
Ο Μάνος Χατζηγιάννης μάς συστήθηκε πρόσφατα με το μυθιστόρημά του «Ασκατασούνα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νίκας.
Επιμέλεια: Book Press
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Είναι ένα ερωτικό-επαναστατικό γαϊτανάκι. Σε δύο πράγματα στη ζωή «ανάβουν τα αίματα» τόσο πολύ. Στον έρωτα και στην επανάσταση. Το μυθιστόρημα «Ασκατασούνα – Ξέφτια Ελευθερίας» μιλάει για ελευθερία, για αντίσταση, για περιπέτεια και για έναν παράφορο έρωτα. Αποτυπώνει πλήρως την διττή ερμηνεία της λέξης «σύντροφος». Όσον αφορά στο θέμα του συνοπτικά μπορώ να πω ότι η ιστορία έχει να κάνει με ένα αγόρι στη Σύρο την περίοδο της δικτατορίας, το οποίο αναζητάει την προσωπική του επανάσταση. Μεγαλώνοντας δοκιμάζει να βρει την ελευθερία στη θάλασσα κι αυτή τον οδηγεί στην Βαρκελώνη.
Μία Βάσκα, που γνωρίζει εκεί, τον μυεί στο αντάρτικο πόλεων και τον παίρνει μαζί της ως έρωτα και σύντροφο στο Μπιλμπάο της δεκαετίας του ’80. Το μυθιστόρημα Ασκατασούνα – Ξέφτια Ελευθερίας (εκδ. Νίκας) είναι για όσους κραυγάζουν πως «επανάσταση είναι να επιλέγεις να ζεις ακόμη κι όταν κάποιος άλλος αποφασίζει να μην στο επιτρέψει». Είναι ένας ύμνος για όσους κολυμπούν στα βαθιά και πιστεύουν πως «δεν έχει ράτσα η θάλασσα, μιγάδα είναι, με σπέρμα μουγρό σε μήτρα ζαφειρένια».
Υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν και άνθρωποι που συγγράφουν. Η λογοτεχνία θα πρέπει να συνεπαίρνει τον αναγνώστη, κι αυτό σίγουρα δεν το καταφέρνει ο καθένας.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν και άνθρωποι που συγγράφουν. Η λογοτεχνία θα πρέπει να συνεπαίρνει τον αναγνώστη, κι αυτό σίγουρα δεν το καταφέρνει ο καθένας. Το μυθιστόρημα «Ασκατασούνα – Ξέφτια Ελευθερίας» μπορεί να αρέσει σε κάποιους και σε άλλους όχι. Θεωρώ όμως ότι, από όσους το διαβάσουν, σε κανέναν δεν θα είναι αδιάφορο. Είναι έξω από τα συνηθισμένα μοτίβα της εποχής και επιτρέψτε μου να πω ότι δεν το διαβάζεις απλώς, αλλά το βλέπεις να εκτυλίσσεται μπροστά σου, το ζεις…
Μου αρέσει να συγκαταλέγομαι στην ομάδα εκείνη των ανθρώπων που χαμογελούν όταν τους αποκαλούν «εραστές του λόγου».
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Μου αρέσει να συγκαταλέγομαι στην ομάδα εκείνη των ανθρώπων που χαμογελούν όταν τους αποκαλούν «εραστές του λόγου». Στην πορεία των χρόνων αποτύπωσα είτε με ευγλωττία είτε απλώς με σημειολογία σκέψεις, μνήμες, παραστάσεις, εικόνες, συναισθήματα. Δοκίμασα και δοκιμάστηκα. Τώρα τίθεμαι υπό την κρίση του αναγνωστικού κοινού από άλλο μετερίζι, μιας και για πάνω από 20 χρόνια δημοσιογραφώ συστηματικά και το γράψιμο είναι η καθημερινότητά μου.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Απόλυτα. Ειδικά το θέατρο, που είναι η μεγάλη μου αγάπη, αλλά και ο κινηματογράφος. Πολλοί διαβάζοντας δουλειές μου σχολιάζουν πως κάνουν εύκολα εικόνα όσα γράφω. Ζουν την δική τους ταινία μέσα από τη δική μου φαντασία.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Κανένας δρόμος δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, αλλά και κανένας δρόμος δεν έχει αρκετά αγκάθια που να μπορούν να εμποδίσουν εκείνον που κυνηγάει την κατασταλαγμένη επιθυμία του. Σε σχέση με τα παλαιότερα χρόνια, οι ευκαιρίες είναι περισσότερες για τους εκκολαπτόμενους νέους συγγραφείς. Υπάρχουν λογοτεχνικοί διαγωνισμοί κατά κόρον, ενώ δεν είναι λίγα και τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής, όπου πέραν των απαραίτητων τεχνικών που διδάσκεται κανείς, πραγματοποιεί και σημαντικές γνωριμίες.
Έτσι κι εγώ μετά από μια αρκετά μακροχρόνια προσπάθεια συμμετοχής σε ανάλογους διαγωνισμούς δικαιώθηκα με την συμπερίληψη διηγημάτων μου σε συλλογές των Εκδόσεων Νίκας. Μετά όλα πήραν τον δρόμο τους. Συμμετείχα σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής και στον κατάλληλο χρόνο εξέδωσα το πρώτο μου μυθιστόρημα.