακτηρίζουν» μάλιστα και το λογοτεχνικό πρόσωπο.
Έχω την αίσθηση πως τα υλικά, τα αντικείμενα των ηρώων, δείχνουν να είναι πιο σημαντικά από τους ίδιους.
Απλώς τα αντικείμενα –όπως ξέρουμε όλοι– συχνά ζουν περισσότερο από εμάς. Αλλά αυτό δεν αποκαλύπτει τίποτα για τη σημασία τους. Μου αρέσουν εκείνες οι σιωπηλές στιγμές, στις οποίες μπορείς να νιώσεις την απουσία κάποιων ανθρώπων, και τα αντικείμενα τα θεωρώ μάρτυρες και φύλακες μνήμης.
Υπάρχουν πολλά βιβλία γύρω από οικογένειες που έζησαν στην πρώην Ανατολική Γερμανία. Νομίζετε πως χρειάζεται να τα διαβάσουμε όλα για να κατανοήσουμε την κατάσταση που βίωσαν;
Ασφαλώς ποτέ δεν «χρειάζεται» να διαβάσετε ένα βιβλίο. Και αν για τη λογοτεχνία σκέπτεστε μόνο με όρους περιεχομένου και όχι βλέποντας κάθε βιβλίο ως έναν ξεχωριστό κόσμο, μπορείτε επίσης να σταματήσετε αμέσως να διαβάζετε βιβλία για τον έρωτα, τον θάνατο και την προδοσία, αφού έχουν ήδη υπάρξει κάποια τέτοια. Αλλά για να απαντήσω στην ερώτησή σας: Αυτή είναι τόσο η ιστορία μίας οικογένειας από τη Βιέννη, όσο είναι επίσης η ιστορία μίας εβραϊκής οικογένειας, όσο είναι επίσης η ιστορία μίας οικογένειας στον 20ο αιώνα, όσο είναι επίσης μία ευρωπαϊκή ιστορία, όσο θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί η ιστορία μίας οικογένειας από τη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία.
Γιατί οι χαρακτήρες δεν έχουν ονόματα;
Η κεντρική ηρωίδα στο βιβλίο μου περνά από τα διάφορα «αξιώματα» - το κορίτσι γίνεται νεαρή γυναίκα, γίνεται μητέρα, τελικά γιαγιά. Είναι ερωμένη, συντρόφισσα, συγγραφέας, επομένως διαρκώς μεταμορφώνεται. Και οι άνθρωποι που τη συναντούν στην πορεία της ζωής της περνούν ανάλογες μεταμορφώσεις. Μόνο στο τέλος αποκαλείται με το όνομά της – στο γηροκομείο, όταν δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτα πια από την πραγματική ύπαρξή της. Έχω όμως γενικά μια κάποια απέχθεια για τα ονόματα στα βιβλία, επειδή ως επί το πλείστον αποκαλύπτουν κυρίως κάτι για την αισθητική του συγγραφέα και την επικρατούσα αισθητική της εκάστοτε εποχής σε σχέση με τα ονόματα, ενώ στην ατυχέστερη των περιπτώσεων «χαρακτηρίζουν» μάλιστα και το λογοτεχνικό πρόσωπο. Έχω εμπιστοσύνη στον σκεπτόμενο αναγνώστη.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
** Οι ερωτήσεις προς την κα Έρπενμπεκ έγιναν στα αγγλικά. Μας απάντησε στα γερμανικά, και ο Αλέξανδρος Κυπριώτης είχε την καλοσύνη να κάνει τη μετάφραση.