Τα βιβλία της Deborah Levy έχουν αγαπηθεί από τους κριτικούς και το αναγνωστικό κοινό. Πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά το νέο της βιβλίο με τίτλο «Ο άνθρωπος που τα είδε όλα», από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση Αργυρώς Μαντόγλου. Σε συνέντευξή της στον Γκάρντιαν, η Βρετανίδα μυθιστοριογράφος αποκάλυψε ότι χρησιμοποίησε τη συγγραφή ως ένα είδος θεραπείας, όταν η φωνή της «εξαφανίστηκε» σε μικρή ηλικία.
Επιμέλεια: Book Press
Η Ντέμπορα Λίβι, η οποία γεννήθηκε το 1959 και μεγάλωσε στη Νότια Αφρική, ήταν το μεγαλύτερο παιδί των ακτιβιστών κατά του απαρτχάιντ Νόρμαν και Φιλίπα Λίβι. Σε ηλικία πέντε ετών, η συγγραφέας έχασε τη φωνή της, ως αποτέλεσμα του ψυχολογικού τραύματος που βίωσε ύστερα από τη σύλληψη και τη φυλάκιση του πατέρα της για πολιτικούς λόγους. Ο Νόρμαν Λίβι ήταν μέλος του ANC (African National Congress), του κόμματος στο οποίο για κάποιο διάστημα ανήκε και ο Νέλσον Μαντέλα.
«Είναι περίεργο. Δεν ήμουν ακριβώς μουγκή· όμως η ένταση της φωνής μου όλο και χαμήλωνε, μέχρι που κανένας δεν μπορούσε να με ακούσει πια. Τα παιδιά στο σχολείο με ρωτούσαν: Είσαι χαζή; κι εγώ έγνεφα για να με αφήσουν ήσυχη».
Ο πατέρας της κρατήθηκε στη φυλακή για τέσσερα χρόνια και η σιωπή της έγινε συνήθεια. «Είχε να κάνει με το ότι ήμουν καταβεβλημένη με όλα όσα συνέβαιναν, πίστευα ότι οι σκέψεις μου δεν ήταν με οποιονδήποτε τρόπο πολύτιμες για κανέναν, ήμουν τρομοκρατημένη, και έτσι απλώς σταμάτησα να μιλάω».
Η συγγραφή ως θεραπευτική άσκηση
Η λύση βρέθηκε όταν μια δασκάλα την ενθάρρυνε να καταγράψει τις σκέψεις της:
«Το προσπάθησα και ανακάλυψα ότι οι σκέψεις μου ήταν πολύ έντονες».
Η συγγραφή, ως θεραπευτική άσκηση, οδήγησε στη δημιουργία του δοκιμίου με τίτλο «A Record of Things I Don't Know», το οποίο περιγράφει τα δεινά του πατέρα της και πυροδότησε την αγάπη της για τη λογοτεχνία.
«Μετά από αυτό, δημιούργησα μια γάτα που είχε κίτρινα μάτια, που ήταν πολύ μοναχική, που μπορούσε να πετάξει και να κάνει τούμπες, και φυσικά η γάτα ήμουν εγώ, οπότε άρχισα να αντιλαμβάνομαι από πολύ νεαρή ηλικία ότι μπορείς να δημιουργήσεις έναν χαρακτήρα που να είναι ο εαυτός σου και να του δώσεις τις σκέψεις, τα προβλήματα και τις απόψεις σου, οπότε πραγματικά αυτή ήταν η αρχή της πορείας μου».
Η οικογένειά της μετακόμισε στη Μεγάλη Βρετανία όταν εκείνη ήταν εννέα ετών, μετά από την αποφυλάκιση του πατέρα της. Η Λίβι εργάστηκε στην κινηματογραφική βιομηχανία, μα έπειτα άλλαξε πορεία και επέλεξε να σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία στο πανεπιστήμιο Dartington.
Το έργο της Swimming Home, το οποίο ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Μπούκερ το 2012, δυσκολεύτηκε να βρει εκδοτική στέγη. Η επιτυχία του βιβλίου σηματοδότησε τον ερχομό μιας νέας εποχής. «Αυτό άλλαξε τη ζωή μου. Το να σε εκτιμούν, να σε σέβονται και να σε διαβάζουν είναι ένα απίστευτο προνόμιο, είναι ένα εξαιρετικό συναίσθημα», είπε η Λίβι.