
Η Μαρία Παναγοπούλου μάς συστήθηκε πρόσφατα με το μυθιστόρημά της «Το δόγμα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Eπιμέλεια: Book Press
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Το Δόγμα (εκδ. Βακχικόν) είναι μια ιστορία φαντασίας, που ρίχνει φως στον ορίζοντα μιας συνθήκης όχι και τόσο φανταστικής. Μας δείχνει τι μπορεί να προκύψει όταν μια πληθωριστική επιστημοτεχνική εξέλιξη συναντηθεί με την απόσυρση του κόσμου από τα κοινά.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Κάθε συγγραφέας φέρνει καταρχήν την προσωπική του ματιά και «φωνή». Σε ό,τι αφορά εμένα και το συγκεκριμένο έργο μου, προσπαθώ να υπηρετήσω -με πόση επιτυχία, μένει να κριθεί- μια αισθητική πίστης στην πυκνότητα και την ακρίβεια του λόγου, καθώς σε αυτά τα στοιχεία βρίσκω αστείρευτη ποιητικότητα.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι». (Ακολουθήσατε κάποια «μέθοδο»; Συμβουλευτήκατε κάποιον; Αυτοσχεδιάσατε; Πώς τα καταφέρατε να μην χαθείτε στον κόσμο των λέξεων;)
«Συμβουλεύομαι» όλους τους λογοτέχνες που έχω αγαπήσει. Ο τρόπος δουλειάς μου διαμορφώνεται μέσα από την εξάσκηση και τον πειραματισμό. Όσο για το πώς βρίσκω τον δρόμο μου στη μυθοπλαστική γραφή, θα έλεγα ότι πλοηγοί μου είναι το προσωπικό βίωμα, η ορθολογική σκέψη και τα γονιμοποιά δαιμόνια της φαντασίας.
Η αντίληψή μας για τη ζωή αλλά και η αισθητική μας ταυτότητα οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στα βιβλία που διαβάσαμε, τις ταινίες που είδαμε, τα τραγούδια που ακούσαμε.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Ούτως ή άλλως, η αντίληψή μας για τη ζωή αλλά και η αισθητική μας ταυτότητα οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στα βιβλία που διαβάσαμε, τις ταινίες που είδαμε, τα τραγούδια που ακούσαμε. Κι αν είσαι δημιουργός, όποιο έργο τέχνης σε αγγίξει μπαίνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο δισάκι σου.
Το να ακούω μουσική και να χορεύω ήταν στην προσχολική ηλικία το αγαπημένο μου παιχνίδι. Μελετώντας έπειτα η ίδια μουσική, καλλιέργησα την αυτοπειθαρχία και έμαθα να αναγνωρίζω το πολυδιάστατο και την εσωτερική διαλεκτική κάθε καλλιτεχνικού έργου. Ο κινηματογράφος είναι για μένα σχολείο αφήγησης και μαζί πηγή έμπνευσης γεμάτη εικόνες, αισθήματα και «ατμόσφαιρες». Και το θέατρο, με τους περιορισμούς που επιβάλλει, ένας επιπλέον καταλύτης για την καλλιέργεια τρόπων διαχείρισης της μυθοπλασίας.
Ταινίες και σειρές, τραγούδια και ορχηστρικά σάουντρακ, παραστάσεις κάθε είδους, πίνακες, κόμικς, γκράφιτι και άλλα τόσα λιγότερο οριοθετημένα, αισθάνομαι ότι αφενός τροφοδοτούν την προσωπική μου καλλιτεχνική ανάπτυξη, αφετέρου ορίζουν ένα συλλογικό πεδίο αναφοράς που με δένει με τις γενιές της εποχής μου.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Μπήκα κάπως απροετοίμαστη σ’ αυτή την ψυχοφθόρο διαδικασία, αφού η προσήλωσή μου στην προσπάθεια να ολοκληρώσω το Δόγμα δε με άφηνε ως τότε να σκεφτώ το παρακάτω. Είναι πράγματι πολύ απογοητευτικό να απευθύνεσαι στους εκδοτικούς οίκους που γνωρίζεις διαβάζοντας τα βιβλία τους επί χρόνια, για να διαπιστώσεις ότι δεν μπαίνουν ούτε στον κόπο να σου στείλουν έστω ένα αυτοματοποιημένο μέιλ απόρριψης. Μήνες μετά και αφού συνέχισα να στέλνω το χειρόγραφο παντού, ήρθε επιτέλους η πρόταση συνεργασίας από το «Bακχικόν».