
Ο Χριστόφορος Ευθυμίου μάς συστήθηκε πρόσφατα με τη νουβέλα του «Όσα δεν έγιναν» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια: Book Press
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Το Όσα δεν έγιναν (εκδ. Βακχικόν) περιγράφει έναν κόσμο στον οποίο όλα μοιάζουν να έχουν απορρυθμιστεί. Αν και εξιστορεί ερωτικά επεισόδια δεν είναι μια αποκλειστικά ερωτική ιστορία. Ενώ μιλά για την ανέχεια, τα επαγγελματικά αδιέξοδα και την απειλή κοινωνικού αποκλεισμού δεν είναι απλά μια καταγγελτική εξιστόρηση. Θεωρώ ότι το θεματικό κέντρο της νουβέλας είναι η ενηλικίωση σε μια εποχή χωρίς καμία πολιτική, ιδεολογική ή συναισθηματική βεβαιότητα. Ο κεντρικός ήρωας αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο, σαν να είναι κάποιος άλλος. Ορισμένες φορές μεταμφιέζεται στην αγαπημένη αδελφή του παππού του και μιλά για την ιστορία της οικογένειάς του σε πρώτο πρόσωπο. Τα γεγονότα εμφανίζονται αντεστραμμένα σε αρνητικό φιλμ σαν μια σειρά πράξεων που δεν συνέβησαν. Καθώς η αφήγηση εξελίσσεται το πραγματικό και το φανταστικό το πιθανό και το απίθανο εξομοιώνονται, φέρνοντας στο φως ένα σύμπαν πιο απρόσμενο και πιο αληθινό από την πραγματικότητα.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμα ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Κάθε συγγραφέας έχει το δικό του, ξεχωριστό βλέμμα όσο κι αν επηρεάζεται από το διάβασμα, τα θέματα και τις τεχνικές παλαιότερων και σύγχρονων ομότεχνών του. Επομένως, κατά κάποιον τρόπο, κάθε συγγραφέας προσθέτει κάτι καινούριο, λιγότερο ή περισσότερο γόνιμο, στο μωσαϊκό της γραφής. Το ζήτημα είναι αν αυτό το απειροελάχιστα νέο είναι τόσο καίριο και τόσο δυνατό, ώστε να ανοίξει μια νέα κοίτη, ένα νέο ρεύμα οπτικών και αφηγήσεων. Στο «Όσα δεν έγιναν» το στοίχημα είναι να συγκροτηθεί μια αφήγηση που θα θέτει ερωτήματα χωρίς να δίνει έτοιμες λύσεις, που θα προχωρά και θα αυτοαναιρείται, που θα φέρνει στο φως το ευτυχές ή και το δυσοίωνο που ματαιώθηκε, διαψεύστηκε ή αποσοβήθηκε. Ως προς τη φόρμα η εξιστόρηση παλινδρομεί στρατηγικά μεταξύ λιτότητας και λυρισμού, ρεαλισμού, ονειρικότητας και αυτοσαρκασμού.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι». (Ακολουθήσατε κάποια «μέθοδο»; Συμβουλευτήκατε κάποιον; Αυτοσχεδιάσατε; Πώς τα καταφέρατε να μη χαθείτε στον κόσμο των λέξεων;)
Το « Όσα δεν έγιναν» γραφόταν και ξαναγραφόταν για πέντε χρόνια τόσο μέσα στο πλαίσιο μαθημάτων δημιουργικής γραφής όσο και ανεξάρτητα από αυτά. Το πρώτο κεφάλαιο προοριζόταν να αποτελέσει αυτοτελές διήγημα. Μόλις όμως ολοκληρώθηκε, έγινε φανερό πως η αφήγηση είχε μόλις ξεκινήσει. Το δεύτερο κεφάλαιο γράφηκε σε νοηματική και χρονική αντίστιξη προς το πρώτο μιας και ο κεντρικός ήρωας επέστρεψε από την ωριμότητα στην φοιτητική εποχή. Από εκεί και πέρα η «στρατηγική μεθοδολογία» της εξιστόρησης απέκτησε σάρκα και οστά. Από κεφάλαιο σε κεφάλαιο ο πρωταγωνιστής άρχισε να παλινδρομεί χρονικά από τα τέλη της δεκαετίας του 80, την περίοδο διάψευσης του συλλογικού οράματος των αριστερών φοιτητικών παρατάξεων, στη δεκαετία του 2010 όπου ζει, εργάζεται, ερωτεύεται σε έναν κόσμο που αδυνατεί να κατανοήσει. Κατά τη διάρκεια των οκτώ περίπου μηνών συγγραφής του πρώτου σχεδιάσματος χρησιμοποίησα μια σειρά από κείμενα ως οδηγητικό μίτο, περισσότερο υπονομεύοντας παρά ακολουθώντας τις τεχνικές τους, όπως το « Η συντέλεια του κόσμου» της Τζένι Έρμπενμπεργκ, το «Κήπος, στάχτες» του Ντανίλο Κις, το «Η ώρα του αστεριού» της Κλαρίσε Λισπέκτορ.
Καμία μορφή τέχνης δεν είναι στεγανοποιημένη. Στη λογοτεχνία επιδράσεις συνειδητές ή ασύνειδες μπορούν να εντοπιστούν όχι μόνο από άλλες τέχνες εικαστικές ή μη αλλά και από τη φιλοσοφία την ψυχανάλυση, την πολιτική σκέψη, την ιστορία.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Καμία μορφή τέχνης δεν είναι στεγανοποιημένη. Στη λογοτεχνία επιδράσεις συνειδητές ή ασύνειδες μπορούν να εντοπιστούν όχι μόνο από άλλες τέχνες εικαστικές ή μη αλλά και από τη φιλοσοφία την ψυχανάλυση, την πολιτική σκέψη, την ιστορία. Στο «Όσα δεν έγιναν», όπως και γενικότερα στον τρόπο και τις εναλλαγές θερμοκρασίας της προσωπικής μου γραφής, έχω εντάξει συνειδητά ή έχω ανακαλύψει αναδρομικά στοιχεία και υπόγειες αναφορές από τις ταινίες του Κιούμπρικ, από τον Βέντερς και τον Σορεντίνο, από τη «Μικρή ιστορία για έναν φόνο» του Κισλόφσκι, από την «Περιφρόνηση» του Γκοντάρ, από τα μονόπρακτα του Πίντερ, από τη σκέψη του Χάιντεγκερ, του Φουκώ και της Άρεντ, από τα διαβάσματά μου πάνω στην πρόσφατη ελληνική ιστορία και, πολύ πιο επιδραστικά, από τις αφηγήσεις ανθρώπων της ιδιαίτερης πατρίδας μου, εγκλωβισμένων πια σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο και ψυχοφθόρο για έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα να εκδώσει το έργο του. Απαιτείται επιμονή, υπομονή, αγώνας και πίστη. Για την έκδοση του «Όσα δεν έγιναν» χρειάστηκαν δύο χρόνια προσπάθειας. Φυσικά σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα ξανακοίταζα και έκανα επιμέλεια στο κείμενο. Οι διαδοχικές κρίσεις της τελευταίας 15ετίας οικονομική, υγειονομική και ακρίβειας έχουν αυξήσει το ρίσκο για τους εκδότες και τους έχουν κάνει επιφυλακτικούς. Ας μην ξεχνάμε επίσης και τα μόνιμα προβλήματα της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής, τους σχετικά λίγους αναγνώστες σε σύγκριση με τις χώρες της Ευρώπης, τον μεγάλο ανταγωνισμό καθώς οι συγγραφείς που θέλουν να εκδώσουν είναι πολύ περισσότεροι από όσους μπορεί να απορροφήσει η αγορά, την περιορισμένη αριθμητικά κοινότητα όσων μιλούν και διαβάζουν ελληνικά και τη δυσκολία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας να μεταφραστεί και να διεισδύσει στο εξωτερικό.
Ο δικός μου κεντρικός ήρωας, ο Νίκος, είναι μικροαστός, με διδακτορικό, μισθωτός σε μια μεσαίου μεγέθους εταιρεία, άνθρωπος της πόλης με καταβολές από την ελληνική επαρχία.
Ο Νίκος, ο κεντρικός σας ήρωας, είναι ένας άντρας που ουσιαστικά βρίσκεται σε διαρκή φάση αναζήτησης του εαυτού του και της ουσίας της ζωής του. Είναι ένα τυπικό δείγμα σημερινού άντρα;
Είμαι πολύ επιφυλακτικός απέναντι στις έννοιες του τυπικού ή του αντιπροσωπευτικού δείγματος όταν αφορά σε ανθρώπους. Πρόκειται για αφαιρέσεις ή για εννοιολογικά εργαλεία του μάρκετινγκ. Σήμερα, όμως, παρατηρείται ακόμα και στο επίπεδο της προώθησης υλικών προϊόντων μια τάση αποφυγής γενικεύσεων, μια προσπάθεια εξειδίκευσης ή και εξατομίκευσης. Θα πρέπει λοιπόν να έχουμε κατά νου ότι υπάρχει ένα σύνθετο κοινωνικό, οικονομικό, μορφωτικό και ταξικό μωσαϊκό. Ο δικός μου κεντρικός ήρωας, ο Νίκος, είναι μικροαστός, με διδακτορικό, μισθωτός σε μια μεσαίου μεγέθους εταιρεία, άνθρωπος της πόλης με καταβολές από την ελληνική επαρχία. Αποπειράται να ενηλικιωθεί, να αυτοπραγματωθεί μορφωτικά, κοινωνικά, ερωτικά μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Κατά τη διάρκεια αυτής της προσπάθειας κάνει κι αυτός τις δικές του απάτες, τους δικούς του συμβιβασμούς. Κατά την άποψή μου το κεντρικό πολιτικό και οικονομικό παιχνίδι σήμερα παίζεται μέσα στις γραφειοκρατικές δομές των μεσαίων και μεγάλων εταιρειών.
Σημαντικό μέρος του εργατικού δυναμικού διεθνώς και στην Ελλάδα απασχολείται σε παρόμοιες επιχειρήσεις. Εκεί οι εργαζόμενοι διαμορφώνουν έναν συγκεκριμένο τύπο προσωπικότητας, μαθαίνουν να πειθαρχούν, να σκέπτονται, να καταναλώνουν, να ψηφίζουν με ορισμένο τρόπο. Ο Νίκος προσπαθεί διαρκώς να ανταποκριθεί στις παραπάνω απαιτήσεις και ταυτόχρονα βιώνει τις συνέπειες ενός εξουσιαστικού μοντέλου που του απαγορεύει να είναι ο εαυτός του.
Όπως και πολλοί άλλοι εργαζόμενοι φοβάται για τη δουλειά του, απειλείται διαρκώς με απόλυση, υφίσταται την οικονομική βία της στέρησης, ανέχεται την υποτιμητική συμπεριφορά των προϊσταμένων του η οποία με τον καιρό έχει παγιωθεί και θεωρείται αυτονόητη. Από την οικογενειακή ιστορία του Νίκου γίνεται φανερό ότι το ίδιο άγχος επιβίωσης βασάνιζε με διαφορετικούς όρους τους γονείς και τους παππούδες του.
Στη νουβέλα τα δεσμά της οικονομικής ανάγκης, όσο μπανάλ και αν ακούγεται ο όρος, γίνονται το μονιμότερο στοιχείο της ύπαρξης τόσο της γενιάς του Νίκου όσο και των προγόνων του. Και φυσικά ούτε λόγος για προσπάθεια συλλογικής, πολιτικής λύσης στο πρόβλημα.
Τόσο ο Νίκος όσο και οι περισσότεροι συνομήλικοί του έχουν από-πολιτικοποιηθεί και ελπίζουν μάταια σε κάποια αόριστη ατομική διέξοδο. Βρίσκονται θα λέγαμε σε μια κατάσταση πέρα από την απελπισία.