Με αφορμή τον ερχομό του στην Αθήνα (στη συνέχεια μεταβαίνει στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης), συνομιλήσαμε με τον μετρ του μεσογειακού νουάρ, τον Ιταλό συγγραφέα Κάρλο Λουκαρέλλι [Carlo Lucarelli], μεταξύ άλλων για το έργο του «Η τριλογία του φασισμού» (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Διόπτρα)
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
Αν υπάρχουν λογοτεχνικοί επιθεωρητές που έχουν μείνει στην ιστορία και σίγουρα αποτελούν σημεία αναφοράς για τους αναγνώστες της νουάρ λογοτεχνίας (ειδικά τις μεσογειακής), σίγουρα ο Ντε Λούκα του Κάρλο Λουκαρέλλι είναι ένας από αυτούς.
Η τριλογία του φασισμού (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Διόπτρα) κατέχει περίοπτη θέση στην εργογραφία του Λουκαρέλλι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα άλλα βιβλία του δεν έχουν ισάξια δύναμη.
Ωστόσο, το θέμα από μόνο του, ο ιστορικός χρόνος και η φιγούρα του Ντε Λούκα, όλα αυτά μαζί κάνουν την Τριλογία ένα δυνατό ανάγνωσμα. Συναντήσαμε τον ιταλό συγγραφέα στην Αθήνα, λίγο πριν ανέβει στη Θεσσαλονίκη για να παρουσίασει το έργο στην 20ή ΔΕΒΘ.
Αν και έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που εκδόθηκε για πρώτη φορά η Τριλογία του φασισμού, μπορείτε να ανακαλέσετε τη στιγμή που σας ήρθε στο μυαλό ο Ντε Λούκα;
Την πρώτη φορά ήταν όταν έγραφα την πτυχιακή μου εργασία για τις σπουδές Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο και ήθελα να κάνω έρευνα για την περίοδο του φασισμού. Πήρα συνέντευξη από έναν κύριο που υπηρέτησε επί 40 χρόνια στην Πολιτική Αστυνομία (από το 1940 έως το 1980), άρα όχι μόνο στη φασιστική αστυνομία. Ενώ του έπαιρνα συνέντευξη έβλεπα ότι μιλούσε όπως ο ήρωάς μου, με πολύ πάθος. Του άρεσε η δουλειά του. Το θέμα είναι ότι βρέθηκε την περίοδο του Μουσολίνι να συλλαμβάνει αυτούς που ήταν ενάντια στον φασισμό.
Έπειτα, όταν βρέθηκε στην αστυνομία των παρτιζάνων, κατέληξε να συλλαμβάνει τους φασίστες. Μετά τις εκλογές, όταν βρέθηκε στην αστυνομία επί εποχής Χριστιανοδημοκρατών συνελάμβανε τους πρώην παρτιζάνους. Επί 40 χρόνια είχε πολλές αλλαγές και έτσι τον ρώτησα από περιέργεια «εσείς τόσα χρόνια τι ψηφίζατε;» και τότε ενοχλήθηκε και μου απάντησε: «Μα τι σχέση έχει αυτό; Εγώ είμαι αστυνομικός». Από εκεί γεννήθηκαν κάποιες ιστορίες. Όταν επέστρεψα σπίτι είχα ένα ερώτημα που δεν είχε βρει απάντηση. Πολλές φορές το να πεις «εγώ δεν έχω σχέση μ’ αυτό, κάνω απλά τη δουλειά μου» δεν αρκεί. Πρέπει κάποιες φορές να πάρεις θέση, να κάνεις μια επιλογή. Αν δεν το κάνεις, τότε αυτό μπορεί να έχει επικίνδυνες συνέπειες.
Τον φανταστήκατε και εξωτερικά πώς θα ήταν ο Ντε Λούκα; Αν θα έχει κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά; Αν πίνει πολύ ή δεν ξεχνάει να φάει (όπως και συμβαίνει στην περίπτωσή του);
Εξωτερικά δεν έχω ποτέ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, αυτό που βλέπω είναι μια φιγούρα. Τόσο ο Ντε Λούκα, όσο και ο επιθεωρητής Κολιάντρο και η Γκράτσια έχουν μεταφερθεί στην τηλεόραση και δεν είχα πρόβλημα ποιοι ηθοποιοί θα τους υποδύονταν, αρκεί να ήταν καλοί, όπως και ήταν. Στην αρχή είχα στο μυαλό μου έναν πολύ αρνητικό και σκοτεινό ήρωα, ο οποίος κάποια μέρα θα νευρίαζε και θα έλεγε πως θα λειτουργούσε εν λευκώ όπως ξέρει εκείνος. Θα ξεκινούσε, λοιπόν, τις ανακρίσεις χρησιμοποιώντας τη βία κατά των υπόπτων.
Ωστόσο, βλέπουμε ότι πρόκειται για έναν ήρωα ο οποίος φοβάται μήπως δεν τα καταφέρει ή μήπως τον σκοτώσουν. Κάπως έτσι άλλαξε η αρχική ιδέα. Δεν θα μπορούσε αυτός ο ήρωας που φοβάται τόσο πολύ να πει ότι θα κάνει ό,τι θέλει εκείνος. Θα ήθελα να γράφω για ήρωες που τρώνε, όπως κάνει ο Επιθεωρητής Μονταλμπάνο ή μαγειρεύει και του αρέσει. Ωστόσο, ο Ντε Λούκα ζει τη δεδομένη στιγμή όπου τρώει λίγο. Βασανίζεται αρκετά και δεν μπορεί να φάει. Σαν να διάλεξε ο ίδιος ο ήρωας πώς θα εξελιχθεί. Δεν το διάλεξα εγώ. Αυτό που έκανα ήταν να τον τοποθετήσω στη συγκεκριμένη κατάσταση.
Θεωρείστε ένας από τους μύστες του μεσογειακού νουάρ. Με ποιους άλλους συγγραφείς του είδους «συνομιλείτε» μέσω του έργου του;
Είναι πολλοί. Τόσο από την ιταλική, όσο και από την μεσογειακή σκηνή. Συνομιλούμε μεταξύ μας γιατί είναι σαν να ασχολούμαστε με μια λαϊκή τέχνη. Δεν είμαστε τόσο καλλιτέχνες, όπως προτιμώ να λέω. Υπάρχουν συγγραφείς της περιοχής μου όπως ο Μάσιμο Καρλότο, ο Τζόρτζιο Πουλίτζι από τη Σαρδηνία, ο Μπαλντίνι από τη Ραβέννα που έχει αρκετά ανησυχητικές ιστορίες ή η Σιμόνα Βίντσι.
Επίσης, από τις ΗΠΑ «συνομιλώ» με τον Τζέιμς Έλροι και με αρκετούς Γάλλους, φυσικά. Τον Φίλιπ Κερ, εννοείται. Από Έλληνες δεν γνωρίζω πάρα πολλά. Ξέρω φυσικά τον Μάρκαρη. Γενικά μου αρέσει πολύ να διαβάζω και να μιλάω με τους συναδέφους μου. Πολλές φορές μάς ρωτούν ποια είναι τα πρότυπα που έχουμε και αναφερόμαστε σε παλαιότερους συγγραφείς, όπως εγώ αναφέρω στον Σερμπανένκο της δεκαετίας του ‘60, αλλά δεν μπορώ να μην μιλήσω και για τον Μακιαβέλι που μένουμε κοντά και συζητάμε πολύ συχνά.
Ο Κάρλο Λουκαρέλλι γεννήθηκε στην Πάρμα το 1960. Είναι ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ιταλία σήμερα. Έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος για μεγάλες εφημερίδες, υπήρξε για χρόνια παρουσιαστής τηλεοπτικής εκπομπής εξιχνίασης εγκλημάτων, και έχει γράψει μυθιστορήματα, θεατρικά και σενάρια. Η Τριλογία του Φασισμού ανήκει στα γνωστότερα και περισσότερο μεταφρασμένα έργα του, ενώ έγινε επίσης σειρά στην ιταλική τηλεόραση. |
Ήταν έτοιμοι οι Ιταλοί αναγνώστες να δεχθούν και να διαβάσουν γι’ αυτή τη σκοτεινή περίοδο της ιστορίας τους; Μέσα από την Τριλογία ξετυλίγεται μεγάλο μέρος αυτής και το οποίο δεν είναι καθόλου ευχάριστο.
Ναι, εκδηλώνεται μεγάλο ενδιαφέρον για το ιστορικό-αστυνομικό μυθιστόρημα, αν και υπάρχουν κάποιες αμήχανες αλήθειες. Ωστόσο, βλέπουμε πως υπάρχει κόσμος που έρχεται να ακούσει γιατί τη δεδομένη ιστορική στιγμή εμφανίστηκαν κάποιες ιδιαιτερότητες. Κάποια πράγματα επιστρέφουν και οι άνθρωποι έχουν το θάρρος και το κουράγιο να μάθουν γι’ αυτά τα γεγονότα που, όπως είπα πριν, είναι αμήχανα. Εμείς, ως Ιταλοί, έχουν βασίσει την ύπαρξή μας ως συνώνυμο του καλού ανθρώπου. Λέγαμε πάντα ότι εμείς δεν ήμασταν σαν τους Γερμανούς, εμείς δεν κάναμε τέτοια. Ωστόσο αυτό δεν είναι αλήθεια.
Εγώ, ως καλός Ιταλός, πρέπει να μάθω ότι υπήρξαμε και κακοί και τώρα υπάρχει η θέληση να δούμε τι έγινε τότε και τι έκαναν αυτοί που κυβερνούσαν. Για παράδειγμα, υπάρχει μια ιστορία για τους Ιταλούς μόλις ήρθαν στην Ελλάδα που θα ήθελα να μάθω περισσότερα και να γράψω γι’ αυτό ένα μυθιστόρημα.
Ένας σεναριογράφος, ο Ρέντσο Ρέντσι, έγραψε ένα σενάριο με τίτλο «Αρμάτα, σ΄ αγαπώ» που ήταν μια ιστορία που έμοιαζε με το Mediterraneo που πήρε Βραβείο Όσκαρ και αφηγούνταν πως οι Ιταλοί δεν ήταν τόσο αυστηροί με τους Έλληνες, Η ταινία αυτή απαγορεύτηκε διότι έδειχνε μια κακή εικόνα των στρατιωτών και ο Ρέντσι φυλακίστηκε για ένα χρόνο.
Τώρα, αν κάποιος ήθελε να κυκλοφορήσει την ίδια ταινία θα είχε τα ίδια προβλήματα, αλλά για τους αντίστροφους λόγους. Αν παρουσίαζε τους Ιταλούς στρατιώτες να δείχνουν σκληρότητα, θα έλεγε κάποιος «μα, πότε τα κάνατε εμείς όλα αυτά;». Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν βρίσκεται σε εμάς που θέλουμε να καταλάβουμε, αλλά για εκείνους που βρίσκονται στην εξουσία.
Ο Ντε Λούκα είναι ένας χαρακτήρας που μπορείς να τον εκβιάσεις, είναι ένας συμβιβασμένος. Στη συνέχεια, λοιπόν, έγραψα για τις πολιτικές επιλογές που έκανε ακόμη και χωρίς να το θέλει.
Εχουν γραφτεί πολλά για το αν ο Ντε Λούκα είναι απολιτίκ. Με την απόσταση του χρόνου είναι εύκολο να το λέει κανείς. Ωστόσο, είναι ένας ήρωας που βάλλεται από παντού και προσπαθεί να κάνει τη δουλειά σου. Εσείς θέλατε να τον κάνετε έτσι ουδέτερο;
Αν ρωτήσεις τον Ντε Λούκα θα σου πει ότι είναι απολιτίκ γιατί είναι αστυνομικός. Ωστόσο, όταν έγραψα το «Μπουρδέλο της οδού Όκε» που ήταν το τρίτο βιβλίο της τριλογίας περιγράφω κάποιες πολύ σημαντικές εκλογές μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και κομμουνιστών. Όταν ρωτούν τον Ντε Λούκα τι ψήφισε, απαντάει πως ξέχασε πως διεξάγονταν εκλογές. Εγώ ξέρω πως δεν είναι απολιτίκ. Όταν δεν κάνεις μια επιλογή, αυτό κάτι δείχνει. Αυτό από μόνο του είναι μια επιλογή. Όταν ολοκλήρωσα το πρώτο βιβλίο με ένα ανοιχτό τέλος, δεν ήξερα πώς θα εξελιχθεί στη συνέχεια. Επομένως, ήθελα να δω κι εγώ πώς θα συνεχιστεί. Ο Ντε Λούκα είναι ένας χαρακτήρας που μπορείς να τον εκβιάσεις, είναι ένας συμβιβασμένος. Στη συνέχεια, λοιπόν, έγραψα για τις πολιτικές επιλογές που έκανε ακόμη και χωρίς να το θέλει.
Η ιστορία κάνει κύκλους. Γράψατε για μια σκοτεινή περίοδο της Ιταλίας, ωστόσο στις μέρες μας σε όλη την Ευρώπη τα φασιστικά και ακροδεξιά κόμματα γιγαντώνονται. Φοβάστε ότι τώρα στις Ευρωεκλογές θα αποκτήσουν σημαντική δύναμη; Φοβάστε την επιστροφή του φασισμού;
Στην Ιταλία αυτό ακριβώς αναρωτιόμαστε. Πολλοί λένε πως δεν θα επιστρέψει αυτή η περίοδος και ότι ανήκει στο παρελθόν. Δεν φοβάμαι πως θα επιστρέψει ο φασισμός ούτε ότι θα δω την Μελόνι να φοράει μπότες. Φοβάμαι ότι θα επιστρέψουν οι ιδέες του φασισμού: ο ρατσισμός, η βία, η διαφθορά, η μη ανεκτικότητα και όλα αυτά να αποτελέσουν μέρος ενός νόμου. Δεν φοβάμαι ότι θα επιστρέψουν κάποιοι που θα φορούν μαύρες στολές, αλλά οι ιδέες τους. Αυτός είναι ο μεγάλος κίνδυνος. Πολλοί θα ψηφίσουν άκρα δεξιά, όχι για συμμερίζονται αυτές τις ιδέες, αλλά διότι θέλουν να ψηφίσουν ενάντια σε κάτι άλλο. Αυτός είναι ο μεγάλος μου φόβος. Υπήρχαν κάποιες λέξεις που δεν λέγαμε για καιρό όπως αυτός είναι «ανώτερος» ή «κατώτερος». Τώρα έχουν επιστρέψει στη «μόδα» και φοβάμαι πως πρέπει να ξεκινήσουμε ασπό την αρχή και να κάνουμε πολλή δουλειά.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.