Ο Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης μιλάει στον Κ.Β. Κατσουλάρη για τον γόνιμο διάλογο της σύγχρονης ποίησης με την αρχαιοελληνική, αλλά και για τη μετάφραση της Ιλιάδας.
Εκδόθηκε πρόσφατα (2009) ο τόμος «Επέτειος: Κρίση και σχόλια για το έργο του Δ. Ν. Μαρωνίτη 2008 – 2009» στον οποίο γνωστοί φιλόλογοι, κριτικοί και δημοσιογράφοι καταθέτουν την άποψή τους για όψεις του φιλολογικού και κριτικού έργου του Δημήτρη Μαρωνίτη. Την επιμέλεια του τόμου έχει ο Νάσος Βαγενάς, ενώ αφορμή για την έκδοση ήταν τα 80χρονα (γεν. 1929) του γνωστού φιλολόγου, πανεπιστημιακού και επιφυλλιδογράφου.
Κ.Κ.: Πώς νιώθετε που υποδέχεστε έναν τόμο αφιερωμένο στο έργο σας;
Δ.Μ.: Είναι ενδεχομένως λίγο μακάβριο, αλλά ομολογώ ότι μου προκαλεί συγκίνηση και κολακεία. Φαντάζει ίσως «παράδοξο» το γεγονός ότι κείμενα δοκιμιακά –αφού η ενασχόλησή μου με την νεοελληνική λογοτεχνία είναι δοκιμιακού τύπου– σχολιάζονται με άλλα δοκιμιακά κείμενα. Είναι όμως ευτύχημα, γιατί ο δοκιμιακός λόγος, δείκτης του επιπέδου στοχαστικότητας μιας κοινωνίας, βρίσκεται στα τελευταία χρόνια σε υποχώρηση.
K.K.: Θα έλεγε κανείς ότι παίζετε σε δύο «γήπεδα»: Σε αυτό της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας και ποίησης όσο και σε αυτό της νεοελληνικής...
Αυτό που κυρίως με ενδιαφέρει είναι να δείξω τον ιδιαίτερα γόνιμο διάλογο της νεοελληνικής ποίησης με την αρχαιοελληνική.
Δ.Μ.: Αυτό που κυρίως με ενδιαφέρει είναι να δείξω τον ιδιαίτερα γόνιμο διάλογο της νεοελληνικής ποίησης με την αρχαιοελληνική. Θα νόμιζε κανείς ότι και εδώ θα είχαμε να κάνουμε με τη γνωστή μυθοποιητική στάση των Ελλήνων, τη μίζερη και κομπλεξική στάση μας απέναντι στους Αρχαίους. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ανάγνωση δείχνει ότι τουλάχιστον οι μείζονες ποιητές αντικρύζουν θαρραλέα, και κάποτε με μια τόλμη ιδιαίτερης οξύτητας την αρχαιοελληνική γραμματεία.
K.K.: Το σημαντικότερο παράδειγμα;
Δ.Μ.: Αναμφίβολα ο Καβάφης, ο οποίος έχει γράψει πολλά ποιήματα με αφορμές από τον Όμηρο, ή και από τον Αισχύλο. Η αναφορά που γίνεται στο αρχαιοελληνικό πρότυπο είναι κριτική και η κριτική αυτή φτάνει συχνά σε μεγάλο βάθος. Παρόμοια πράγματα κάνει και ο Σεφέρης, κυρίως σε ποίηματα από το «Μυθιστόρημα», το ίδιο και με πολύ τολμηρό τρόπο κάνει και ο Ρίτσος, τόσο στα μεγάλα συνθέματα της «Τέταρτης Διάστασης» όσο και σε διάσπαρτα μικρότερα ποιήματα, τα οποία ονομάζω «Μικρά Ομηρικά».
K.K.: Αυτή η γόνιμη συνομιλία τελειώνει με τον Ρίτσο;
Δ.Μ.: Συνεχίζεται, αποκτά όμως διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Στην πρώτη μεταπολεμική γενιά για παράδειγμα, υπάρχει η «Πύλη των Λεόντων» του Πατρίκιου, αλλά και ο Σαχτούρης έχει ποιήματα αρχαιόθεμα. Ακόμη και νεότεροι, π.χ. ο Ντίνος ο Χριστιανόπουλος έχει ποίημα που το λένε «Αντιγόνης υπέρ Οιδίποδος».
K.K.: Στην πεζογραφία;
Δ.Μ.: Επίσης. Για παράδειγμα, αρχαιοελληνικά θέματα πραγματεύεται σε πολλά πεζά του ο Γιώργος Χειμωνάς. Σε καίρια κείμενά του όπως είναι ο «Αδελφός» ή ο «Γάμος» οι αναφορές του στον μύθο των Ατρειδών είναι πολύ σημαντικές και, θα έλεγα, παραβατικές. Χωρίς την υποτέλεια και τη μιζέρια με την οποία έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε τα κείμενα αυτά.
K.K.: Αλλάζω θέμα: Λέτε ότι ο Σεφέρης δεν δέχτηκε να αναλάβει τον ρόλο του «Εθνικού Ποιητή», ενώ αντίθετα ο Ελύτης τον υποδέχθηκε πιο θερμά...
Προσωπικά, συντάσσομαι περισσότερο με τη στάση του Σεφέρη και λιγότερο με τη στάση του Ελύτη, στον οποίο ενίοτε τα πράγματα παίρνουν έναν χαρακτήρα όχι ολισθηρό, αλλά εν πάση περιπτώσει ρητορικότερο απ’ όσο μου ταιριάζει εμένα ως μελετητή.
Δ.Μ.: Υπάρχουν διάφοροι τύποι «εθνικού ποιητή» από τον Διονύσιο Σολωμό έως τις μέρες μας. Και πράγματι υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον τόξο από κάπως ρητορικότερες εφαρμογές ποίησης αυτής της κατεύθυνσης, λιγότερο στον Σολωμό αλλά σίγουρα στον Βαλαωρίτη, ή πιο ενθουσιαστικές, όπως στην περίπτωση του Σικελιανού και του Ελύτη. Από αυτή την άποψη, προσωπικά, συντάσσομαι περισσότερο με τη στάση του Σεφέρη και λιγότερο με τη στάση του Ελύτη, στον οποίο ενίοτε τα πράγματα παίρνουν έναν χαρακτήρα όχι ολισθηρό, αλλά εν πάση περιπτώσει ρητορικότερο απ’ όσο μου ταιριάζει εμένα ως μελετητή.
K.K.: Χρόνια τώρα γίνεται στον Σεφέρη μια κριτική, η οποία επανέρχεται με διάφορες αφορμές, που τον τοποθετεί από την πλευρά ενός άδηλου ελληνοκεντρισμού.
Δ.Μ.: Μόνο ελληνοκεντρικός και συντηρητικός και κλεισμένος μέσα στον εθνογεωγραφικό μας χώρο δεν είναι ο Σεφέρης. Πρόκειται για εσκεμμένη παρεξήγηση, για στρέβλωση...
K.K.: Γιατί «εσκεμμένη»; Ίσως είναι απλώς μια άλλη άποψη...
Δ.Μ.: Διακρίνει κανείς έναν εύκολο επαναστατικό οίστρο να χωρίσουμε τους ποιητές και τους συγγραφείς σε τολμηρότερους και ρηξικέλευθους και φρονιμότερους και συντηρητικούς. Έχω την εντύπωση ότι ο Σεφέρης –και τελειώνω, γιατί εγώ είμαι σεφερικός και το λέω ευθαρσώς και το δείχνω και με τα έργα μου– και με την ποίησή του, κι ως ένα σημείο και με τη στάση του την ανθρώπινη και την πολιτική, κινήθηκε πάντοτε σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο όπου λαμβάνονται περισσότερο υπόψη τα καίρια ανθρωπολογικά προβλήματα και όχι τόσο επίκαιρα ζητήματα – αν και η ποίησή του έχει και αιχμές που αναφέρονται σε σύγχρονα πολιτικά προβλήματα, με εμβληματικότερα αυτά για τον κυπριακό αγώνα.
K.K.: Πώς κρίνετε την σκέψη ότι η Γενιά του 30 επινόησε μια Ελλάδα με ένα βάθος ιστορικό, μια προβολή στο μέλλον, με μια λυρική υπόσταση, η οποία στην πορεία χάθηκε, κατέρρευσε;
Δ.Μ.: Είναι ένα πολύ μεγάλο θέμα που ίσως θέλει σήμερα, με τα νέα δεδομένα που έχουν προκύψει, μια πιο ανανεωμένη αντιμετώπιση. Η περίφημη Γενιά του 30, πέρα από τον νεωτερικό της χαρακτήρα και τον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό, στήνει και ένα μοντέλο εξευρωπαϊσμού για τον νεοελληνικό χώρο. Από μια άποψη, ήταν μια αισιόδοξη προοπτική: Εμβάθυνση, διεύρυνση του νεοελληνικού χώρου, ανανέωση με τάση ένταξης στο ευρωπαϊκό τοπίο. Εγώ συντάσσομαι με την άποψη ότι ήταν μια πολύ γόνιμη γενιά που χάραξε βαθιές γραμμές τόσο στο πολιτιστικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο, με μεγέθη πολύ σημαντικά...
K.K.: Συνδέονται κατά τη γνώμη σας αυτοί οι προβληματισμοί με τη σημερινή πολύπλευρη κρίση;
Ορισμένοι γίνονται ξανά οπαδοί μιας κλειστότερης και συντηρητικής στροφής με ασαφείς αναφορές.
Δ.Μ.: Η παγκοσμιοποιημένη σημερινή κρίση μοιάζει να έχει διχάσει τις στάσεις και τις επιλογές μέσα στον ελληνικό χώρο. Ορισμένοι γίνονται ξανά οπαδοί μιας κλειστότερης και συντηρητικής στροφής με ασαφείς αναφορές. Τέλος πάντων, ας το πούμε απλά και συμπαθητικά: Ή κλεινόμαστε ξανά στο καβούκι μας ή λέμε ότι είμαστε υποχρεωμένοι εκ των πραγμάτων να κινηθούμε μέσα σε ένα ευρύτερο χώρο, και οπωσδήποτε στον ευρωπαϊκό χώρο, ο οποίος αυτή τη στιγμή είναι ο πλέον χειμαζόμενος. Αυτή η στάση είναι η οδυνηρότερη και η δυσκολότερη. Οι καιροί επιβάλλουν, σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, έναν στοχαστικότερο λόγο, έναν λόγο που μας έχει λείψει.
K.K.: Ας πάμε στην Ιλιάδα. Διαβάζοντας τις τελευταίες επιφυλλίδες σας, φαίνεται ότι η μετάφρασή της βαίνει προς ολοκλήρωση...
Δ.Μ.: Αυτή τη στιγμή ολοκλήρωσα και την 22η ραψωδία. Αν δεν εξοντωθώ, γιατί η ένταση που χρειάζεται είναι τεράστια, ελπίζω να έχει ολοκληρωθεί και να κυκλοφορήσει και ο δεύτερος τόμος πριν τα Χριστούγεννα. Στο μεταξύ, ένα ιδιαίτερα ευχάριστο «πείραμα» πρόκειται να συμβεί, έχει ήδη παρθεί η απόφαση από τον Γιάννη Χουβαρδά, ώστε κάθε Πέμπτη, σε 24 εκδηλώσεις που θα αρχίσουν από τις 14 Οκτωβρίου, να διαβαστούν, μονάχα από γυναίκες, οι ραψωδίες της Ιλιάδας. Ήδη η προσφορά είναι καταπληκτική, η Φωτοπούλου, η Κοταμανίδου, η Κονιόρδου, η Πατεράκη, και άλλες σημαντικές ηθοποιοί έχουν δεχτεί την πρόκληση.
K.K.: Έχοντας πια μελετήσει τον Όμηρο όσο λίγοι, διακρίνετε πίσω από αυτά τα δύο έπη τη φωνή ενός και μόνο δημιουργού;
Δ.Μ.: Είναι ευτύχημα που οι βιογραφικές μας πληροφορίες για τον Όμηρο είναι ελάχιστες. Έτσι, περνάει όλο το βάρος από το πρόσωπο του ποιητή, του παραγωγού, στο ίδιο το έργο. Για τη φωνή του Ομήρου ισχύει αυτό που έχω βάλει ως μότο στην μετάφραση της Οδύσσειας: «Είναι πολλών ανθρώπων παιδιά τα λόγια μας».
K.K.: Έχετε κάποια προτίμηση ανάμεσα στα δύο έπη;
Η Ιλιάδα είναι ένα έπος απολύτως παροντικό, που τελειώνει σαν τραγωδία.
Δ.Μ.: Η Ιλιάδα, αν και γράφθηκε πρώτο χρονικά (με μια διαφορά περίπου τριάντα με σαράντα χρόνια), είναι ένα έργο πολύ πιο σύγχρονο από την Οδύσσεια. Η Οδύσσεια είναι αγαπησιάρικο έπος, παρελθοντολογικό κατά βάση, πράγματα τα οποία πέρασαν και τα αναδιηγείται ο ήρωας και τα ακούμε κι εμείς από κάποιου είδους απόσταση ασφαλείας. Η Ιλιάδα είναι ένα έπος απολύτως παροντικό, που τελειώνει σαν τραγωδία. Χωρίς νικητές και ηττημένους. Με αμοιβαίο πένθος ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα. Η παραβατικότητα αυτού του έπους δεν είναι απλώς σύγχρονη, θα έλεγα ότι μοιάζει να είναι προδρομική για τις μέρες που ζούμε.