
Συνέντευξη της Γερμανίδας συγγραφέα Ρόμι Χάουσμαν (Romy Hausmann), που επισκέφτηκε την Αθήνα για να συμμετέχει στο Φεστιβάλ Αστυνομικής Λογοτεχνίας Agatha.
Στον Σόλωνα Παπαγεωργίου
Μια ηλιόλουστη Παρασκευή βρεθήκαμε στον Πολυχώρο των εκδόσεων Μεταίχμιο για να μιλήσουμε με τη Ρόμι Χάουσμαν, Γερμανίδα συγγραφέα σκοτεινών αστυνομικών μυθιστορημάτων.
Έχοντας δηλώσει έτοιμη για τη συμμετοχή της στο Φεστιβάλ Αστυνομικής Λογοτεχνίας Agatha, που διεξήχθη εκείνες τις ημέρες στο Πολεμικό Μουσείο, η μυθιστοριογράφος μάς μίλησε για το τελευταίο έργο της, το Perfect day (μτφρ. Δέσποινα Κανελλοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο), την παιδική της ηλικία στην Ανατολική Γερμανία, την τηλεοπτική διασκευή του παλαιότερου θρίλερ της Καλό μου παιδί, που φιλοξενείται στο Netflix και αγαπήθηκε από το ελληνικό κοινό, καθώς και τα μελλοντικά συγγραφικά της σχέδια.
Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά σας που κυκλοφορεί στα ελληνικά έχει τον τίτλο Perfect day, μια αναφορά στο γνωστό κομμάτι του Λου Ριντ. Χωρίς να κάνω spoiler, το κομμάτι είναι σημαντικό για την υπόθεση και το κίνητρο του δολοφόνου. Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο τραγούδι; Ποιο ήταν το αρχικό ερέθισμα για να γράψετε την ιστορία σας;
Άρχισα να γράφω την ιστορία χάρη στο τραγούδι. Ακούμε το διάσημο κομμάτι του Λου Ριντ σε γάμους ή όταν η ομάδα μας κερδίζει κάποιον ποδοσφαιρικό αγώνα ή σε κάποιο γεγονός που σχετίζεται με την επιτυχία, τη χαρά, κάποια τέλεια μέρα. Ήξερα το τραγούδι από μικρή, αλλά λίγο προτού ξεκινήσω να γράφω το μυθιστόρημα, στα σαράντα μου, έδωσα για πρώτη φορά έμφαση στους στίχους. Και σκέφτηκα: «Ω, γαμώτο, τραγουδάει τέλεια». Αλλά ταυτόχρονα, συνειδητοποίησα πως είναι ένα πολύ σκοτεινό κομμάτι. Αισθάνεσαι ρίγος όταν το ακούς. Ιδίως στο τέλος, όταν ακούγεται το «θα κοιμηθείς έτσι όπως έστρωσες».
Μου αρέσει να γράφω για όσα συμβαίνουν κάτω από την επιφάνεια, τις ψευδαισθήσεις που καταρρέουν, την απογοήτευση των ανθρώπων. Θεωρούμε πως γνωρίζουμε τα κοντινά μας πρόσωπα μόνο και μόνο επειδή στέκονται πλάι μας. Νομίζουμε πως ξέρουμε τα κίνητρά τους, τις σκέψεις τους, όσα συμβαίνουν στο κεφάλι τους. Όπως η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος, που έχει πολύ στενή σχέση με τον πατέρα της. Στην πραγματικότητα, δεν γνωρίζουμε εντελώς αυτούς τους ανθρώπους κι από εκεί πηγάζουν οι μεγαλύτερες απογοητεύσεις, ανατρέπονται όλες μας οι βεβαιότητες από μια απλή αλήθεια.
Θα κάνω spoiler, αλλά στην πρώτη σελίδα ο αναγνώστης μαθαίνει το όνομα του δολοφόνου. Ύστερα σκέφτεται: «Εντάξει, δεν μπορεί να το έκανε αυτός». Επειδή, ως άνθρωποι, έχουμε την τάση να πιστεύουμε ότι οι λύσεις είναι σύνθετες, αλλά κάποιες φορές δεν είναι. Μερικές φορές, η αλήθεια είναι απλή, απλώς δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε.
Η πρωταγωνίστρια του Perfect day, η Ανν, προσπαθεί να αθωώσει τον πατέρα της, γνωστό ακαδημαϊκό και ανθρωπολόγο, για τις δολοφονίες κάποιων κοριτσιών, την ίδια ώρα που ακόμα ένας χαρακτήρας, η Νάταλι, διαδραματίζει και αυτή σημαντικό ρόλο στην πλοκή. Δίνετε σημασία στο γυναικείο στοιχείο. Ήταν στις προθέσεις να δείξετε δυναμικές γυναίκες εν δράση;
Νομίζω πως μου βγαίνει πολύ φυσικά να γράφω για γυναίκες, επειδή είμαι γυναίκα. Και θέλω να πιστεύω πως οι γυναίκες και οι άντρες δεν απέχουν τόσο η μία από τον άλλον. Σε κάποιες πλευρές, βέβαια, διαφέρουν, οι περισσότερες γυναίκες προσεγγίζουν τις καταστάσεις ή τους ανθρώπους πιο συναισθηματικά.
Φυσικά, έχω γράψει και ανδρικούς χαρακτήρες, όπως αυτούς στο Καλό μου παιδί. Έχω γράψει από την οπτική γωνία ενός πατέρα. Μπορώ να το κάνω, αλλά μου είναι πιο εύκολο να προσπαθήσω να είμαι η κόρη ή η μητέρα μιας ιστορίας. Τότε γράφω με μεγαλύτερη ελευθερία.
Νομίζω πως σχετίζεται με το είδος, υπάρχει πολλή λογοτεχνία με κατά συρροή δολοφόνους που έχουν θέματα με τη μητέρα τους ή απλώς μισούν τις γυναίκες. Αυτή η απεικόνιση έχει γίνει κάπως κλισέ πλέον, δεν θα ήθελα να την παρουσιάσω στα βιβλία μου, ούτε θα ήθελα να γράψω μυθιστορήματα που βασίζονται μόνο στην πλοκή. Θέλω να εστιάζω στους συναισθηματικούς δεσμούς μεταξύ των χαρακτήρων μου.
Από τους χαρακτήρες, σκαρφίστηκα πρώτα την Ανν. Δεν ξέρω αν έχετε διαβάσει την ιστορία του BTK Killer. Διάβασα την αυτοβιογραφία της κόρης του, που έγραφε πως μεγάλωσε με τον τέλειο πατέρα, που της έμαθε να χορεύει, την έπαιρνε για ψάρεμα μαζί του… Ήταν ένας παραμυθένιος πατέρας. Μια μέρα, είδε έξω από το παράθυρό της ένα σκοτεινό αυτοκίνητο με έναν άνδρα μέσα, που έμοιαζε να την παρακολουθεί. Είχε ένα κακό προαίσθημα για όσα επρόκειτο να συμβούν και ξαφνικά άκουσε έναν χτύπο στην πόρτα κι όταν άνοιξε, άκουσε πως ο πατέρας της ήταν κατά συρροή δολοφόνος που καταζητείτο εδώ και πολλά χρόνια. Η κόρη του δεν μπορούσε να πιστέψει όσα άκουγε…
Γεννηθήκατε στην Ανατολική Γερμανία, λίγα χρόνια πριν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Αυτή η ταραγμένη περίοδος επηρέασε με κάποιον τρόπο το γράψιμό σας; Με ποιους τρόπους έχει περάσει στα βιβλία σας;
Συνέχεια μου κάνουν αυτή την ερώτηση, κυρίως δημοσιογράφοι του εξωτερικού. Για εμένα, δεν είναι και τόσο σημαντικό θέμα. Πέρασα μονάχα λίγα χρόνια στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας και είχα μια υπέροχη παιδική ηλικία, μιας και δεν καταλάβαινα τις πολιτικές εξελίξεις.
Μάλλον η Ιστορία έχει επηρεάσει τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων μου.
Οι γονείς μου, βέβαια, μου είχαν πει πως κάπου αλλού υπήρχε μια ζωή κάπως διαφορετική, πως υπήρχε η ελευθερία της επιλογής. Οι γονείς μου αναγκάστηκαν να αναλάβουν μια δουλειά που κάποιος άλλος είχε επιλέξει για εκείνους κι επίσης, δεν μπορούσαμε να πάμε διακοπές όπου θέλαμε. Μπορούσαμε να πάμε μόνο σε συγκεκριμένες χώρες και προτού ταξιδέψουμε, έπρεπε να πάμε στο δημαρχείο και να πάρουμε ένα έγγραφο για να μας επιτραπεί η έξοδος από τη χώρα για όσο διάστημα διαρκούσαν οι διακοπές, έως δυο εβδομάδες περίπου. Νομίζω πως γι’ αυτό με έλκουν θέματα όπως η ελευθερία, στη γραφή μου, αλλά και στη ζωή μου. Θέλω να μπορώ να δοκιμάζω πράγματα, να πειραματίζομαι, να είμαι ελεύθερη.
Νομίζω επίσης πως τα «σύνορα» με έχουν επηρεάσει πολύ. Οι πρωταγωνιστές μου θέτουν όρια στον εαυτό τους και δυσκολεύονται πολύ να τα διευρύνουν. Κατά μία έννοια, έχουν διαμορφώσει τις απόψεις τους και δυσκολεύονται να αποδεχτούν όσα βρίσκονται πέρα από αυτές. Μάλλον η Ιστορία έχει επηρεάσει τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων μου.
Για πρώτη φορά στη Γερμανία, η ακροδεξιά είναι στην αντιπολίτευση ενώ δημοσκοπικά βρέθηκε στην πρώτη θέση. Σε τι οφείλεται κατά τη γνώμη σας αυτή η εξέλιξη;
Δεν μπορώ να σας πω με σιγουριά. Οι άνθρωποι έχουν απομακρυνθεί ο ένας από τον άλλον. Κάποιοι ζουν πολύ άνετα, κάποιοι άλλοι δεν έχουν αρκετά χρήματα, δουλειά, ή το περιβάλλον στο οποίο θα επιθυμούσαν να ζήσουν και το φαινόμενο φουντώνει. Υπάρχει ζήλια και απληστία. Δεν μπορούμε πια να αισθανθούμε σαν μια ομάδα ή ένα σύστημα. Θα έπρεπε να είχαμε πάρει ένα μάθημα από την Ιστορία, να γνωρίζαμε πως δεν θα έπρεπε να επιστρέψουμε σε αυτή τη ζώνη. Είναι μεγάλο κρίμα… Δεν είμαι βέβαιη για τους λόγους, αλλά φοβάμαι για το πού θα μας οδηγήσει όλο αυτό…
Δεν πρέπει απλώς να φτιάχνουμε βιβλία που διαβάζονται στην παραλία κι ύστερα ξεχνιούνται.
Πιστεύετε ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι ταυτόχρονα και μια πλατφόρμα για να θίξει κανείς σημαντικά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα;
Εννοείται… Έχεις τόσο διαθέσιμο υλικό, πολλά θέματα. Δεν μπορείς απλώς να μιλάς για τύπους που πιάνουν τσεκούρια κι εξολοθρεύουν κόσμο. Οφείλουμε να γράφουμε για πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, καθώς είναι μεγάλο δώρο να ενδιαφέρονται για τα βιβλία μας οι άνθρωποι. Δεν πρέπει απλώς να φτιάχνουμε βιβλία που διαβάζονται στην παραλία κι ύστερα ξεχνιούνται. Θέλω να χρησιμοποιώ την ιδιότητά μου ως συγγραφέα για να προσφέρω λίγη τροφή για τη σκέψη.
Είχατε εργαστεί και στον χώρο της τηλεόρασης. Θεωρείτε πως επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο γράφετε;
Έκανα ντοκιμαντέρ. Βρισκόμουν στο πλατό πολύ συχνά, γνώρισα πολύ κόσμο, άκουσα τις ιστορίες τους, πήρα συνεντεύξεις. Επέλεγα τις σκηνές που γυρίζαμε, τις καταστάσεις. Με αυτόν τον τρόπο λειτουργώ κι ως συγγραφέας. Πάντα σκέφτομαι με εικόνες, με σκηνές, τις οποίες μοντάρω. Μια ταινία παίζει εντός μου όταν, για παράδειγμα, γράφω αγωνιώδη φινάλε.
Οι σεναριογράφοι έκαναν αρκετές αλλαγές. Το τελευταίο επεισόδιο είναι αρκετά διαφορετικό από την κατάληξη του μυθιστορήματος.
Ένα από τα προηγούμενα μυθιστορήματά σας, το Καλό μου παιδί (μτφρ. Δέσποινα Κανελλοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο), ενέπνευσε την ομότιτλη σειρά που παίζεται στο Netflix. Ασχοληθήκατε καθόλου με τη συγγραφή του σεναρίου;
Όχι, τους έδωσα απλώς το βιβλίο. Δεν ήθελα να μεταφέρω την ίδια ιστορία σε διαφορετικό μέσο, θεώρησα πως είχα πει ό,τι έπρεπε να πω με τον δικό μου τρόπο. Μου φαινόταν πολύ βαρετό. Φυσικά, ήθελα να με ενημερώνουν, με ενδιέφερε η διαδικασία, επισκέφτηκα το πλατό.
Οι σεναριογράφοι έκαναν αρκετές αλλαγές. Το τελευταίο επεισόδιο είναι αρκετά διαφορετικό από την κατάληξη του μυθιστορήματος. Για να είμαι ειλικρινής, προτιμώ το δικό μου τέλος. Ο ένοχος, στο βιβλίο, είναι δημοσιογράφος, ενώ στη σειρά δεν είναι, κι επιπλέον, έχει θέματα με τη μητέρα του. Δεν θα έγραφα κάτι τέτοιο, το θεωρώ κάπως κλισέ. Στο μυθιστόρημα, επίσης, υπάρχει ένα ομόφυλο ζευγάρι, αφού μια από τις πρωταγωνίστριες, η Γιασμίν, έχει κοπέλα. Η σειρά αφαίρεσε εντελώς αυτό το στοιχείο και δεν βρίσκω τον λόγο. Είναι πολύ σημαντικό να γράφεις για τις ομόφυλες σχέσεις. Επίσης, στο μυθιστόρημα παίζει σημαντικό ρόλο μια μικρή αποθήκη στο δάσος, που στη σειρά έχει «μεγαλώσει», είναι ένα στρατιωτικό κτήριο. Ακόμα και βόμβα υπάρχει εκεί μέσα. Εγώ δεν θα έγραφα κάτι τέτοιο, αλλά είμαι χαρούμενη με τις αλλαγές που έγιναν.
Ώσπου η Λιβ, που φτιάχνει ένα podcast με αληθινά εγκλήματα, τον προσεγγίζει για να μιλήσει στην εκπομπή της και ξαφνικά παρουσιάζεται η τελευταία του ευκαιρία για να μάθει τι συνέβη με την κόρη του, προτού βυθιστεί στο σκοτάδι…
Τι να περιμένουμε από εσάς στο μέλλον;
Έγραψα ένα νέο μυθιστόρημα. Στη Γερμανία θα κυκλοφορήσει τον Αύγουστο και θεωρώ πως είναι το καλύτερό μου μέχρι στιγμής. Ο πρωταγωνιστής μου, ο Τίο, είναι εβδομήντα τεσσάρων ετών. Κάποτε έμενε σε ένα πολυτελές σπίτι δίπλα σε μια λίμνη κοντά στο Βερολίνο. Είχε μια σύζυγο και δυο κόρες. Μία από τις κόρες του, η Τζούλι, εξαφανίστηκε όταν ήταν δεκάξι ετών κι ύστερα, ο Τίο βρήκε ένα σημείωμα που έγραφε: «Έχουμε την κόρη σου. Θέλουμε λεφτά για να την αφήσουμε ελεύθερη». Όμως, ο απαγωγές έλαβε τα χρήματα και δεν επικοινώνησε ξανά.
Είκοσι χρόνια μετά, ο Τίο είναι πλέον ηλικιωμένος, έχει άνοια και τα έχει παρατήσει. Ζει σε ένα μικρό διαμέρισμα, έχει χάσει την περιουσία του, η γυναίκα του έχει πεθάνει. Ώσπου η Λιβ, που φτιάχνει ένα podcast με αληθινά εγκλήματα, τον προσεγγίζει για να μιλήσει στην εκπομπή της και ξαφνικά παρουσιάζεται η τελευταία του ευκαιρία για να μάθει τι συνέβη με την κόρη του, προτού βυθιστεί στο σκοτάδι…
*Ο ΣΟΛΩΝ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Romy Hausmann (Ρόμι Χάουσμαν, 1981) γεννήθηκε στην Ανατολική Γερμανία και σε ηλικία είκοσι τεσσάρων ετών έγινε αρχισυντάκτρια σε εταιρεία παραγωγής στο Μόναχο. Διατηρεί το blog Mymonk στο οποίο εξιστορεί τις προσωπικές της εμπειρίες με στόχο να εμφυσήσει την αισιοδοξία στους αναγνώστες της.
Από τη γέννηση του γιου της εργάζεται στον χώρο της τηλεόρασης ως freelancer. Ζει με την οικογένειά της σε ένα απομονωμένο σπίτι στα δάση κοντά στη Στουτγάρδη. Το πρώτο της ψυχολογικό θρίλερ Καλό μου παιδί απέσπασε το βραβείο Crime Cologne 2019. Η τηλεοπτική του διασκευή είναι διαθέσιμη στο Netflix.