Συνέντευξη με τον συγγραφέα τρόμου Φερνάντο Ιγουασάκι με αφορμή την έκδοση στα ελληνικά της συλλογής με διηγήματα «Επικήδεια προίκα» (μτφρ. Νάνσυ Αγγελή), από τις εκδόσεις Περικείμενο. Φωτογραφία: Ο Φερνάντο Ιγουασάκι στην παρουσίαση της συλλογής «Επικήδεια προίκα». Δημοτική βιβλιοθήκη Γρανάδας, χειμώνας του 2010. © Χοσέ-Μαρία Γκερέρο.
Της Νάνσυς Αγγελή
Το μακρινό χειμώνα του 2010 παρακολούθησα στη δημοτική βιβλιοθήκη της πόλης της Γρανάδας την παρουσίαση της συλλογής μικροδιηγημάτων τρόμου «Επικήδεια προίκα». Αυτό που ξεκίνησε ως μια απλή παρουσίαση βιβλίου εξελίχθηκε, χάρη στη συναρπαστική ευρυμάθεια του Περουβιανού συγγραφέα και καθηγητή ιστορίας Φερνάντο Ιγουασάκι [Λίμα, 1961], σε μια ενδιαφέρουσα διάλεξη για το φόβο και τη λογοτεχνία. Πάνε, λοιπόν, σχεδόν 15 χρόνια από την πρώτη φορά που μετέφρασα αυτές τις ιστορίες φαντασμάτων. Από τότε φώλιαζαν υπομονετικά στο σκοτάδι του αρχείου μου. Δεν έκλαιγαν, ούτε ούρλιαζαν, σαν τα νεκρά μωρά ή τα ζόμπι που στοιχειώνουν τις σελίδες τους, μόνο περίμεναν καρτερικά την έξοδό τους στο φως. Εν έτει 2024, με αφορμή την έκδοσή τους για πρώτη φορά στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Περικείμενο Βιβλία, ήρθε επιτέλους η ώρα αυτά τα απολαυστικά «άνθη του κακού» να αποκαλυφθούν, συστήνοντας ταυτόχρονα στο ελληνικό κοινό τον ανατρεπτικό και ευρηματικό δημιουργό τους.
Η Επικήδεια προίκα είναι το πρώτο σας έργο που μεταφράζεται στα ελληνικά. Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να μοιραστείτε με το ελληνικό αναγνωστικό κοινό;
Αισθάνομαι πολύ μεγάλη χαρά που μπορώ να μοιραστώ μαζί σας πως δεν θα ήμουν αυτός που είμαι χωρίς τη μυθολογία, τη λογοτεχνία και την ιστορία της Ελλάδας. Έγινα αναγνώστης χάρη στις παιδικές και νεανικές εκδόσεις των ομηρικών επών και των βιβλίων που αφηγούνταν τις περιπέτειες και τα κατορθώματα των θεών και των ηρώων της αρχαίας Ελλάδας. Εκείνες οι ιστορίες με μάγεψαν κι έτσι συνέχισα διαβάζοντας Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αισχύλο, Αριστοφάνη, Ησίοδο, Θουκυδίδη και Ηρόδοτο, για να μην αναφέρω τους «Διαλόγους» του Πλάτωνα ή τα Αποσπάσματα του Ισοκράτη. Στο παρελθόν, δίδαξα ως ιστορικός για την αρχαία Ελλάδα στο πανεπιστήμιο του Περού, ενώ τώρα παραδίδω μαθήματα Ρητορικής στο πανεπιστήμιο της Σεβίλλης όπου εργάζομαι. Γι’ αυτό το λόγο συγχαίρω τον εαυτό μου που θα μεταφραστώ στη γλώσσα του λαού του οποίου την κουλτούρα, την ιστορία και τη λογοτεχνία εκτιμώ περισσότερο από όταν ήμουν παιδί.
Ποια είναι τα αγαπημένα σας αναγνώσματα ή οι συγγραφείς στους οποίους πάντα ανατρέχετε;
Η απάντηση στην ερώτηση αυτή είναι διαφορετική ανάλογα με την ηλικία στην οποία βρίσκομαι όταν μου την απευθύνουν. Πάρα ταύτα, και μένοντας πιστός στην αλήθεια, θα έλεγα ότι ο αγαπημένος μου συγγραφέας είναι ο Μπόρχες, το μυθιστόρημα-φετίχ μου το «Μοναστήρι της Πάρμας» του Σταντάλ, το βιβλίο που θα έπαιρνα μαζί μου σ’ ένα ερημικό νησί τα «Δοκίμια» του Μονταίνιου, και το βιβλίο που θα έσωζα απ’ τις φλόγες αν έπαιρνε φωτιά η βιβλιοθήκη μου, η παλιά μου έκδοση των ομηρικών επών.
Έχετε γράψει μικρομυθοπλασία, διηγήματα, δοκίμια, ιστορικά βιβλία… Ποιο λογοτεχνικό είδος σας αρέσει περισσότερο ως αναγνώστης και ποιο ως συγγραφέας;
Αυτή την περίοδο της ζωής μου το είδος που θεωρώ πιο επιδραστικό και με μεγαλύτερα περιθώρια δημιουργικότητας, είναι το δοκίμιο. Δεν αναφέρομαι, όμως, στο ακαδημαϊκό δοκίμιο, πυκνό σε σημειώσεις και βιβλιογραφικές αναφορές, αλλά στο λογοτεχνικό δοκίμιο που είναι ταυτόχρονα μια περιήγηση, μια περιπλάνηση και μια συνομιλία.
Πολλά έχουν ειπωθεί σχετικά με τον συμπεριληπτικό χαρακτήρα των ιστοριών της «Επικήδειας προίκας», με την έννοια ότι αναιρούν τα πρότυπα του «καλού» και του «κακού» που είθισται να επικρατούν παραδοσιακά. Έχουν πλέον κλείσει είκοσι χρόνια από την πρώτη έκδοση του βιβλίου κι όμως οι διασκεδαστικές αυτές τρομακτικές ιστορίες διαβάζονται σήμερα υπό ένα νέο φως και αποδεικνύονται απρόσμενα επίκαιρες. Είναι κάτι που είχατε προβλέψει;
Η αλήθεια είναι πως όταν έγραψα τις μικρές αυτές ιστορίες δεν σκεφτόμουν τη συνεισφορά τους, πράγμα που παραμένει έως σήμερα μια ευχάριστη έκπληξη και ταυτόχρονα ένα δώρο. Είχα κατά νου, ωστόσο, τις συμβουλές του Ίταλο Καλβίνο στο ανολοκλήρωτο έργο του «Έξι προτάσεις για την επόμενη χιλιετία», όπου συνηγορεί υπέρ της συντομίας, της ακρίβειας και του χιούμορ.
Ποιος γράφει καλύτερες ιστορίες τρόμου, κάποιος φοβιτσιάρης ή, αντίθετα, κάποιος τολμηρός;
Ένας καλός αναγνώστης, θα έλεγα, ανεξαρτήτως αν είναι φοβιτσιάρης ή τολμηρός, παρότι ο φόβος διεγείρει περισσότερο τη φαντασία απ’ ό,τι η τόλμη.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας και τι κάνετε για να τον ξορκίσετε;
Βρίσκομαι σ’ αυτή την ηλικία κατά την οποία επιστρέφει ο φόβος που προκαλείται από τη σκέψη μην τυχόν πάθουν κάτι κακό αυτοί που αγαπάμε πιο πολύ: ο/η σύντροφός μας, τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας και οι φίλοι. Στην παιδική ηλικία φοβόμαστε μήπως συμβεί κάτι κακό στους γονείς μας και στη δεύτερη ωριμότητα ‒η ηλικία ανάμεσα στα 40 και τα 50‒ αρχίζουμε να φοβόμαστε για την υγεία μας. Εντούτοις, από τότε που πέρασα τα εξήντα δεν με ανησυχεί καθόλου το τι θα μπορούσε να συμβεί σ’ εμένα τον ίδιο, παρά στους άλλους. Και το χειρότερο μ’ αυτόν τον φόβο είναι ότι δεν υπάρχει τρόπος να τον ξορκίσεις.
Ο πιο συχνός εφιάλτης της παιδικής σας ηλικίας ή ένας εφιάλτης που επιμένει να σας ξυπνά μέσα στη νύχτα…
Ένας εφιάλτης που έχω συχνά είναι ότι επιστρέφω στο σχολείο και περνάω εξετάσεις άλγεβρας, τριγωνομετρίας, φυσικής ή κάτι ακόμα χειρότερο. Έχω δει συχνά στον ύπνο μου το θάνατό μου και ξυπνάω σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, το να ονειρεύομαι όμως τετραγωνικές ρίζες, εκθετικές συναρτήσεις ή εξισώσεις τρίτου βαθμού μου φαίνεται τρομερό.
Στον πρόλογο του βιβλίου σας γράφετε πως πολλές από τις αφηγήσεις της Επικήδειας προίκας είναι εμπνευσμένες από τα βιώματα της παιδικής σας ηλικίας στη γενέτειρα σας, τη Λίμα. Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ιστορία της συλλογής που να είναι βασισμένη σε πραγματική εμπειρία;
Ναι, βέβαια. Το σπίτι της γιαγιάς μου εκ μητρός ήταν ένα είδος σχισμής στην Κόλαση, όπου η γιαγιά μου και οι ανύπαντρες αδερφές της δεν έπαυαν να μας τρομοκρατούν με ιστορίες φαντασμάτων, τα οποία μάλιστα ήταν και συγγενείς μας. Ως αποκορύφωμα, το σπίτι ήταν μεγάλο και παλιό, υπήρχε ένα σαλόνι που ανοίγαμε μόνο για να αγρυπνήσουμε τους νεκρούς της οικογένειας, γεμάτο στεφάνια, κεριά και επικήδεια προικιά που η γιαγιά μου φύλαγε από κηδεία σε κηδεία, γιατί υποθέτω πως έτσι εξοικονομούσε κάποια χρήματα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια βραδιά του 1970 που έπρεπε να περάσω τη νύχτα εκεί, όσο η γιαγιά μου άφηνε την τελευταία της πνοή. Πολλές από τις μικροδιηγήσεις της Επικήδειας προίκας είναι εμπνευσμένες από εκείνο το σπίτι, εκείνο το σαλόνι, εκείνο το βράδυ.
Πιστεύετε στην ύπαρξη υπερδυνάμεων; Αν ναι, ποια είναι η δική σας υπερδύναμη; Έχετε κάποιον αγαπημένο κακό ή υπερήρωα;
Μικρός, μυήθηκα στην ανάγνωση των κόμικς με σούπερηρωες κι από τότε δεν έπαψα να διαβάζω, τόσο αμερικάνικα κόμικς, όσο και ιαπωνικά μάνγκα. Οι μεταλλαγμένοι με τηλεκινητικές ικανότητες με ελκύουν περισσότερο από τους υπερήρωες με μυϊκή δύναμη, ταχύτητα ή ακτίνες φωτός. Και καθώς, κατά τον ίδιο τρόπο, δεν με ελκύει η δυνατότητα του να μπορώ να πετάξω, θεωρώ τις δυνάμεις του νου τις πιο συναρπαστικές. Το να διαβάζει κανείς τη σκέψη, να μπαίνει στα όνειρα των άλλων ή να δημιουργεί ψευδαισθήσεις, ξέρετε. Αυτά τα πράγματα που σήμερα κάνουν μόνο οι influencers.
Πριν σας αποχαιρετίσουμε, θα θέλατε να μας μιλήσετε για τα επόμενα λογοτεχνικά σας σχέδια;
Θα ήθελα να γράψω τρία ακόμη βιβλία μυθοπλασίας. Δυο μυθιστορήματα και μια συλλογή διηγημάτων. Έχω ξεκινήσει τη συγγραφή και των τριών, αλλά έχουν μείνει στάσιμα σε διαφορετικά στάδια το καθένα. Θα ήμουν χαρούμενος αν ολοκλήρωνα τη συλλογή διηγημάτων μέσα στο 2025. Θα περιέχει μόνο τρία διηγήματα και τα τρία θα είναι εκτενή, σαν αυτά του Άντον Τσέχοφ. Αντίθετα, δεν είμαι σε θέση να πω με ακρίβεια πόσες συλλογές δοκιμίων θα εκδώσω στα επόμενα χρόνια.