
Συνέντευξη με τη συγγραφέα Άνα Βούτσκοβιτς [Ana Vuckovic] με αφορμή το νέο της μυθιστόρημα «Ο Γιουγκοσλάβος» (μτφρ. Απόστολος Θηβαίος, εκδ. Βακχικόν). Μια ελεγεία για τον θάνατο του πατέρα της αφηγήτριας, που συνοδεύεται από τον συμβολικό θάνατο της Γιουγκοσλαβίας.
Συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου
Το μυθιστόρημά σας «Ο Γιουγκοσλάβος» κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Βακχικόν. Πώς νιώθετε γι’ αυτό; Με άλλα λόγια, τι σημαίνει για εσάς μια νέα μετάφραση;
Δεν το λέω σε όλους τους εκδότες μου στο εξωτερικό, αλλά είμαι πραγματικά χαρούμενη εξαιτίας αυτής της ελληνικής μετάφρασης. Εγώ, όπως και όλη μου η οικογένεια, τρέφω ιδιαίτερη αγάπη για την Ελλάδα και υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό. Τουλάχιστον μια φορά το χρόνο έρχομαι στην Ελλάδα, είτε είναι για διακοπές είτε πηγαίνω στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη, ξανά και ξανά. Κάθε χρόνο πηγαίνω σε ένα μέρος που δεν έχω πάει ποτέ, αλλά πρέπει να πάω στην Ελλάδα.
Οι ιστορίες μας είναι αλληλένδετες, οπότε από αυτή την άποψη, το να πάω στο νεκροταφείο Ζέιτενλικ στη Θεσσαλονίκη ή στην Κέρκυρα (Νήσος Βίντο) ήταν ιδιαίτερα συγκινητικό για μένα. Ο προπάππους μου, τότε έφηβος, αρρώστησε καθώς διέσχιζε την Αλβανία κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε τον έστειλαν στο νοσοκομείο της Καβάλας, όπου πέρασε δύο μήνες. Μόλις μιλούσα για αυτό με τον φίλο μου, μέλος του indie συγκροτήματος του Βελιγραδίου Dogs in Kavala, το οποίο πήρε το όνομά του μετά από ένα συναρπαστικό event σε αυτή την πόλη.
Η Ελλάδα είναι η αγαπημένη μου χώρα, νιώθω μια ισχυρή σύνδεση με τον πολιτισμό και τους ανθρώπους σας, και έγραψα γι 'αυτή σε κάποιες από τις στήλες και τις ιστορίες μου, που θα δημοσιευτούν φέτος.
Γενικά, η Ελλάδα είναι η αγαπημένη μου χώρα, νιώθω μια ισχυρή σύνδεση με τον πολιτισμό και τους ανθρώπους σας, και έγραψα γι 'αυτή σε κάποιες από τις στήλες και τις ιστορίες μου, που θα δημοσιευτούν φέτος. Υπάρχει κάτι στο μείγμα αρχιτεκτονικής και βλάστησης, κάτι τυπικά ελληνικό, αρχαίο και μυστικιστικό, υπάρχει κάτι ακόμα και στη μυρωδιά που μπήκε κάτω από το δέρμα μου όταν πρωτοήρθα πριν από τριάντα χρόνια. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που αγαπώ την Ελλάδα, και κάποιοι από αυτούς είναι η Ειρήνη Παππά, ο Καβάφης, το τσουρέκι που είναι το αγαπημένο γλυκό του παιδιού μου, το ελληνικό φαγητό γενικά, οι διασυνδέσεις μας μέσω του μπάσκετ φυσικά.
Λατρεύω τις ελληνικές ταινίες του Greek Weird Wave στο σινεμά, αλλά επίσης μου αρέσει πολύ να πετυχαίνω κάποια παλιά ελληνική ταινία στην τηλεόραση ενώ βρίσκομαι στη θάλασσα και να βρίσκω τη συσχέτισή της με μια γιουγκοσλαβική ταινία. Και ίσως κάποιοι από αυτούς τους λόγους να φαίνονται πεζοί ή σε επίπεδο στερεότυπου, αλλά θα ήθελα πολύ να ταξιδέψω σε όλη την Ελλάδα και να πάω σε μερικά πολύ μικρά, μη δημοφιλή μέρη, να περάσω από ολόκληρη τη χώρα σας και να νιώσω κάθε γωνιά της. Και έχω ήδη ιδιαίτερα αγαπημένα μέρη εκεί. Υπό αυτή την έννοια, αυτή η μετάφραση σημαίνει πολλά για μένα, γιατί αυτός είναι ένας άλλος τρόπος να έρθουμε πιο κοντά.
Στην ιστορία σας ο θάνατος ενός πατέρα και ο «θάνατος» μιας χώρας κινούνται παράλληλα. Ήταν στόχος σας από την αρχή να αφηγηθείτε μια ιστορία για τη Γιουγκοσλαβία και γιατί επιλέξατε αυτόν τον τρόπο να την αφηγηθείτε;
Το έναυσμα για τη συγγραφή ήταν ο θάνατος του πατέρα μου, η εξαφάνιση ενός κόσμου, καθώς και ενός μεγαλύτερου, που ήταν η Γιουγκοσλαβία. Ζούσε σε εκείνη τη Γιουγκοσλαβία, αλλά αργότερα την εξιδανίκευσε, όπως εξιδανικεύουν οι άνθρωποι το παρελθόν. Πολλοί άνθρωποι, όπως μετά από κάθε διάσπαση και κάθε απώλεια, κατάφεραν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους και κάποιοι έμειναν κολλημένοι στο τραύμα. Αυτό ήθελα να γράψω, για το πώς δέκα από τους γονείς των φίλων μου είναι νεκροί, και δεν ήταν βιολογικά καιρός να πεθάνουν. Αυτοί ήταν ως επί το πλείστον άνδρες, ανίκανοι να απομακρυνθούν από το τραύμα τους, -από το να έχουν κάτι, ακόμη κι αν αυτό ήταν απλώς μια ψευδαίσθηση (και η Γιουγκοσλαβία δεν ήταν απλώς μια ψευδαίσθηση) στο να μην το έχουν καθόλου. Ωστόσο, αυτό είναι επίσης ένα βιβλίο για τη ζωή. Χωρίς ζωή δεν υπάρχει θάνατος. Δεν είναι, δηλαδή μόνο ένα βιβλίο για τη φθορά και την εξαφάνιση, αλλά ακριβώς το αντίθετο - για τις αστραφτερές στιγμές της ζωής στις οποίες αναγνωρίζουμε πόσο ωραίο είναι να ζούμε. Το ζήτημα της νοσταλγίας είναι ενδιαφέρον. Δεν χρειάζεται να νοσταλγούμε μόνο αυτά που ζήσαμε.
Η νοσταλγία για ό,τι δεν μπορέσαμε καν να ζήσουμε και άρα είναι πια χαμένο, για να το πούμε έτσι, είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα. Έγραψα και γι’ αυτό. Αλλά για να απαντήσω στην ερώτηση, αυτή η σύνδεση μεταξύ δύο ιστοριών, των δύο στρωμάτων, προέκυψε οργανικά και αυθόρμητα. Ο μπαμπάς μου αγάπησε τη ζωή σε εκείνη τη χώρα, τις τελετουργίες, την εικονογραφία, ακόμη κι αυτό για το οποίο μίλησα ήδη - την ψευδαίσθηση που πρόσφερε αυτό το σύστημα. Και γι' αυτό μου φάνηκε ότι μπορούσα να μιλήσω ταυτόχρονα για δύο απώλειες. Και ταυτόχρονα για τη σχέση μας -εμένα κι εκείνου, για δυο γενιές και δυο απόψεις του παρελθόντος και των δημιουργημάτων του. Επειδή είδα τους δικούς μου τόσο ευάλωτους ή τους θυμάμαι, ήθελα με κάποιο τρόπο να τους το ανταποδώσω, να μιλήσω για τις ψευδαισθήσεις τους στη γλώσσα μου και επίσης να μιλήσω για τη σχέση μεταξύ γονέων και παιδιών και τη στιγμή που συνειδητοποιούμε ποιοι είναι οι γονείς μας πέρα ή χώρια από τον ρόλο τους, αυτόν του γονέα.
Ήθελα να κάνω την ιστορία όχι μόνο δική μου και οικεία, αλλά και καθολική, για να την ανεβάσω σε ένα υψηλότερο και διαφορετικό επίπεδο. Γι' αυτό ήθελα να συμπεριλάβω όχι μόνο τις ιστορίες της οικογένειάς μου, αλλά και πολλών άλλων ανθρώπων.
Αν και ήσασταν νέα, ζήσατε όλη την περίοδο των συνεπειών της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και σίγουρα τις επιρροές της στους ανθρώπους και το περιβάλλον σας. Νιώσατε την ανάγκη να μεταφέρετε αυτές τις εμπειρίες;
Ακριβώς. Ήθελα να κάνω την ιστορία όχι μόνο δική μου και οικεία, αλλά και καθολική, για να την ανεβάσω σε ένα υψηλότερο και διαφορετικό επίπεδο. Γι' αυτό ήθελα να συμπεριλάβω όχι μόνο τις ιστορίες της οικογένειάς μου, αλλά και πολλών άλλων ανθρώπων που γνωρίζω. Δεν νομίζω ότι η ιστορία του πατέρα ή της οικογένειας κάποιου θα σήμαινε τίποτα για κανέναν άλλον, αν δεν είχε ανέλθει με κάποιο τρόπο σε παγκόσμιο επίπεδο. Αναφέρω, κάποια στιγμή, την ιστορία ενός ανθρώπου που ζει με μια σφαίρα στο κεφάλι από το 1943 - αυτός είναι ο παππούς ενός από τους φίλους μου. Αυτό δεν συνέβη ούτε σε μένα ούτε στον παππού μου. Έχω επίσης μια ιστορία για τη γιαγιά του φίλου μου, μέλος του κινήματος των Παρτιζάνων. Υπάρχουν λοιπόν όλες εκείνες οι ιστορίες που δεν είναι δικές μου, ή του μπαμπά μου...
Ή, για παράδειγμα αναφέρω κάποιο είδος από σκουλαρίκια που είχε σχεδόν κάθε γυναίκα στη Γιουγκοσλαβία, ή το κούρεμα – χαίτη της δεκαετίας του '80. Υπό αυτή την έννοια, αυτή είναι μια προσωπική ιστορία, και ελπίζω να γίνει κατανοητή ως καθολική, γιατί υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που μας συνδέουν. Και ίσως και πέρα από την πρώην Γιουγκοσλαβία. Ίσως και στην περιοχή μας. Ακόμη και στην Ελλάδα. Ήθελα να μιλήσω για σύμβολα. Τα σύμβολα ήταν πάντα σημαντικά για τους ανθρώπους, από όταν ξεκίνησε ο χρόνος. Από τις σπηλιές και τους κινούμενους βίσωνες που ζωγραφίστηκαν εκεί. Αν δεν προσθέταμε μαγικές ιδιότητες, ομορφιά και αξία στα πράγματα γύρω μας, πώς θα ήταν ο κόσμος; Αν μιλάμε για τη Γιουγκοσλαβία, εξακολουθεί να υπάρχει, όχι μόνο ως σύμβολο, αλλά αυτές οι λίμνες, τα ποτάμια και οι λόφοι πραγματικά εξακολουθούν να υπάρχουν, μόνο τα σύνορα είναι διαφορετικά. Και τα σύνορα είναι μια κατασκευή. Όλοι ζούμε μέσα από σύμβολα. Το θέμα είναι απλώς το πώς τα «διαβάζουν» οι άνθρωποι.
Ζώντας με τους γονείς και τους παππούδες μου, μιλώντας για τα νιάτα και τις αναμνήσεις τους, ερχόμουνα σε επαφή με τα δημιουργήματα αυτού του παρελθόντος ίσως πιο συχνά από άλλους ανθρώπους που ξέρω.
Πόσο δύσκολο είναι να αφηγηθείτε μια ιστορία που απεικονίζει τη διάθεση μιας ολόκληρης εποχής;
Ζώντας με τους γονείς και τους παππούδες μου, μιλώντας για τα νιάτα και τις αναμνήσεις τους, ερχόμουνα σε επαφή με τα δημιουργήματα αυτού του παρελθόντος ίσως πιο συχνά από άλλους ανθρώπους που ξέρω, γιατί πάντα με ενδιέφεραν οι ιστορίες, τα περιοδικά, οι παλιές τηλεοπτικές εκπομπές, τα χαλιά, τα παλιά πιάτα, οι λάμπες, που είναι προϊόντα αυτής της χώρας και τα οποία μπορούμε πλέον να βρούμε σε διάφορα παζάρια και διαδικτυακές αγορές. Κάποια μάλιστα φτάνουν σε ιλιγγιώδεις τιμές στις μέρες μας. Η εικονογραφία της Γιουγκοσλαβίας είναι πολύ συναρπαστική.
Αν κοιτάξουμε τώρα αυτές τις επιμέρους καταστάσεις, μπορούν ονομαστικά να καυχηθούν για πολλά πράγματα, αλλά αυτή η εικονογραφία δεν είναι τόσο ενδιαφέρουσα και σημαντική. Τα ίχνη της Γιουγκοσλαβίας, από το κεραμικό σχέδιο μέχρι τη μπρουταλιστική αρχιτεκτονική (που εκτίθεται στο Μουσείο MOMA) είναι ακόμα εδώ για να μαρτυρούν πόσο καλά οργανωμένο και σκόπιμο σύστημα ήταν. Ίσως ήταν λόγω ενός πραγματικά χαρισματικού ηγέτη, ή ίσως επειδή αγαπούσε τις καλές ταινίες, ίσως λόγω της μόδας, της σύγχρονης τέχνης, ορισμένων εξεχόντων καλλιτεχνών, λόγω πολλών πραγμάτων που ήταν τότε στο ίδιο επίπεδο με τον κόσμο, και ίσως μάλιστα και να πρωτοστατούσαν. Έφεραν τη σφραγίδα της Γιουγκοσλαβίας. Ήθελα να συγκεντρώσω πολλές εμπειρίες, πολλά παραδείγματα, να μπορέσω σχεδόν να αγγίξω εκείνο το γιουγκοσλαβικό απόγευμα από το παρελθόν, να αναδημιουργήσω τις τελετουργίες, να αναβιώσω μια εμπειρία για όσους έζησαν σε αυτή τη χώρα, για όσους από εμάς έζησαν εκείνη την εποχή για μια στιγμή και για όσους δεν έχουν την πιο ξεκάθαρη ιδέα για αυτήν.
Ο Γιουγκοσλάβος προτάθηκε για ένα πολύ σημαντικό βραβείο και έχει μεταφραστεί σε πέντε γλώσσες. Τι σημαίνει για εσάς αυτή η διάκριση και τι πιστεύετε ή τι επιθυμείτε να δώσει αυτό το βιβλίο στους αναγνώστες άλλων χωρών;
Τα βραβεία είναι καλά, γιατί τότε ο κόσμος προσέχει τη δουλειά σου. Αλλά αυτές οι μεταφράσεις είναι πολύ πιο σημαντικές, τουλάχιστον για μένα, γιατί είναι ένας τρόπος να προσεγγίσεις ένα πολύ ευρύτερο κοινό. Είναι επίσης ενδιαφέρον ως πείραμα να δεις πώς θα κατανοήσουν οι άνθρωποι μιας άλλης κουλτούρας τους κώδικες του κειμένου σου. Δεν είναι όλα πλήρως μεταφράσιμα και ορισμένα πράγματα έχουν διαφορετικό νόημα σε διαφορετικό πλαίσιο. Μου αρέσει συχνά η διακειμενικότητα, στην οποία ο συγγραφέας προτείνει κάποια μουσική που μπορώ να βρω αμέσως στο youtube και να ακούσω, ή ένα συγκεκριμένο μέρος, όπου μπορώ πραγματικά να πάω μια μέρα. Θέλω το βιβλίο μου να έχει αυτό το αποτέλεσμα, αλλά αφήνω στον καθένα να πάρει αυτό που του αρέσει.
Πρώτα από όλα θα ήθελα να τους αγγίξω συναισθηματικά, να τους ανοίξω κάποιες νέες προοπτικές, να τους δώσω κάποιες γνώσεις, αλλά και να ανοίξουν κάποια νέα πεδία ευαισθησίας. Ακριβώς όπως όταν διαβάζω ένα βιβλίο από ένα μακρινό μέρος, συγγραφέα ή πολιτισμό, και ο ικανός συγγραφέας καταφέρνει να δημιουργήσει ακριβώς το συναίσθημα που ήθελε να νιώσω, να μεταφράσει εικόνες σε λέξεις. Θα ήθελα το κοινό εκτός Σερβίας να αγαπήσει αυτό το βιβλίο τουλάχιστον στο μισό από όσο στη Σερβία, όπου το βιβλίο πήγε πολύ καλά.
Ήμουν εξαιρετικά ευφάνταστο παιδί, φαντασιωνόμουν συνεχώς. Την επιθυμία να ακούω και να λέω ιστορίες μου ξύπνησε η γιαγιά μου στην παιδική μου ηλικία γιατί μου διάβαζε πολύ.
Σπουδάσατε κινηματογράφο και εργάζεστε ως δημοσιογράφος. Πότε βρέθηκε η συγγραφή στο δρόμο σας;
Η συγγραφή ήρθε πρώτα, πριν από τη δραματουργία στην Ακαδημία και τη δουλειά στο Ράδιο Βελιγραδίου. Ήμουν εξαιρετικά ευφάνταστο παιδί, φαντασιωνόμουν συνεχώς. Την επιθυμία να ακούω και να λέω ιστορίες μου ξύπνησε η γιαγιά μου στην παιδική μου ηλικία γιατί μου διάβαζε πολύ. Μου διάβαζε βιβλία που δεν είναι για παιδιά, ίσως και τρόμου, μυστικιστικά, όπως Χόφμαν, Σαίξπηρ, σερβικά παραμύθια, ελληνική μυθολογία. Στην πραγματικότητα, μου ξύπνησε την επιθυμία να γράψω και να διαβάσω παρόμοια πράγματα. Για λίγο έγραφα συνθέσεις για όλους στην τάξη στο σχολείο μου. Μετά κατάλαβαν ότι έχω ένα πολύ ιδιαίτερο στυλ και ότι θα ήταν πολύ προφανές. Έπειτα έγραψα ένα διήγημα, το οποίο άρεσε στον καθηγητή μου και μου πρότεινε να το στείλω σε διαγωνισμό με το όνομα του διάσημου συγγραφέα μας Μπόρισλαβ Πέκιτς.
Στη συνέχεια, όταν αυτή η ιστορία κέρδισε βραβείο, πήρα την ώθηση και την ενθάρρυνση για να συνεχίσω. Πριν από αυτό, δεν είχα σκεφτεί ποτέ να γράψω. Ζωγράφιζα, σχεδίαζα και τραγουδούσα πολύ. Αλλά, όπως είπα, ήμουν ένα εξαιρετικά ευφάνταστο παιδί. Όμως και η συγγραφή για τον κινηματογράφο και το θέατρο, καθώς και για τη ραδιοφωνική δραστηριότητα, έχει να κάνει με την αφήγηση μιας ιστορίας. Νομίζω ότι ακόμα και μια καλή συνέντευξη, όταν όλα τα κομμάτια μπαίνουν στη θέση τους (και κάνω συζητήσεις με καλλιτέχνες, ειδικά από τον χώρο του κινηματογράφου) μπορεί να φτάσει στο επίπεδο της τέχνης. Είναι μια ωραία λεκτική ανταλλαγή, που μερικές φορές μπορεί να πάει από το καθημερινό στο μεταφυσικό.
Κάθε συγγραφέας θέλει φυσικά να διαβάζονται τα βιβλία του. Αλλά αν κάποιος σας ρωτήσει: Γιατί γράφετε; Τι σημαίνει για εσάς η ίδια η συγγραφή;
Γράφω για μένα και δημοσιεύω για μένα και για πιθανούς αναγνώστες, που μπορεί να τους αρέσει αυτό που γράφω. Το καλό είναι ότι το βιβλίο δεν είναι τόσο ακριβό όσο η ταινία, οπότε αν αποτύχει, δεν είναι τόσο μεγάλη ντροπή. Και είναι ατομική πράξη, άρα είσαι και ο ένοχος και ο νικητής. Υπό αυτή την έννοια, η κριτική δεν μπορεί ούτε να με βοηθήσει ούτε να με εμποδίσει να γράψω κάτι νέο. Εξαρτάται μόνο από την εσωτερική μου ορμή. Πάντα σκέφτομαι ότι δεν θα προκύψει κανένα νέο θέμα ή ιδέα και ότι έχω εξαντλήσει όλους τους εσωτερικούς μου πόρους. Και μετά κάτι συμβαίνει ξανά.
Ο κόσμος περιμένει κάτι από τους συγγραφείς που του αρέσουν. Απλά γράφεις ένα βιβλίο και σε ρωτάει πότε έρχεται κάτι καινούργιο. Μόλις τελείωσα ένα νέο βιβλίο με διηγήματα. Ο Γιουγκοσλάβος ήταν ένα δύσκολο, προσωπικό, θεραπευτικό βιβλίο για μένα, και αυτό το νέο βιβλίο Bazen (Πισίνα) είναι σκέτη χαρά και διασκέδαση. Σε αυτό έπαιξα με τα αγαπημένα μου θέματα και τις εμμονές μου, κολύμπι, σινεμά, φαγητό. Υπάρχει και Ελλάδα σ’ αυτό. Ελπίζω να είναι πνευματώδες και συναρπαστικό. Και πάνω από όλα, το έγραψα για να ευχαριστήσω τον εαυτό μου.
Πέρα από τη συγγραφή, τι ρόλο παίζει η λογοτεχνία στη ζωή σας;
Υπάρχει μια υπέροχη εκπομπή στην τηλεόραση μας, «Αφήστε τα πάντα πίσω και διαβάστε». Κι αυτό είναι πραγματικά το Άγιο Δισκοπότηρό μου. Και παραδόξως ένας τρόπος να είσαι μόνος και με άλλους ταυτόχρονα.
Το διάβασμα είναι μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις στη ζωή μου και χαριτολογώντας λέω μερικές φορές ότι έχω χορτάσει τον εαυτό μου και θέλω να ακούσω κάποιον άλλο. Και εκεί φτάνουμε στο διάβασμα. Η βιβλιοθήκη είναι πάντα γεμάτη αδιάβαστα βιβλία και αυτό είναι και ομορφιά και κατάρα.
Τα βιβλία είναι ένας από τους καλύτερους τρόπους για να νιώθεις ζωντανός και να ζεις πιο ανθρώπινα, πιο τρυφερά, πιο σοφά, να αγγίζεις την άλλη πλευρά της ζωής, που είναι συχνά σκληρή, ζωντανή, δραματική και θεϊκή.