Η Λίνα Βαρότση μας συστήθηκε πρόσφατα με το μυθιστόρημά της «Σήκω από πάνω μου» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Eπιμέλεια: Book Press
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Πρόκειται για ένα οδοιπορικό ενηλικίωσης, που πραγματεύεται την έμφυλη βία, τις οικογενειακές σχέσεις και τη μοναξιά της αυτοεξορίας, γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο από την προοπτική της πρωταγωνίστριας, με ύφος άλλοτε αυτοσαρκαστικό και άλλοτε δραματικό. Παρά τις δύσκολες θεματικές του, θα το χαρακτήριζα περισσότερο «ευθύ» παρά «σκληρό». Ο στόχος μου δεν ήταν να γράψω σελίδες συναισθηματικής πορνογραφίας, με περίσσιο μελόδραμα ή σοκαριστικές σκηνές. Ήθελα να αφηγηθώ το ταξίδι της Νίνας, από την εφηβεία ως περίπου τα σαράντα χρόνια της, φωτίζοντας τις πτυχές εκείνες που συχνά μας προετοιμάζουν να εγκλωβιστούμε σε σχέσεις βίας και να γίνουμε αυτοεκπληρούμενες προφητείες, μέσα από γονεϊκά μοτίβα και διαστρεβλωμένες προοπτικές, αλλά και τη δύναμη της (αυτο-) συγχώρεσης. Πάνω απ’ όλα, ήθελα να γράψω μια ιστορία ανθρώπων για ανθρώπους.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμα ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Ό,τι καινούργιο θα φέρει ακόμα ένας ηθοποιός, αρχιτέκτονας, δάσκαλος, μουσικός ή σεφ. Κάθε άνθρωπος μπορεί να αφήσει το ιδιοσυγκρασιακό του αποτύπωμα στον κόσμο όταν αγαπάει πραγματικά αυτό που κάνει. Ίσως οι ιδέες καθαυτές να μην είναι ανεξάντλητες, όμως η απόδοσή τους πάντα θα είναι. Η συγγραφή είναι άνοιγμα ψυχής, μοίρασμα μεταξύ των ανθρώπων, και νομίζω πως στις μέρες μας έχουμε ανάγκη την τέχνη όσο ποτέ. Πραγματικά, δεν θα ήθελα να ζω σε μια εποχή ή κοινωνία όπου οι εκπρόσωποι των τεχνών και των γραμμάτων θεωρούνται αναλώσιμοι ή μετριούνται στα δάχτυλα.
Το συγγραφικό μου εργαστήρι το χτίζω εδώ και δύο δεκαετίες. Ίσως σας φανεί παράξενο, όμως το Σήκω από πάνω μου το έγραψα τρεις φορές – από το πρώτο γράμμα μέχρι την τελευταία τελεία.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι». (Ακολουθήσατε κάποια «μέθοδο»; Συμβουλευτήκατε κάποιον; Αυτοσχεδιάσατε; Πώς τα καταφέρατε να μη χαθείτε στον κόσμο των λέξεων;)
Το συγγραφικό μου εργαστήρι το χτίζω εδώ και δύο δεκαετίες. Ίσως σας φανεί παράξενο, όμως το Σήκω από πάνω μου (εκδ. Μεταίχμιο) το έγραψα τρεις φορές – από το πρώτο γράμμα μέχρι την τελευταία τελεία. Την πρώτη, έκρινα πως η τεχνική και η γραφή μου ήταν αδάμαστες. Τη δεύτερη, ένιωσα πως δεν αποτύπωνε την πολυπλοκότητα των θεματικών με την ωριμότητα που τους άρμοζε. Την τρίτη, ήξερα πως ήταν έτοιμο. Με άλλα λόγια, δεν εξασκήθηκα με πολυάριθμα κείμενα όπως κάνουν άλλοι συγγραφείς, αλλά με την ιστορία της Νίνας, γιατί την αγάπησα πολύ.
Η συγγραφή είναι τέχνη και τεχική μαζί. Αυτό που ονομάζουμε «χάρισμα» ή «ταλέντο» είναι συνήθως το αποτέλεσμα μιας σκληρής και χρονοβόρας διαδικασίας που εμπεριέχει μελέτη και ανάγνωση, παρατηρητικότητα, αδιάκοπη εξάσκηση και νηφάλια αυτοκριτική. Σε όλο αυτό, χωρούν αρμονικά και η μέθοδος και ο αυτοσχεδιασμός. Πάντως, το πρότυπο ενός εφάμιλλου μικρού Μότσαρτ που κάθεται μπροστά στη γραφομηχανή και αραδιάζει εκπληκτική πρόζα με κλειστά μάτια δεν υφίσταται.
Προσωπικά αποκλίνω από το αριστοτελικό μοντέλο, που ενθρονίζει την «πράξη» στην ιεραρχία του δράματος, και ξεκινάω πάντα από τον χαρακτήρα, χωρίς όμως να θυσιάζω την πλοκή στον βωμό του. Τη θεωρία μου καθαυτή τη βρίσκει κανείς στη μονογραφία μου που κυκλοφορεί από τον Routledge, New York, αποτελεί όμως ένα μέρος μόνο της νοητικής και συναισθηματικής μου διεργασίας όταν γράφω. Πάντως, νιώθω πως οι χαρακτήρες μου, με τις επιθυμίες, τους φόβους και τα κίνητρά τους, έρχονται να μου πουν τις ιστορίες τους, ποτέ δεν χρειάστηκε να τους κυνηγήσω. Όσο για τον κόσμο των λέξεων, ήταν πάντα χαρτογραφημένη περιοχή για μένα και μέσα τους νιώθω θωρακισμένη και ασφαλής.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Υπάρχουν διάφορες θεωρίες που πρεσβεύουν πως η μυθοπλασία αποτελεί μίμιση, προσομοίωση ή αντιγραφή της πραγματικότητας. Κατ’ εμέ, η πραγματικότητα καθαυτή εμπνέει τη λογοτεχνία, ως ένα αμάλγαμα διαπιστώσεων, προοπτικών, ευσεβών πόθων και φόβων. Και οι τέχνες αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας στις απροσμέτρητες εκφάνσεις της. Η σκηνή μιας ταινίας, το ρεφρέν ενός κομματιού, το τοπίο ενός πίνακα και μαζί ο επιβάτης στο λεωφορείο που ελέγχει νευρικά το ρολόι του όσο μιλάει στο κινητό, όλα αυτά εμπνέουν μια σκηνή, έναν χαρακτήρα, μια μυθοπλαστική τοποθεσία, άλλοτε συνειδητά κι άλλοτε μέσα από την υποσυνείδητη δραστηριότητα που απαρτίζει τη δημιουργική διαδικασία.
Η διαδρομή ενός συγγραφέα είναι ανισόπεδη, ειδικά σε μια εποχή όπου ο προσδιορισμός μέσω του επαγγελματικού πρεστίζ έχει γίνει αυτοσκοπός και οι τέχνες διαρκώς παραγκωνίζονται.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Πράγματι, η διαδρομή ενός συγγραφέα είναι ανισόπεδη, ειδικά σε μια εποχή όπου ο προσδιορισμός μέσω του επαγγελματικού πρεστίζ έχει γίνει αυτοσκοπός και οι τέχνες διαρκώς παραγκωνίζονται. Ο δικός μου ο δρόμος ήταν μακρύς, έπεσα και σηκώθηκα και ξανάπεσα, υπήρξαν στιγμές που ήθελα να μείνω κάτω και άλλες που έτρεχα. Αυτό, όμως, ήταν προσωπική επιλογή, γιατί δεν μου αρκούσε ένα μέτριο κείμενο, ένας παράδρομος της πλοκής που οδηγούσε σε αδιέξοδα ή οι ανολοκλήρωτες θεματικές. Ουσιαστικά, εγώ έθεσα τις προκλήσεις στον εαυτό μου και συνέχισα να δουλεύω ώσπου να νιώσω αυτοπεποίθηση για το έργο μου.
Όπως ανέφερα, το Σήκω από πάνω μου το έγραψα τρεις φορές. Θα μπορούσε κάποιος να με χαρακτηρίσει τελειομανή, και από την πλευρά μου δεν διατείνομαι ότι ένας συγγραφέας πρέπει να αφιερώσει ατελείωτα χρόνια στο ίδιο πόνημα για να παράξει κάτι καλό. Παρ’ όλα αυτά, το ένστικτό μου με δικαίωσε, γιατί το Μεταίχμιο ήταν ο πρώτος εκδοτικός οίκος που προσέγγισα. Φυσικά υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι εκδότες στην αγορά, απλώς εγώ έκρινα πως με το Μεταίχμιο ήμουν ιδιοσυγκρασιακά και επαγγελματικά ταιριαστή.
Πώς βρίσκει κανείς τη δύναμη να φωνάξει «Σήκω από πάνω μου»; Η ηρωίδα σας χρειάζεται να δεχθεί σειρά κακοποιήσεων μέχρι να το εκστομίσει.
Κι όμως, η Νίνα είναι ένας ηχηρός χαρακτήρας, γι’ αυτό άλλωστε φέρει και το παρατσούκλι «διάολος». Συγκεκριμένα, το δικό της Σήκω από πάνω μου το φωνάζει καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού της, άλλες φορές δικαίως και άλλες σε λάθος μεριές. Ο τίτλος εμφανίζεται αυτολεξεί δύο φορές στο βιβλίο, και παραφρασμένος διάσπαρτα, όπως όταν, για παράδειγμα, ο δίδυμός της, που πασχίζει να αποκολληθεί από το εμμονικό της μονοπώλιο, τη ρωτάει αν θα ξεκολλήσει ποτέ από πάνω του. Και εκεί, ακριβώς, βρίσκεται η ουσία της ιστορίας. Πολλές φορές, η οικογένεια, ο περίγυρος, ολόκληρη η κοινωνία μας σμιλεύουν ώστε να αποκτήσουμε μια διαστρεβλωμένη κατανόηση για την αγάπη, να θωρακιστούμε ενάντια σε πλασματικούς εχθρούς και να ορθώσουμε τείχη, στα οποία εν τέλει εγκλωβιζόμαστε.