
Με ένα χορταστικό και στοχαστικό μυθιστόρημα μας συστήνεται η Κάλλια Μανιώρου. «Το παιχνίδι που μου χρωστάς» (εκδ. Αρμός), σύμφωνα με τη συγγραφέα, βασίζεται σε μια μεγάλη αξία της συστημικής ψυχοθεραπείας: «ο πόνος ταξιδεύει στις οικογένειες, από γενιά σε γενιά, μέχρι κάποιος να αποφασίσει να τον νιώσει».
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Το βιβλίο βασίζεται σε μια μεγάλη αξία της συστημικής ψυχοθεραπείας: «ο πόνος ταξιδεύει στις οικογένειες, από γενιά σε γενιά, μέχρι κάποιος να αποφασίσει να τον νιώσει». Κεντρική ηρωίδα είναι η Έλλη∙ μια γυναίκα 35 ετών η οποία αναλαμβάνει να περιθάλψει τον πρώην σύζυγό της που παθαίνει άνοια σε μικρή ηλικία. Μέσα από αυτή την πολύπλοκη και επίπονη διαδικασία θα ανακαλύψει το ίδιο της το παρελθόν. Στο επίκεντρο του βιβλίου είναι ο έρωτας και οι ιστορίες που επαναλαμβάνονται μέσα στις οικογένειες μέχρι να βρουν το δρόμο τους.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Δύσκολο όταν ένας συγγραφέας καλείται να απαντήσει στο τι κάνει το έργο του ξεχωριστό, όταν μάλιστα η ίδια η διαδικασία της συγγραφής έχει μέσα της τόσο χαμηλό αυτοσυναίσθημα, που κατά τη γνώμη μου, η πλειοψηφία των δημιουργών θα απαντούσε με τιμιότητα: απολύτως τίποτα. Κι εγώ προφανώς δε διαφέρω από αυτούς. Θα απαντήσω όμως με βάση το τι επιχείρησα να πετύχω, σε συνδυασμό με τα σχόλια και τα μηνύματα που λαμβάνω από τους αναγνώστες. Ήθελα να δημιουργήσω ένα βιβλίο που να πραγματεύεται ένα δύσκολο θέμα και να παρουσιάζει τις πιο σκληρές αλήθειες του, με ένα τρόπο εύκολο, σχεδόν διασκεδαστικό και ελαφρύ, χωρίς να χάνει επ΄ ουδενί τη βαρύτητα του. Αυτό που έχω λάβει από τους αναγνώστες είναι ότι το βιβλίο διαβάζεται μέσα σε πολύ λίγες μέρες, παρά τις 440 σελίδες, δίνει πληροφορίες για πράγματα που οι περισσότεροι αγνοούν, και ταιριάζει σε ανθρώπους από 25 μέχρι 95 ετών.
Ήθελα να δημιουργήσω ένα βιβλίο που να πραγματεύεται ένα δύσκολο θέμα και να παρουσιάζει τις πιο σκληρές αλήθειες του, με ένα τρόπο εύκολο, σχεδόν διασκεδαστικό και ελαφρύ, χωρίς να χάνει επ΄ ουδενί τη βαρύτητα του.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Θα πω ότι η γραφή προέκυψε ως μια βαθιά ανάγκη λόγω του επαγγέλματος μου. Θα πω, επίσης, ότι είχα από μικρή την τάση να θαυμάζω τις ιστορίες και τους ήρωες. Από τις πιο απλές μέχρι τις πιο πρωτότυπες, τις πιο άδικες, τρομακτικές, απαράδεκτες αλλά και παράδοξες, αστείες και αισιόδοξες. Και φυσικά τις ιστορίες του έρωτα. Ίσως λοιπόν το υπέροχο βάρος αλλά και η ευθύνη αυτών των ιστοριών, που ακούω ως ψυχολόγος, δημιούργησαν μέσα μου ένα «πρόπλασμα» που έπρεπε, πάση θυσία, κάπου να οδηγήσει. Έτσι, λοιπόν, πριν από επτά χρόνια ξεκίνησα πολύ δειλά και κρυφά, να γράφω. Έπειτα παρακολούθησα κάποια μαθήματα δημιουργικής γραφής και εκτότε το γράψιμο είναι απαραίτητο κομμάτι της ρουτίνας μου. Εντέλει θα πω ότι η διαδικασία της γραφής έχει για μένα απεριόριστη μαγεία αλλά και πόνο, διότι αν θέλεις να γράφεις τίμια και ειλικρινά πρέπει να πορεύεσαι χέρι χέρι με την απώλεια. Να είσαι έτοιμος να αφήσεις αυτό που έγραψες ή αυτό που εσύ επιθυμείς για τους ήρωές σου και να δεχτείς απλά το συλλογικό ασυνείδητο που αναπόφευκτα εισβάλει στην ιστορία και την οδηγεί. Είναι απίστευτο το πόσα πράγματα μπορεί να σε διδάξει για τη ζωή όλο αυτό.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Αναμφίβολα, η τέχνη που πιο πολύ επηρεάζει τη δουλειά μου είναι η μουσική. Είναι φορές που ακούω ένα μουσικό κομμάτι και θέλω απλά να πιάσω το μολύβι και να το αποτυπώσω στο χαρτί. Είναι σα να θέλω να δημιουργήσω ένα λεκτικό κάτοπτρο για τις μουσικές που αγαπώ. Όταν το καταφέρω, τότε η ώση που με ξεσήκωσε, καταλαγιάζει. Παράλληλα οι μουσικές συνθέσεις, όπως και όλες οι τέχνες βέβαια, μπορούν να σε διδάξουν πολλά για τους κύκλους της ζωής και του θανάτου αλλά και τα ανεξήγητα μυστήρια τους. Η μουσική, λοιπόν, πάνω απ΄ όλα. Έπειτα, όπως είναι λογικό, με έχει επηρεάσει πολύ και η λογοτεχνία. Λένε ότι κάθε άνθρωπος που διαβάζει πολύ, έχει αναπόφευκτα την ανάγκη κάποια στιγμή να γράψει. Η λογοτεχνία, λοιπόν, και ενίοτε ο κινηματογράφος.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Τα πράγματα ήταν καλύτερα απ’ ό,τι περίμενα. Προφανώς υπήρξαν εκδοτικοί οι οποίοι δεν μπήκαν στο κόπο καν να στείλουν την αρνητική τους απάντηση στη συγγραφική μου πρόταση. Υπήρξαν και άλλοι ωστόσο οι οποίοι αντιμετώπισαν το έργο με σεβασμό. Ειδικά ως νέα συγγραφέας θα πω ότι η άγνοια, οι κάθε λογής συμβουλές και απόψεις (που δεν ήταν πάντα βοηθητικές), και τα διλήμματα ήταν πολλά. Εννοείται ότι έγιναν και λάθη. Εντέλει όμως θα πω ότι πάντα επέλεγα να ακούω το ένστικτό μου και αυτό βοήθησε. Είναι πολύ σημαντικό να μην το βάζεις κάτω. Ευτυχώς για μένα αυτή η διαδικασία δεν κράτησε πολύ. Μετά την έκδοσή τα πράγματα είναι καλύτερα, αν και πάλι υπάρχει αρκετή άγνοια και άγχος. Είμαι τυχερή, όμως, γιατί συνεργάζομαι με ένα εκδοτικό ο οποίος δείχνει πραγματικό σεβασμό στον συγγραφέα. Μέχρι στιγμής, όσες αποφάσεις έχει χρειαστεί να ληφθούν είναι σε απόλυτη συνεργασία και πάντα δίνουν μεγάλη βαρύτητα στην άποψη μου.