
Ο συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων Stuart Neville βρέθηκε πριν από λίγες μέρες στην Αθήνα. Η Χίλντα Παπαδημητρίου μίλησε μαζί του για τους ήρωες των βιβλίων του, για τους αγαπημένους του συγγραφείς, αλλά και για την αγαπημένη του πόλη, το Μπέλφαστ.
Της Χίλντας Παπαδημητρίου
Η συζήτηση με τον Βορειο-Ιρλανδό συγγραφέα Στιούαρτ Νέβιλ ήταν μια συναρπαστική εμπειρία, στη διάρκεια της οποίας είδα να καταρρέουν πολλά από τα στερεότυπα που κουβαλάμε, χωρίς να το συνειδητοποιούμε ίσως. Για παράδειγμα, έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε τους Ιρλανδούς σαν κεφάτους και γλεντζέδες πότες. Ο Νέβιλ είναι άνθρωπος κλειστός και σοβαρός, ο οποίος μελετάει τις απαντήσεις του και χαμογελάει σπάνια — μόνο όταν υπάρχει λόγος. Ούτε για μία στιγμή δεν ένιωσα ότι προσπαθεί να γίνει αρεστός στο συνομιλητή του με αστεία κι ευφυολογήματα. Αντίθετα από πολλούς ομοτέχνους του, κρατάει την προσωπική του ζωή αυστηρά για τον εαυτό του και αποκαλύπτει μόνο όσα και όταν θέλει. Επιπλέον, έχοντας ζήσει τα παιδικά χρόνια και την εφηβεία του στο Μπέλφαστ των Ταραχών (1969-1994), εκφράζει μια τελείως διαφορετική άποψη για τη βία και τη δράση των παραστρατιωτικών οργανώσεων. Μια άποψη που μου θύμισε την εξαιρετική ταινία του Κεν Λόουτς, Ο Άνεμος Χορεύει το Κριθάρι: σε μια εμφύλια σύρραξη δεν υπάρχουν καλοί και κακοί.
Ξεκίνησε τη συγγραφή σε σχετικά μεγάλη ηλικία, αφού δοκιμάστηκε πρώτα σε διάφορα άλλα επαγγέλματα (δάσκαλος κιθάρας, πωλητής, κομπάρσος, φούρναρης). Σπούδασε μουσική και προσπάθησε να γίνει συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής, αφού το σινεμά είναι η άλλη μεγάλη του αγάπη. Η μουσική είναι πλέον το χόμπι του, διότι η εκδοτική επιτυχία των βιβλίων του τον έχει φορτώσει με υπερβολικά πολλές υποχρεώσεις, εκτός της συγγραφής: περιοδείες προώθησης των βιβλίων του, συμμετοχή σε φεστιβάλ αστυνομικής λογοτεχνίας, πολλά ταξίδια στο εξωτερικό.
Πώς αποφασίσατε να γράψετε αστυνομικό μυθιστόρημα με κεντρικό ήρωα έναν επαγγελματία δολοφόνο;
Η ιστορία του Τζέρι Φέγκαν ξεκίνησε σαν διήγημα. Ένα κυριακάτικο πρωί, όταν ήμουν ακόμα ανύπαντρος, ξύπνησα με την ιστορία του Τζέρι στο μυαλό μου, την οποία κατέγραψα μάλιστα πρόχειρα σ' ένα κινητό της εποχής. Ωστόσο, παρότι την ολοκλήρωσα την ίδια μέρα, εκείνη συνέχισε να με βασανίζει, να μη μ' αφήνει να ησυχάσω. Τότε παράτησα όλες τις άλλες υποχρεώσεις μου και στρώθηκα στο γράψιμο. Έξι μήνες αργότερα είχα στα χέρια μου το πρώτο χειρόγραφο των Φαντασμάτων του Μπέλφαστ.
Ως τότε δεν γράφατε, δεν είχατε συγγραφικές φιλοδοξίες; Και όταν λέτε χειρόγραφο, το εννοείτε;
Στα παιδικά μου χρόνια είχα ξεκινήσει να γράφω μια ιστορία με δεινοσαύρους, αλλά την παράτησα. Στην εφηβεία παρασύρθηκα από τη ροκ μουσική, από το όνειρο να γίνω κιθαρίστας και να φτιάξω μια μπάντα. Σπούδασα μουσική στο πανεπιστήμιο, δίδαξα κιθάρα για πολλά χρόνια, και έκανα συναυλίες σε μικρούς χώρους μαζί με την τραγουδίστρια Nina Armstrong. Κάθε τόσο ξεκινούσα ένα βιβλίο που δεν προχωρούσε πέρα από τα πρώτα κεφάλαια. Μέχρι την ολοκλήρωση των «Φαντασμάτων» δεν πίστευα ότι θα γίνω συγγραφέας πλήρους απασχόλησης. Η μουσική έχει γίνει πια ένα αγαπημένο χόμπι. Έχω φτιάξει μια μπάντα με άλλους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας από το Μπέλφαστ και παίζουμε τραγούδια που έχουν σχέση με εγκλήματα και φόνους. Όπως το «I Fought the Law» των Clash, ή το «Psycho» των Beasts of Bourbon.
Όσο για το χειρόγραφο, ναι, το εννοώ. Πάντοτε γράφω το πρώτο χέρι… στο χέρι, και στη συνέχεια ανοίγω τον υπολογιστή και δουλεύω εξονυχιστικά αυτή την πρώτη μορφή κάθε βιβλίου.
Στο δεύτερο βιβλίο σας με τίτλο Συνωμοσία της Φωτιάς συναντάμε για λίγο τον Τζέρι Φέγκαν. Τη θέση του βασικού πρωταγωνιστή έχει πάρει ο αστυνόμος Τζακ Λένον, ο οποίος ήταν ελάσσων χαρακτήρας στα «Φαντάσματα». Γιατί αλλάξατε ήρωα;
Όσο συμπαθής κι αν ήταν στους αναγνώστες ο Φέγκαν, ήταν ένας επαγγελματίας δολοφόνος που δεν μπορούσε να στηρίξει μια συνέχεια των βιβλίων. Ο Τζακ Λένον είχε την ιδιομορφία ότι, ενώ ήταν καθολικός, μπήκε στην αστυνομία την εποχή των Ταραχών, μια εποχή που το Σώμα ήταν προπύργιο των ενωτικών προτεσταντών. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αποτελεί μίασμα για τους συναδέλφους του και να τον διαγράψει η οικογένειά του και η καθολική κοινότητα. Είχε δηλαδή όλα τα χαρακτηριστικά ενός αντιήρωα. Στα «Φαντάσματα» ακούγαμε τα χειρότερα γι' αυτόν χωρίς να τον συναντήσουμε αυτοπροσώπως, λόγω της σχέσης του με την ηρωίδα Μαρί ΜακΚένα.
Έχετε πει ότι αφήνετε τους ήρωές σας μόνους, να εξελιχθούν, να κάνουν τα λάθη τους και να τιμωρηθούν γι' αυτά. Αυτό δεν αντίκειται στον αυστηρό σχεδιασμό της πλοκής που απαιτεί ένα αστυνομικό μυθιστόρημα;
Έχω μια γενική ιδέα του βιβλίου, πριν ξεκινήσω να γράφω, αλλά όπως λένε πολλοί συγγραφείς, οι ήρωες συχνά ακολουθούν τον δικό τους δρόμο. Τους αφήνω λοιπόν ελεύθερους να δω πού θα με οδηγήσουν. Επίσης, ποτέ δεν τους κρίνω. Προσπαθώ να δείξω τη δική τους οπτική, τι είναι αυτό που τους ωθεί να πράττουν, είτε είναι οι «καλοί», είτε είναι οι «κακοί» της ιστορίας. Επιτρέπω στους κακούς να μιλήσουν για τα κίνητρα και τις επιθυμίες τους.
Στο τρίτο βιβλίο της σειράς, Κλεμμένες Ψυχές, το έγκλημα αλλάζει, παύει να έχει αμιγώς πολιτικά κίνητρα και γίνεται έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι δεν σας απασχολεί πια τόσο πολύ η πολιτική διάσταση της εγκληματικότητας;
Η απάντηση είναι πολύ πιο απλή. Μετά τις πρώτες ελεύθερες εκλογές του 2007 για τη συγκρότηση Ιρλανδικού Κοινοβουλίου, η Βόρεια Ιρλανδία άλλαξε σταδιακά. Μια καινούργια γενιά μεγαλώνει η οποία δεν έχει ζήσει τον τρόμο και τη βία των Ταραχών. Αλλά και το έγκλημα παγκοσμιοποιήθηκε στη νέα χιλιετία: το trafficking νεαρών κοριτσιών από τις Ανατολικές χώρες, τα ναρκωτικά, η οικονομική κρίση που ακολούθησε την ιλιγγιώδη ανάπτυξη στα τέλη της δεκαετίας του '90, η οποία έγινε γνωστή ως Κέλτικος Τίγρης… Όλα αυτά άλλαξαν ριζικά το Μπέλφαστ και τη Βόρεια Ιρλανδία. Η βία δεν είναι πλέον μια ανοιχτή καθημερινή πληγή, αλλά κάτι πιο υποδόριο και σκοτεινό.
Στο βιβλίο Κλεμμένες Ψυχές μας γνωρίσατε μία νέα ηρωίδα, την αστυνόμο Σερίνα Φλάναγκαν, η οποία μάλιστα στο επόμενο βιβλίο σας, το Πέπλο Σιωπής, είναι πρωταγωνίστρια. Γιατί έγινε αυτή η νέα αλλαγή;
Ο Τζακ Λένον αποδείχτηκε υπερβολικά ευάλωτος στα φαντάσματα του παρελθόντος του, και ήδη από τις Κλεμμένες Ψυχές χρειαζόταν μια πιο στιβαρή παρουσία στη διαλεύκανση των εγκλημάτων. Στην αρχή είχα στο μυαλό μου τη Σερίνα σαν μια σκληρή, φιλόδοξη και αδίστακτη σαραντάρα. Τότε όμως έτυχε να δω τη σειρά «The Fall», στην οποία η αστυνομικίνα είναι μια… σκληρή, φιλόδοξη κι αδίστακτη σαραντάρα. Έτσι ξαναδούλεψα τον χαρακτήρα της, χρησιμοποιώντας σαν πρότυπο τη σύζυγό μου. Έχει κι εκείνη έντονη την αίσθηση της δικαιοσύνης, του σωστού και του λάθους. Η Σερίνα τα έβγαλε πέρα μια χαρά επωμιζόμενη το βάρος τριών βιβλίων και είναι πολύ πιο συμπαθής στους αναγνώστες από τον Τζακ Λένον. Ξέρετε, είναι περίεργο το γεγονός ότι οι αναγνώστες συμπάθησαν ακόμα και τον Τζακ Φέγκαν περισσότερο από τον Λένον. Του συγχώρεσαν μια ντουζίνα φόνους, ενώ το έγκλημα του Λένον είναι πως του αρέσουν πολύ οι γυναίκες και το αλκοόλ, και είναι αυτοκαταστροφικός.
Η φετινή χρονιά έφερε μια έκπληξη στο αναγνωστικό κοινό σας. Γράψατε ένα τελείως διαφορετικό βιβλίο, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Heylen Beck. (σημ: Ο Νέβιλ μας εξομολογήθηκε ότι το ψευδώνυμό του είναι σύνθεση των επιθέτων των δύο αγαπημένων του μάγων της κιθάρας: του Eddie Van Halen και του Jeff Beck). Ο τίτλος του νέου βιβλίου σας είναι Here and Gone, και ένα μεγάλο κομμάτι του διαδραματίζεται στην Αριζόνα. Δεν ήταν ένα ρίσκο αυτό, με δεδομένο ότι οι αναγνώστες ταυτίζονται συνήθως με οικείους ήρωες;
Ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο χωρίς να έχω εξασφαλίσει συμβόλαιο, κάτι που μου έδωσε μεγάλη ελευθερία. Όπως με το πρώτο βιβλίο, κανείς δεν περίμενε συγκεκριμένα πράγματα από μένα, ήμουν ελεύθερος να αναπτύξω νέους ήρωες και τελείως διαφορετικές συνθήκες και καταστάσεις.
Η ιδέα ήταν πάλι μια φράση που ξεφύτρωσε στο μυαλό μου αργά ένα βράδυ, πριν πέσω για ύπνο. «Υπάρχει ένας άνθρωπος που θα μου δώσει ένα εκατομμύριο δολάρια για ένα παιδί. Ή τρία εκατομμύρια για ένα ζευγάρι παιδιών». Ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο χωρίς να έχω εξασφαλίσει συμβόλαιο, κάτι που μου έδωσε μεγάλη ελευθερία. Όπως με το πρώτο βιβλίο, κανείς δεν περίμενε συγκεκριμένα πράγματα από μένα, ήμουν ελεύθερος να αναπτύξω νέους ήρωες και τελείως διαφορετικές συνθήκες και καταστάσεις. Εν προκειμένω, ήθελα να μιλήσω για το σκοτεινό εκείνο τμήμα του ιντερνέτ, όπου όλα αγοράζονται και πουλιούνται, την πιο τρομακτική έκφραση της ανθρώπινης ύπαρξης. Στη διάρκεια μιας περιοδείας προώθησης των βιβλίων μου διέσχισα την Αριζόνα κι άλλα μέρη των ΗΠΑ, κάνοντας την απαραίτητη επιτόπια έρευνα.
Το Here and Gone (σημ: το βιβλίο θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα το φθινόπωρο του 2018 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση της Βάσιας Τζανακάρη) είναι περισσότερο ψυχολογικό θρίλερ παρά απλό whodunit. Ποιοι συγγραφείς σάς έχουν επηρεάσει, σύγχρονοι ή παλαιότεροι;
Θαυμάζω απεριόριστα τον Τζέιμς Ελρόι, ο οποίος ήταν ο πρώτος σπουδαίος συγγραφέας που πίστεψε σε μένα. Επίσης, είμαι θαυμαστής του Λη Τσάιλντ και του Στίβεν Κινγκ. Όσον αφορά εκείνη τη γκρίζα περιοχή ανάμεσα στο θρίλερ και τον τρόμο, έμαθα πολλά από τον Τζον Κόνολι, ενώ από τον Τόμας Χάρις διδάχτηκα το πώς ο συγγραφέας οφείλει να επιτρέπει στους κακούς να διηγηθούν την ιστορία και τις επιθυμίες τους. Σε όλα τα βιβλία μου υπάρχει έντονο το σασπένς που δημιουργεί το θρίλερ, με κυριότερο παράδειγμα τα «Φαντάσματα».
Επομένως, οι αναφορές σας είναι κυρίως οι Αμερικανοί συγγραφείς. Δεν συμπαθείτε τους Βρετανούς μάστορες του είδους; Κι εκτός των Αγγλοσαξόνων, διαβάζετε άλλες εθνικές σχολές αστυνομικής λογοτεχνίας;
Η κλασική αγγλική σχολή της Άγκαθα Κρίστι και της Ντόροθι Σέγιερς μιλούν για εγκλήματα σε επαύλεις μιας άλλης εποχής. Τόσο εγώ, όσο και άλλοι Ιρλανδοί συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας, ενδιαφερόμαστε περισσότερο για το έγκλημα που διαπράττεται στον δρόμο, γι' αυτό έχουμε επηρεαστεί από τους σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς. Εκτός όσων προανέφερα, διαβάζω με μεγάλη απόλαυση τη Μέγκαν Άμποτ, τον Γκρέγκορι ΜακΝτόναλντ και τον Τομ Φράνκλιν. Φυσικά υπάρχουν Βρετανοί συγγραφείς που εκτιμώ πολύ, όπως ο Τεντ Λιούις (σημ: γνωστός από την ταινία «Get Carter» η οποία βασίστηκε σε βιβλίο του), και πολλοί Ιρλανδοί.
Έχω διαβάσει αρκετούς Σκανδιναβούς, τον Νέσμπο, τον Άρνε Νταλ, τον Στιγκ Λάρσον. Ξεχωρίζω τον Χένινγκ Μανκέλ. Δυστυχώς, ομολογώ ότι δεν γνωρίζω κανέναν Έλληνα συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας.
Μια και αναφέρατε τους Ιρλανδούς ομοτέχνους σας, θα λέγατε ότι υπάρχει μια ευδιάκριτη ιρλανδέζικη σχολή αστυνομικής λογοτεχνίας, ανάλογη του ονομαζόμενου «tartan noir»; Εσείς ο ίδιος χρησιμοποιήσατε κάποτε τον όρο «norm noir» για το βιβλίο του συμπατριώτη σας Έιντριαν ΜακΚίντι. Ή μήπως προτιμάτε τον όρο «Μπέλφαστ νουάρ»;
Υπάρχει πράγματι μια γενιά συγγραφέων που τοποθετούν τα βιβλία τους στο Μπέλφαστ την εποχή των Ταραχών ή τη μεταγενέστερη περίοδο. Ωστόσο, νομίζω ότι οι Ιρλανδοί, οι Σκοτσέζοι και οι Άγγλοι συγγραφείς αποτελούν μια ενιαία σχολή στην οποία εντάσσονται πολλά υποείδη, ανεξαρτήτως εθνικής ταυτότητας.
Υπάρχει πράγματι μια γενιά συγγραφέων που τοποθετούν τα βιβλία τους στο Μπέλφαστ την εποχή των Ταραχών ή τη μεταγενέστερη περίοδο. Ωστόσο, νομίζω ότι οι Ιρλανδοί, οι Σκοτσέζοι και οι Άγγλοι συγγραφείς αποτελούν μια ενιαία σχολή στην οποία εντάσσονται πολλά υποείδη, ανεξαρτήτως εθνικής ταυτότητας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο Belfast Noir, αλλά τα διηγήματα είναι γραμμένα από συγγραφείς διαφόρων εθνικοτήτων.
Πώς γράφετε τα βιβλία σας, βάσει αυστηρού εργασιακού προγράμματος και οργανωμένου προσχεδίου;
Φτιάχνω προσχέδια αλλά σπάνια τα ακολουθώ. Όταν ξεκινήσει η διαδικασία της γραφής, αφήνω τους ήρωες να με οδηγήσουν εκεί που θέλουν. Μου έχει τύχει να μου ζητήσει ο εκδότης να εξαφανίσω έναν ήρωα ή να μη σκοτώσω κάποιον άλλο. Μέχρις ενός σημείου όλα είναι ρευστά, επομένως και πιθανά. Προσπαθώ να γράφω καθημερινά, βάσει ωραρίου, κι από τότε που έχω δύο μικρά παιδιά, καταφεύγω στην τοπική βιβλιοθήκη (σημ: ο Νέβιλ ζει μισή ώρα έξω από το Μπέλφαστ, σε μια κωμόπολη) όπου βρίσκω ησυχία. Χωρίς τους περισπασμούς της τηλεόρασης και διαφόρων άλλων συσκευών, εργάζομαι απερίσπαστος ως νωρίς το απόγευμα.
Θα επανέρθετε στην αστυνόμο Σερίνα Φλάναγκαν; Μήπως θα επιστρέψει ο ανανήψας Τζακ Λένον; Ή θα συνεχίσετε να γράφετε ως Haylen Beck;
Έχω αρκετές ιδέες και για τις δυο σειρές. Το σίγουρο είναι ότι αυτή την εποχή γράφω ένα βιβλίο ως Haylen Beck. Αυτά τα μυθιστορήματα θα είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους, χωρίς ένα συγκεκριμένο ήρωα, stand alone όπως λέγονται στο χώρο των εκδόσεων. Αλλά θέλω να επιστρέψω στη Σερίνα Φλάναγκαν, να τη βάλω να εξιχνιάζει μια υπόθεση με τη βοήθεια του Τζακ Λένον – ο οποίος, πρέπει να πω, ότι έχει συνταξιοδοτηθεί και ζει σε μια παραθαλάσσια πόλη εργαζόμενος ως υπάλληλος σε εταιρεία ασφαλείας.
Μια τελευταία ερώτηση: πώς είναι σήμερα το Μπέλφαστ;
Το κέντρο της πόλης έχει αναπτυχθεί εμπορικά, υπάρχει πολύς τουρισμός, φημίζεται πλέον για την κουζίνα του. Διαθέτει ένα από τα πιο εξειδικευμένα βιβλιοπωλεία αστυνομικής λογοτεχνίας, το «No Alibis», στο οποίο ήμουν πελάτης πολύ πριν αρχίσω να γράφω. Εκεί κάνω τις παρουσιάσεις των βιβλίων μου, εκεί μαζεύτηκαν 700 άτομα για να γνωρίσουν τον Τζέιμς Ελρόι. Και μερικές φορές συναντώ τον Βαν Μόρισον να ψάχνει τις καινούργιες εκδόσεις. Εντούτοις, μόλις απομακρυνθεί κανείς από το κέντρο, τα συνθήματα στους τοίχους τού θυμίζουν ότι οι πληγές δεν έχουν κλείσει ακόμα κι ελπίζω το Μπρέξιτ να μη σταθεί η αφορμή για να ξανανοίξουν.
* Η ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ είναι μεταφράστρια και συγγραφέας.