Η Αυστραλή Χάνα Κέντ (Hannah Kent), συγγραφέας του εξαιρετικού «Έθιμα ταφής», μιλάει για το νέο της μυθιστόρημα με τίτλο «Λατρεία» (εκδ. Ίκαρος), το οποίο περιγράφει τη βαθιά αγάπη μεταξύ δυο νεαρών μεταναστριών τον 19ο αιώνα.
Επιμέλεια: Book Press
Σε πρόσφατη συνέντευξή της στον Guardian, η Χάνα Κεντ μίλησε για το νέο, ιστορικό μυθιστόρημά της, με τίτλο Λατρεία, το οποίο περιγράφει τον έρωτα και την αφοσίωση μεταξύ της Χάνε και της Τέα, δυο Λουθηρανών γυναικών που μεταναστεύουν από την Πρωσία στην Αυστραλία. Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος, σε μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου και Άγγελου Αγγελίδη.
Μεταξύ άλλων, η συγγραφέας μίλησε για την απόφασή της να γράψει το βιβλίο:
«Ήταν η χρονιά που έγινε το δημοψήφισμα [που επέτρεψε τον γάμο μεταξύ των ομόφυλων ζευγαριών] – και η κοπέλα μου μού έκανε πρόταση γάμου. Νιώθω ότι, ως συγγραφέα, ανέκαθεν με ενδιέφεραν οι απουσίες και οι σιωπές·υπάρχουν ελάχιστες απεικονίσεις των queer σχέσεων εκείνης της εποχής, και έτσι άρχισα να αναρωτιέμαι, "Είναι δυνατό να γραφτεί μια ιστορία σε αυτό το ιστορικό, θρησκευτικό πλαίσιο;" Αυτό απελευθέρωσε τη φαντασία μου και μου χάρισε απίστευτη δημιουργική ελευθερία».
Το βιβλίο, το τρίτο μυθιστόρημα της Χάνα Κεντ, είναι αρκετά διαφορετικό από τα δύο προηγούμενα, τα οποία εκτυλίσσονται στην Ισλανδία και στην Ιρλανδία του 19ου αιώνα.
«Δεν ήθελα να καταλήξω μια συγγραφέας που γράφει μόνο για ιστορικούς εγκληματίες. Επειδή τα δύο προηγούμενα βιβλία μου ήταν άμεσα συνδεδεμένα με την ιστορική καταγραφή, αυτή τη φορά αποφάσισα να αφοσιωθώ περισσότερο στη μυθοπλασία, που είναι λίγο πιο ευφάνταστη – πάντα με σεβασμό προς το παρελθόν και τους ανθρώπους που έζησαν παλιά.
»Νομίζω ότι η ιστορική μυθοπλασία μερικές φορές πρέπει να βαδίζει σε μια πολύ λεπτή γραμμή, μεταξύ της ακριβούς αναπαράστασης του παρελθόντος και της φετιχοποίησης του – και δεν ήθελα να φετιχοποιήσω την ιστορία της αποικιοκρατίας στην Αυστραλία. Είναι ένα θέμα που με κάνει να νιώθω πολύ άβολα. Με στεναχωρεί πολύ».
Στο νέο της βιβλίο, η Κεντ θέλησε να εξερευνήσει τις θεματικές του έρωτα και της πίστης, και τη μεταξύ τους σύγκρουση – αποφεύγοντας παράλληλα ορισμένα κλισέ που εμφανίζονται συχνά στο είδος του ιστορικού μυθιστορήματος.
«Ήθελα να αποφύγω το να γίνει η ιστορία μου μια ιστορία ντροπής. Όλα τα αρχικά προσχέδια ήταν πολύ συμβατικά, αλλά σκέφτηκα, όχι, θα υπάρχει αναγκαστικά κάποιο στοιχείο ντροπής ή λύπης ή φόβου ή άγνοιας – οι χαρακτήρες θα μοιράζονται ένα πολύ δυνατό ειδύλλιο χωρίς ποτέ να συνειδητοποιήσουν πραγματικά τι συμβαίνει μεταξύ τους. Αυτή η σκέψη ήταν δελεαστική για λίγο, αλλά έπειτα [συνειδητοποίησα] πως υπάρχει και μια άλλη λύση, ας την κοιτάξουμε και αυτήν.
»Πραγματικά με γοήτευσε η ιδέα μιας αγάπης που ήταν, έως έναν βαθμό, πέρα από τον χρόνο· κάτι που αντικατοπτρίζει, με πολλούς τρόπους, τη θρησκευτική ζέση του λαού εκείνης της εποχής. Επίσης, ήταν ωραίο να προσπαθήσω να γράψω για την αγάπη με τρόπο που θα την έκανε να φαίνεται μοντέρνα, όχι επειδή είναι queer, αλλά επειδή είναι ένα συναίσθημα καθολικό – να γράψω για τη σύνδεση και την επικοινωνία μεταξύ δύο ανθρώπων».