
«Είναι εξαιρετική η προσκόλληση που έχουν οι άνθρωποι στον τόπο τους. Η μνήμη της Ιστορίας, η μνήμη του τι είναι ένας τόπος… Η Βαρσοβία ανακατασκευάστηκε από καρτ ποστάλ, πίνακες ζωγραφικής, κάθε οπτική πληροφορία που οι άνθρωποι είχαν συσσωρεύσει και κρατήσει και προσπάθησαν να αναπαράγουν. Η δύναμη της πόλης είναι η δύναμη της μνήμης και της αφοσίωσης. Οι αυτοκρατορίες καταρρέουν, οι πόλεις κατά κάποιον τρόπο παραμένουν στη θέση τους» μας είπε ο Μπεν Γουίλσον, που βρέθηκε στην Κρήτη για τη συμμετοχή του στο 4ο Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων. Κεντρική εικόνα: Σε εκδήλωση του ΦΒΧ. Άλλες εικόνες: Από την ίδια εκδήλωση, με την Τίνα Μανδηλαρά.
Συνέντευξη στον Σόλωνα Παπαγεωργίου
Ο Βρετανός ιστορικός Μπεν Γουίλσον επισκέφτηκε στην Κρήτη για να συμμετάσχει στο 4ο Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων – τον συναντήσαμε στο λόμπι του ξενοδοχείου του, να μας περιμένει χαμογελαστός, ανυπομονώντας να μιλήσει για την ιδιαίτερη οπτική από την οποία εξετάζει την Ιστορία. Ο Γουίλσον επικεντρώνεται ιδιαιτέρως στη σημασία των πόλεων για τον ανθρώπινο πολιτισμό, από τις ιωνικές πόλεις κράτη της αρχαιότητα ως τα σημερινά αστικά κέντρα της Ανθρωπόκαινου.
Μιλήσαμε μαζί του για την άνοδο και την παρακμή των πολιτισμών, τον εξευγενισμό, την αναδιαμόρφωση των πόλεων για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.
Τα βιβλία σας Metropolis (μτφρ. Βιολέττα Ζεύκη-Βοργιά) και Αστική ζούγκλα (μτφρ. Χριστόδουλος Λιθαρής) πραγματεύονται ένα πρωτότυπο θέμα, τη σημασία των πόλεων, των αστικών ιστών για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Τι κάνει τις πόλεις τη «μεγαλύτερη ανακάλυψη του ανθρώπου», όπως σημειώνετε στον υπότιτλό σας;
Είναι μια τολμηρή δήλωση, αλλά πιστεύω πως η «πόλη» είναι ένας ενδιαφέροντας χώρος για πολλούς και διάφορους λόγους, εφόσον μέσα της οι άνθρωποι συγκεντρώνονται και παράγουν, ανταλλάσουν και καταγράφουν ιδέες.
Η Τέχνη εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε στρατόπεδα κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, όπου οι άνθρωποι συναντιόντουσαν εποχιακά. Όταν οι άνθρωποι συναντιούνται σε πόλεις, τότε η αλλαγή συμβαίνει πολύ γρηγορότερα.
Η οργάνωση σε πόλεις επέτρεψε όχι μόνο την καταγραφή και τη μετάδοση πληροφοριών από γενιά σε γενιά, αλλά και την ανάπτυξη ιστοριών -που είναι η πηγή της πολιτισμικής μας δύναμης-, της γλώσσας, των τρόπων που μεταδίδουμε πληροφορίες. Η παραγωγή καινοτομίας στις πόλεις δεν θα μπορούσε να προκαθοριστεί ή αναπαραχθεί πουθενά αλλού.
Νομίζω πως ανέκαθεν παρήγαμε τα καλύτερα πράγματα όταν ήμαστε ενωμένοι. Έτσι δεν είναι; Η Τέχνη εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε στρατόπεδα κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, όπου οι άνθρωποι συναντιόντουσαν εποχιακά. Όταν οι άνθρωποι συναντιούνται σε πόλεις, τότε η αλλαγή συμβαίνει πολύ γρηγορότερα. Κάπως έτσι προέκυψαν τα μαθηματικά, η γραφειοκρατία, ο στρατός, τα κράτη… Νομίζω πως η ιστορία κωδικοποιείται στις πόλεις.
Στο Metropolis μιλάτε για την άνοδο, αλλά και για την παρακμή σημαντικών αστικών κέντρων, που ως αποτέλεσμα οδήγησε στην πτώση ολόκληρων αυτοκρατοριών. Αυτή η διαδικασία είναι αναπόφευκτη; Υπάρχουν κοινά, προειδοποιητικά σημάδια που χαρακτηρίζουν κάθε περίοδο παρακμής;
Ένα από από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα για τα οποία γράφω είναι η ανθεκτικότητα των πόλεων. Οι πολύ πρώιμες πόλεις στη Μεσοποταμία αναπτύχθηκαν, άκμασαν και παράκμασαν μέσα σε ένα εκπληκτικά μεγάλο χρονικό διάστημα και άντεξαν περισσότερο από οποιαδήποτε, σημερινή πόλη. Τα αρχαιολογικά αρχεία φανερώνουν μια συνεχή ανανέωση: πόλεις κάηκαν και ξαναχτίστηκαν ή «επαναχρησιμοποιηθήκαν». Δημιουργούνταν στρώματα πόλεων, ανθρώπινες μυρμηγκοφωλιές, ένα μόνιμο αρχείο, με κάθε επόμενο πολιτισμό να χτίζεται πάνω στον προηγούμενο.
Η κλασική μας άποψη για την «πτώση του πολιτισμού» έχει να κάνει με την καταστροφή της Βαβυλώνας, που μνημονεύεται σε όλη την Ιστορία. Πρόκειται για τη βιβλική ιδέα της καταστροφής. Όμως, πόλεις όπως η Βαβυλώνα επέζησαν για χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια και μετά εξαφανίστηκαν παρά καταστράφηκαν ολοσχερώς. Ακόμα και στη σύγχρονη εποχή, έχουμε πόλεις που παραλίγο να καταστραφούν ολοσχερώς, όπως η Βαρσοβία ή η Χιροσίμα. Αλλά έχουμε την τάση να χτίζουμε πάνω στις στάχτες των παλιών πόλεων, να χρησιμοποιούμε εκ νέου τα υλικά τους. Γι’ αυτό είναι ωραίο κιόλας να πηγαίνεις σε μια παλιά πόλη, μπορείς να κοιτάξεις πώς έχουν χρησιμοποιηθεί, επαναχρησιμοποιηθεί, ανακυκλωθεί και αλλάξει τα κτήρια με την πάροδο του χρόνου.
Αντίστοιχα, η Αρχαία Ρώμη, μια πόλη ενός εκατομμυρίου κατοίκων, ήταν το κέντρο μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας, έπειτα συρρικνώθηκε στο μέγεθος ενός χωριού και μετά επέστρεψε, έγινε η έδρα ενός νέου είδους δύναμης, ξανάγινε μεγάλη πόλη.
Οπότε πώς μπορούμε να προσδιορίσουμε την πτώση ενός πολιτισμού; Σχετίζεται με τις πόλεις; Θα έλεγα πως οι πόλεις διατηρούνται, ως μέρη τα οποία οι άνθρωποι αγαπούν, στα οποία θέλουν να επιστρέψουν. Όταν οι πόλεις βομβαρδίζονται, κάποιοι εκπλήσσονται που οι άνθρωποι επιστρέφουν στα ερειπωμένα σπίτια τους, όπως συνέβη την ημέρα που η Βαρσοβία απελευθερώθηκε από τον ναζιστικό έλεγχο ως ένας σωρός από ερείπια. Υπήρχαν ροές ανθρώπων που ερχόντουσαν για να ξαναχτίσουν την πόλη τους. Είναι εξαιρετική η προσκόλληση που έχουν οι άνθρωποι στον τόπο τους. Η μνήμη της Ιστορίας, η μνήμη του τι είναι ένας τόπος… Η Βαρσοβία ανακατασκευάστηκε από καρτ ποστάλ, πίνακες ζωγραφικής, κάθε οπτική πληροφορία που οι άνθρωποι είχαν συσσωρεύσει και κρατήσει και προσπάθησαν να αναπαράγουν. Η δύναμη της πόλης είναι η δύναμη της μνήμης και της αφοσίωσης. Οι αυτοκρατορίες καταρρέουν, οι πόλεις κατά κάποιον τρόπο παραμένουν στη θέση τους.
Μια ερώτηση που ξεπήδησε μόλις τώρα: ποια είναι η άποψή σας για τον εξευγενισμό; Έχει να κάνει με την ανανέωση ή την παρακμή των πόλεων;
Νομίζω πως είναι μια μορφή βραχυπρόθεσμης παρακμής, με την έννοια ότι είναι ένα τεράστιο πρόβλημα για κάθε πόλη, όπως η Λισαβόνα, για παράδειγμα, που γίνεται θύμα της ίδιας της επιτυχίας της, μια πολύ ανοιχτή και όμορφη πόλη που στρέφεται εναντίον των κατοίκων της επειδή υπάρχει το Airbnb και οι ψηφιακοί νομάδες. Η πόλη μετατρέπεται σε έναν πολύ ελεγχόμενο χώρο, γίνεται πολύ ιδιωτικοποιημένη, ορίζεται ως κέντρο δημιουργίας πλούτου.
Αυτό ονομάζεται «Φαινόμενο της Σαγκάης», μιας και η Σαγκάη ξαναχτίστηκε κι από παρακμασμένη παρουσιάστηκε ως ένα τεράστιο success story.
Η αστική ανάπτυξη αυτού του είδους έχει τις ρίζες της στην Κίνα. Οι πόλεις γίνονται επενδυτικά οχήματα. Αυτό ονομάζεται «Φαινόμενο της Σαγκάης», μιας και η Σαγκάη ξαναχτίστηκε κι από παρακμασμένη παρουσιάστηκε ως ένα τεράστιο success story. Όλες οι πόλεις θέλησαν να της μοιάσουν, οι δήμαρχοι θέλησαν να αποκτήσουν διακριτά σημάδια νεωτερικότητας, χτίζοντας ουρανοξύστες και εμβληματικά κτίρια, τα οποία όμως δεν μας λένε πολλά για τους ανθρώπους που ζουν και κατοικούν στις πόλεις.
Όσα ανέκαθεν συνέβαιναν στις πόλεις, η αναστάτωση, η σύγκρουση διαφορετικών στοιχείων, ακόμα και τα μέρη που παρείχαν χώρους για διαμαρτυρία, παύουν να υπάρχουν και οι τιμές των ακινήτων ανεβαίνουν. Υπάρχουν πολλά άδεια κτίρια, που χρησιμοποιούνται ως Airbnb ή για ανθρώπους που έρχονται και εργάζονται εξ αποστάσεως, οπότε χάνεται η διακριτή ταυτότητα. Η ψυχή της πόλης είναι οι άνθρωποί της, οι μνήμες στις γειτονιές της.
Ποια θα είναι η κατάληξη; Δεν ξέρω, γιατί είμαι πάντα πολύ επιφυλακτικός, ως ιστορικός. Η άνθηση, οι «πόλεμοι των λεωφορείων», οι πανδημίες παίζουν ρόλο... Θα δίσταζα λοιπόν να πω πως αυτό προμηνύει έναν καταστροφικό φαύλο κύκλο. Αυτό που θα πω με βεβαιότητα είναι πως η ιστορία μιας πόλης περιλαμβάνει και τα λάθη, τις μετατοπίσεις, τις αλλαγές που συνέβησαν. Παρακολουθούμε μια ακτογραμμή στην οποία η παλίρροια ανεβαίνει και κατεβαίνει. Αλλαγές συμβαίνουν συνεχώς.
Προς το παρόν, πάντως, η πόλη είναι πολύ σκληρή για τους νέους, γιατί όλα είναι ακριβά, κι έχει γίνει λιγότερο διασκεδαστικό και περισσότερο επιτηρούμενο μέρος.
Ας επιστρέψουμε στα βιβλία σας… Ιδιαίτερη έμφαση δίνετε στις πόλεις κράτη και γενικώς, στον αρχαιοελληνικό κόσμο, από τον οποίο άλλωστε προέρχεται ο όρος «πόλις». Κάνετε λόγο για μια καλά οργανωμένη «πολιτική, θρησκευτική, στρατιωτική και οικονομική κοινότητα ελευθέρων πολιτών». Σήμερα, η έννοια της «πόλης» όμως, με την αποξένωση, τη δουλειά από το σπίτι, την αμφισβήτηση των θεσμών, δεν έχει κατά κάποιον τρόπο χάσει ένα μέρος του κύρους της;
Από την αρχαιότητα; Θαρρώ πως ναι. Ενώ οι προηγούμενοι πολιτισμοί οργανώθηκαν γύρω από χώρους με κριτήριο τη θρησκεία, την έκφραση, τη δύναμη των ηγεμόνων κλπ, η ελληνική πόλη ήταν ένα μέρος όπου σφυρηλατήθηκε η έννοια του «πολίτη». Η ιδιότητα του πολίτη συνδέεται για πρώτη φορά με έναν υπαρκτό χώρο όπου υπάρχει εμπόριο, πολιτική, δίκαιο, κουτσομπολιό κι άλλες δραστηριότητες που συνδέονται μεταξύ τους.
Έτσι διαμορφώθηκε η αστική «ενέργεια», συνδεδεμένη με την Αθηναϊκή Αγορά και άλλους παρόμοιους χώρους ή μέρη όπου οι άνθρωποι συγκεντρώνονταν για την υλοποίηση πολιτικών. Κάτι αντίστοιχο συνέβη στη Ρωμαϊκή Αγορά, τα Ρωμαϊκά Λουτρά ή τα καφενεία στο Λονδίνο στις απαρχές της Βιομηχανικής Επανάστασης. Χώροι όπου κάπως ανεπισήμως επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών, οι συναντήσεις μεταξύ ανθρώπων, που αποτελούν την καρδιά μιας πόλης.
Τα κεντρικά γραφεία της Apple στη Σίλικον Βάλεϊ προσπαθούν να μιμηθούν τη δομή μιας πόλης, με γραφήματα και μετρητές, γιατί στην πόλη προκύπτει η δημιουργικότητα, όχι τόσο σε θεσμικούς χώρους, όσο σε αυθόρμητες συναντήσεις. Οπότε ναι, όπως είπατε και στην ερώτησή σας, με αυτόν τον τρόπο οικοδομήθηκαν οι ιωνικές πόλεις-κράτη, αλλά και οι ιταλικές, η Χανσεατική Ένωση και οι πόλεις κράτη του Ινδικού Ωκεανού, μέρη στον Μεσαίωνα όπου ευνοήθηκε η διαμόρφωση επιχειρηματικών τεχνικών, στρατιωτικών τεχνολογιών, ακόμα και πολιτικών ιδεών, σε μικρότερη κλίμακα απ’ ό,τι στην αρχαιότητα.
Αυτή η συζήτηση άνοιξε κατά τη διάρκεια της πανδημίας -τότε κυκλοφόρησε το Metropolis- κι όλοι άρχισαν να λένε πως «η πόλη είναι νεκρή», η ιδέα της πόλης τελειωμένη.
Αλλά ας περάσουμε στο σήμερα. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως όλα αυτά εξακολουθούν να συμβαίνουν στον κόσμο της τηλεργασίας, της αστυνόμευσης και όλων όσα συμβαίνουν στα κέντρα των πόλεων. Ευτυχώς, ακόμα μας αρέσει να πηγαίνουμε σε αγορές, για να συναντήσουμε κόσμο, σε δημόσιες εκδηλώσεις. Η ίδια ανθρώπινη ανάγκη υπάρχει ακόμα. Το κατά πόσο ικανοποιείται από τις σύγχρονες δομές είναι ένα διαφορετικό ερώτημα… Η «εκκαθάριση» γειτονιών προκειμένου να χτιστούν σύγχρονα κτίρια περισσότερο σκοτώνει τη δημιουργικότητα.
Ένα ακόμη ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι το κατά πόσο οι νέες τεχνολογίες χρησιμεύουν στην αναπαραγωγή της αίσθησης της αστικής ζωής. Ίσως να μην χρειαζόμαστε τις πόλεις πια αν, κι αυτό είναι ένα μεγάλο «αν», η τεχνολογία μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της ανταλλαγής ιδεών με αυθόρμητο και οργανικό τρόπο. Αυτή η συζήτηση άνοιξε κατά τη διάρκεια της πανδημίας -τότε κυκλοφόρησε το Metropolis- κι όλοι άρχισαν να λένε πως «η πόλη είναι νεκρή», η ιδέα της πόλης τελειωμένη. Αυτό ήταν παροδικό, όμως – είναι εύκολο να απορρίψεις την ιδέα της «πόλης» εν καιρώ πανδημίας.
Έχω πάει σε αυτά τα μέρη, στο Λάγος, στο Computer Village, ένα μέρος όπου οι άνθρωποι ανταλλάσουν ιδέες.
Πρέπει, επίσης, να λάβουμε υπόψιν μας πως μεγάλο μέρος της αστικής ανάπτυξης δεν συμβαίνει στις πόλεις της Δύσης ή τον παγκόσμιο Βορρά. Ότι οι μεγαλύτερες αλλαγές και μεταναστεύσεις παγκοσμίως συμβαίνουν σε πόλεις της Αφρικής, ας πούμε. Και σε αυτά τα μέρη, που ονομάζουμε παραγκουπόλεις ή άτυπους οικισμούς, εξακολουθεί να υπάρχει ένα μείγμα ανθρώπων με καινοτόμες ιδέες και μια αίσθηση της κοινότητας. Έχω πάει σε αυτά τα μέρη, στο Λάγος, στο Computer Village, ένα μέρος όπου οι άνθρωποι ανταλλάσουν ιδέες. Εκεί η μαθητεία γίνεται πρόσωπο με πρόσωπο και η οργάνωση μοιάζει αυθόρμητη. Το Computer Village έχει τα δικά του δικαστήρια, το δικό του αστυνομικό σώμα. Συμβαίνει κάτι που έχουμε δει ξανά και ξανά στην Ιστορία, άνθρωποι έρχονται στην πόλη, σχηματίζουν ομάδες και προωθούν τις ιδέες τους ο ένας στον άλλον. Δεν πρέπει λοιπόν να ξεχνάμε πως αυτό εξακολουθεί να υπάρχει σε όλον τον κόσμο.
Ο ρυθμός της αστικής ζωής αλλάζει παγκοσμίως, βέβαια. Κατά κάποιον τρόπο, γυρίζουμε την πλάτη μας στην ιδέα της «πόλης», ιδίως στις μεγαλουπόλεις, για όλους τους λόγους που συζητήσαμε προηγουμένως, τις ανακαινίσεις, τα Airbnb, τους ψηφιακούς νομάδες, τις επενδύσεις στα αστικά κέντρα που τα καθιστούν ανώνυμους χώρους. Η πόλη των μεταναστών, των κοινοτήτων, εξακολουθεί να υπάρχει, απλώς δεν τη βρίσκεις στο κέντρο της πόλης πια. Κι αυτό που πραγματικά με ενδιαφέρει είναι η αστικοποίηση των προαστίων. Το να έχεις τον χώρο εργασίας σου, το μέρος όπου ψωνίζεις και επισκευάζεται το αυτοκίνητό σου – όλα αυτά υπάρχουν, απλώς όχι στα παλιομοδίτικα αστικά κέντρα. Ίσως θα έπρεπε να μάθουμε πώς να ξαναγίνουμε πολίτες, με την έννοια του να είμαστε παρόντες, να συμμετέχουμε στις γειτονιές μας. Μια πόλη δεν είναι μόνο το μνημειώδες κτίριο στο κέντρο της, αλλά και οι γειτονιές της. Μια πόλη όπως το Λάγος είναι περίπου πέντε ή έξι διαφορετικές πόλεις, ενωμένες μεταξύ τους, κατά κάποιον τρόπο. Δεν είναι ένα μεγάλο κέντρο, αλλά πολλές πόλεις.
Ίσως χρειαζόμαστε ένα «προαστιακό» μοντέλο – ένα αρχιπέλαγος πόλεων.
Συχνά μιλάμε για τον κόσμο που αστικοποιείται, αλλά στην πραγματικότητα προαστικοποιείται. Πρέπει να ξανασκεφτούμε τι είναι «πόλη», επειδή μάλλον έχει πολλά κέντρα, όχι μόνο ένα. Η «γειτονιά» είναι σημαντική για την ψυχική υγεία των κατοίκων. Πρέπει να έχουμε μέρη που μπορούν να περπατηθούν, αλλά συχνά τα αποκτάμε στο κέντρο της πόλης – τα συνδέουμε με το ιστορικό κέντρο της, αλλά νομίζω πως αυτό φτωχαίνει άλλα μέρη. Ίσως χρειαζόμαστε ένα «προαστιακό» μοντέλο – ένα αρχιπέλαγος πόλεων.
Ιδίως στην Αστική ζούγκλα κάνετε λόγο για τις λωρίδες φύσης εντός του αστικού πλαισίου, στις οποίες, λέτε, πως μπορεί να κρύβονται θησαυροί, σπάνια φυτά, καρποί, συστατικά για φάρμακα. Στον 21ο αιώνα, γράφετε, πως παρατηρείται μια στροφή προς την οικολογία και την πράσινη ανάπτυξη. Ποιες είναι οι σημαντικότερες αλλαγές που πρέπει να γίνουν στις πόλεις μας για να βελτιωθεί η κατάσταση;
Η απάντηση, κατά κάποιον τρόπο, είναι όλο το βιβλίο μου (γελάει). Αλλά νομίζω πως συνδέεται με όσα είπαμε πριν, με τον τρόπο που σκεφτόμαστε τι είναι μια πόλη. Σωστά; Μόλις μίλησα για την πόλη ως ένα μέρος που δεν έχει ένα κέντρο, αλλά πολλά. Αντίστοιχα, παρότι δεν έχουμε την τάση να βλέπουμε την πόλη ως έναν χώρο πράσινο, ένα οικοσύστημα, είναι σε μεγάλο βαθμό. Ένα ζωντανό οικοσύστημα, σε μεγάλο βαθμό χρήσιμο, που αλλάζει πολύ γρήγορα. Επεκτείνουμε, σε παγκόσμια κλίμακα, εστίες βιοποικιλότητας.
Πρέπει να βλέπουμε τις πόλεις όχι μόνο ως γκρίζους χώρους αλλά και ως μέρη γεμάτα με ανθρώπινη δραστηριότητα και ανθρώπινα όντα που ενώνονται, είναι καινοτόμα και παράγουν ιδέες και οικονομική ανάπτυξη, αλλά και όπου υπάρχει φύση. Καμιά φορά το ξεχνάμε αυτό… Αν πάμε πίσω μερικούς αιώνες, θα δούμε πως τα όρια μεταξύ φύσης και πόλης ήταν πιο πορώδη. Οι άνθρωποι καλλιεργούσαν τα τρόφιμά τους στις πόλεις, εξαρτιόνταν από τη γεωργία και τα ποτάμια. Κάποια στιγμή, απομακρυνθήκαμε από αυτό το μοντέλο.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να ξανασκεφτούμε τι είναι «πόλη» και πώς συνδέεται με τη βιοποικιλότητα. Αν κάνουμε την έρευνά μας, θα μάθουμε πως η Νέα Υόρκη έχει περισσότερα είδη απ’ ό,τι το Εθνικό Πάρκο Γιοσέμιτι. Αντίστοιχα, στη Μεγάλη Βρετανία, που έχει περιορισμένη βιοποικιλότητα, με περίπου 15.000 είδη φυτών, τα 13.000 από αυτά εντοπίζονται στο Λονδίνο. Υπάρχουν πολλοί λόγοι – οι άνθρωποι ανέκαθεν φύτευαν σπόρους σε κήπους και πάρκα για εμπορικούς λόγους ή λόγω μόδας.
Οι πόλεις δεν είναι μέρος όπου πεθαίνει η φύση, αλλά όπου ζει. Πρέπει να θυμηθούμε πως στο παρελθόν, η φύση έδινε πόρους στους ανθρώπους, καυσόξυλα, τροφή, νερό. Στην πορεία απομακρυνθήκαμε από τη φύση, σκεπτόμενοι πως η επιστήμη και η μηχανική θα μπορούσαν να μας υπερασπιστούν, αλλά πλέον ζούμε σε έναν κόσμο όπου γνωρίζουμε πως αυτό δεν είναι αλήθεια. Πως η μηχανική δεν αρκεί για να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή.
Σε όλη την Ιστορία, οι πόλεις προσαρμόζονται και αντιμετωπίζουν νέες απειλές κι ίσως ένας νέος τρόπος προσαρμογής είναι να γίνουν πιο πράσινες.
Ξέρετε, πόλεις όπως η Σιγκαπούρη, πόλεις στην Ολλανδία ήταν πολύ, πολύ προοδευτικές τη δεκαετία του ‘90, προωθώντας τη συνεργασία με τη φύση και την αξιοποίησή της ως τρόπου προστασίας. Οι πόλεις δεν θα σταματήσουν την κλιματική αλλαγή, γινόμενες πιο πράσινες, αλλά θα μετριάσουν τις επιπτώσεις της. Αποκτώντας περισσότερα δέντρα, αποκτάμε ένα είδος φυσικού κλιματισμού, ψύχουμε την πόλη και συγκρατούμε τα όμβρια ύδατα. Σε όλη την Ιστορία, οι πόλεις προσαρμόζονται και αντιμετωπίζουν νέες απειλές κι ίσως ένας νέος τρόπος προσαρμογής είναι να γίνουν πιο πράσινες. Μιλώ για το άγριο πράσινο, την άτυπη φύση, όχι απαραίτητα την «επίσημη».
Οι πόλεις θα έπρεπε να είναι διασκεδαστικά μέρη, σωστά; Δεν θα έπρεπε να αφορούν μόνο στις επιχειρήσεις, αλλά και τη διασκέδαση και την ομόνοια των ανθρώπων.
Πρέπει να σκεφτούμε με λίγο κυνισμό, κατά κάποιον τρόπο, και να δούμε πως η φύση μάς προστατεύει, πως έχουμε να κερδίσουμε κάτι. Αλλά πέρα από αυτό, όταν συζητάμε για δημόσιους χώρους, συνειδητοποιούμε πως οι άνθρωποι φαίνεται να λαχταρούν περισσότερο στον 21ο αιώνα την όχθη ενός ποταμού, μια παραλία, ένα πάρκο ή ένα δάσος, μέρη όπου έρχονται κοντά μεταξύ τους. Στο βιβλίο μου μιλώ αρκετά για το Βερολίνο, εφόσον έχει επιτρέψει την ύπαρξη της φύσης με πολύ ριζοσπαστικό τρόπο, κι επιπλέον είναι μια πόλη ανεκτική απέναντι στη νεανική κουλτούρα, την μποέμ δημιουργικότητα, κι έτσι είναι πολύ βιώσιμη και διασκεδαστική. Ίσως υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ βιωσιμότητας και πρασινάδας. Δεν πρόκειται, λοιπόν, μόνο για προστασία, πρόκειται για τη δημιουργία ευχάριστων τόπων για να ζούμε. Οι πόλεις θα έπρεπε να είναι διασκεδαστικά μέρη, σωστά; Δεν θα έπρεπε να αφορούν μόνο στις επιχειρήσεις, αλλά και τη διασκέδαση και την ομόνοια των ανθρώπων.
Αν θέλετε να αποκτήσετε εικόνα για τις πόλεις του μέλλοντος, πηγαίνετε στη Σιγκαπούρη, μια από τις πλουσιότερες πόλεις στον κόσμο, που επίσης είναι πολύ πράσινη. Πρόκειται για περιοχές που ανανεώνουν συνεχώς την άγρια φύση. Ίσως η νεωτερικότητα να μην είναι οι ουρανοξύστες, αλλά η ικανότητα που έχει μια πόλη να ζει με τη φύση, κατά το ολλανδικό μοντέλο. Από τη δεκαετία του 1990, οι Ολλανδοί έχουν γίνει ειδικοί στη διαχείριση του νερού, δίνοντας χώρο στο ποτάμια και αναζωογονώντας τα. Η πόλη του μέλλοντος δεν περιλαμβάνει ουρανοξύστες, γυάλινα ή χαλύβδινα κτίρια, ψηφιακές τεχνολογίες, αλλά αφήνει χώρο για τη φύση. Έτσι δημιουργούνται χώροι όπου οι άνθρωποι, ανάμεσα στη φύση, αλληλεπιδρούν, μιλάνε, πίνουν ένα ποτό, μοιράζονται ιδέες.
Παλαιότερα, η ανεξέλεγκτη βλάστηση, τα ζιζάνια και οι βλαστοί συνδέονταν με την παρακμή του πολιτισμού, πλέον ίσως να αποτελέσει σημάδι ανανέωσης.
Πώς νιώθετε για τη συμμετοχή σας στο 4ο Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων;
Έφτασα μόλις χθες το βράδυ, αλλά ήδη νιώθω την ενέργειά του. Σε έναν κόσμο που γίνεται όλο πιο ανώνυμος κι οι άνθρωποι βρίσκονται όλο συχνότερα πίσω από οθόνες, τα φεστιβάλ βιβλίου είναι ένας καταπληκτικός τρόπος ώστε οι συγγραφείς και το κοινό να βρεθούν κοντά πρόσωπο με πρόσωπο και να συζητήσουν. Νιώθω μεγάλη τιμή που με προσκάλεσαν και χαίρομαι που βρίσκω ανθρώπους που θέλουν να διαβάσουν, να ακούσουν, να μάθουν, να μιλήσουν σε ένα τόσο όμορφο μέρος. Είναι κι αυτός ένας τρόπος ανανέωσης της πόλης.
* Ο ΣΟΛΩΝΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Μπεν Γουίλσον έχει πτυχίο και μεταπτυχιακό στην Ιστορία από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Είναι συγγραφέας δοκιμίων, μεταξύ των οποίων το διεθνές μπεστ σέλερ Metropolis – Η ιστορία των πόλεων, της μεγαλύτερης ανακάλυψης του ανθρώπου, το What price liberty?, για το οποίο έλαβε το βραβείο Somerset Maugham, και το Empire of the deep: The rise and fall of the British Navy, που μπήκε στη λίστα των μπεστ σέλερ των Sunday Times.
Είναι σύμβουλος σε διάφορα ιστορικά τηλεοπτικά προγράμματα και έχει εμφανιστεί στην τηλεόραση και στο εθνικό ραδιόφωνο στις ΗΠΑ, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ιρλανδία. Έχει γράψει για τα έντυπα The Spectator, The Literary Review, The Independent On Sunday, The Scotsman, Men’s Health, The Guardian Online και GQ.