
Πρώτη εμφάνιση με μυθιστόρημα 400 σελίδων και δράση που εκτυλλίσεται σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, εν μέσω πανδημίας, έξαρσης της ακροδεξιάς και κλιματικής κρίσης. Ο Μηνάς Στραβοπόδης είναι μόλις 24 ετών και με το μυθιστόρημά του «Ο επαναστάτης της αβύσσου» (εκδ. Αρμός) εισέρχεται δυναμικά στον συγγραφικό χώρο.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Το να συστήσω σε κάποιον άγνωστο το βιβλίο μου είναι σίγουρα μια διαδικασία-πρόκληση. Οπωσδήποτε δεν θα έλεγα πολλά για την πλοκή. Για εμένα η πλοκή είναι το μέσο και όχι ο αυτοσκοπός σε ένα βιβλίο. Νομίζω πως θα σύστηνα το βιβλίο επιλέγοντας να απαντήσω στο ερώτημα «γιατί» το έγραψα. Πιο συγκεκριμένα, το μυθιστόρημα «Ο Επαναστάτης της Αβύσσου», το ξεκίνησα σε μια ανεπανάληπτη συνθήκη. Μόλις είχα φύγει στο εξωτερικό για να εργαστώ, ήταν η πρώτη φορά που θα έμενα εκτός Ελλάδας για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεν είχαν περάσει, λοιπόν, παρά δύο εβδομάδες και στην κυριολεξία κατέρρευσε ο κόσμος - ήταν η στιγμή που όλα τα κράτη άρχιζαν να εφαρμόζουν το καθολικό lockdown για πρώτη φορά. Βρέθηκα, λοιπόν, σε μια ξένη πόλη που είχε μετατραπεί, εν μία νυκτί, σε πόλη-φάντασμα. Εκείνη, λοιπόν, τη στιγμή, μπόρεσα και διέκρινα μια ιστορική συνθήκη, διέκρινα μια ιστορική στιγμή, και σε αυτή τη στιγμή διέκρινα μια αξία - μια υπεραξία καλύτερα. Παράλληλα με αυτή τη συνθήκη αισθάνθηκα ένα έντονο συναίσθημα - δεν ξέρω αν ήταν πάντα θετικό ή αρνητικό το συναίσθημα αυτό, μα νομίζω πως εν τέλει ήταν και τα δύο ανάμικτα. Τότε ήταν η στιγμή που αποφάσισα με μεγάλη σιγουριά πως αυτή η συγκεκριμένη συνθήκη -συνδυασμένη εννοείται με μυθοπλασία- έπρεπε να αποτυπωθεί στο χαρτί. Έτσι και έγινε. Κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown τελείωσα το πρώτο μέρος του βιβλίου, που πολύ αργότερα το ονόμασα: «Προσωπική Κόλαση», δανειζόμενος -περίπου- το σχήμα του ποιητή Δάντη από τη Θεία Κωμωδία.
Προσωπικά, θεωρώ τη λογοτεχνία -και την τέχνη γενικότερα- κάτι ιερό. Θεωρώ πως για να μπορέσει ένα έργο να ενταχθεί σε αυτό που ονομάζουμε «λογοτεχνία» θα πρέπει το έργο αυτό να ξεπερνά το Χώρο και το Χρόνο.
Στη συνέχεια, αφού απαντούσα σε αυτό το «γιατί», το δεύτερο βήμα για να συστήσω το βιβλίο θα ήταν να εξηγήσω τα κριτήριά μου. Προσωπικά, θεωρώ τη λογοτεχνία -και την τέχνη γενικότερα- κάτι ιερό. Θεωρώ πως για να μπορέσει ένα έργο να ενταχθεί σε αυτό που ονομάζουμε «λογοτεχνία» θα πρέπει το έργο αυτό να ξεπερνά το Χώρο και το Χρόνο. Έτσι, λοιπόν, τα κριτήρια μου ήταν -αν μπορέσω- να γράψω κάτι, το οποίο να είναι ταυτόχρονα διαχρονικό και οικουμενικό, κάτι το οποίο θα μπορούσε να προσφέρει στην κοινωνία -το ίδιο με σήμερα- και πολύ αργότερα στο μέλλον, κάτι το οποίο δεν θα απασχολούσε μόνο τον Έλληνα, τον Αθηναίο, ή τον Ζακυνθινό αλλά τον Άνθρωπο. Ελπίζω κάποια στιγμή να το καταφέρω.
Κάπως έτσι, νομίζω, θα σύστηνα το βιβλίο μου.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Μάλλον δεν θα απαντούσα τίποτα. Θεωρώ, ωστόσο, πως όπως κάθε άνθρωπος, έτσι και κάθε συγγραφέας είναι μοναδικός στον κόσμο. Το να εκφράσει, λοιπόν, ο συγγραφέας τη μοναδικότητά του μέσω της συγγραφής είναι δικαίωμά του. Από εκεί και πέρα, ακόμα και τίποτα να μην μπορεί να προσφέρει ένας συγγραφέας -αν και πιστεύω πως όλα τα βιβλία έχουν να σου δώσουν κάτι-, θα προσφέρει σίγουρα τη δική του οπτική απέναντι στα πράγματα. Αυτό και μόνο είναι αρκετό.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Αυτή, πράγματι, είναι μια αγαπημένη ερώτηση. Μιλώντας για τις επιρροές μου -οι οποίες αποτελούν τα θεμέλια του «συγγραφικού μου εργαστηρίου»- είναι σαν να λέω στις επιρροές αυτές, ένα μικρό ευχαριστώ για τη βοήθειά τους να γράψω το βιβλίο. Το συγγραφικό μου εργαστήρι, λοιπόν, δημιουργήθηκε σταδιακά από πολλές -μερικές φορές τελείως ετερόκλητες- επιρροές. Από πολύ μικρή ηλικία είχα πολλά ερεθίσματα. Τα βασικότερα ήταν η λογοτεχνία και το ενδιαφέρον για τη γλώσσα ως μέσο έκφρασης και εργαλείο πολιτισμού από τη μητέρα μου, καθώς επίσης η πολιτική και η κοινωνιολογία από τον πατέρα μου. Ένα μίγμα αυτών των δύο ήταν μετέπειτα η ζωή μου.
Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με τη λογοτεχνία τρομερή επιρροή στη σκέψη μου αλλά και στον τρόπο ζωής μου είχε ο Καζαντζάκης. Ακόμα θυμάμαι και συγκινούμαι την περίοδο που τελείωσα τον «Καπετάν Μιχάλη». Αυτό το βιβλίο άλλαξε τη ζωή μου. Και ξέρετε πως πάνε αυτά, το ένα φέρνει το άλλο. Πολύ σύντομα, μετά τον Καζαντζάκη -αλλά και παράλληλα με αυτόν- άρχισα να διαβάζω Νίτσε. Ύστερα, ακολούθησε ο αγαπημένος Καμύ, ο Κάφκα, ο Έσσε, ο Στάινμπεκ, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο ρομαντικός Ουγκώ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Όμηρος, ο Σοφοκλής, ο Δάντης και άλλοι πολλοί. Όλοι αυτοί -άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο- έβαλαν το δικό τους λιθαράκι στο δικό μου συγγραφικό εργαστήρι.
Τέλος, το «συγγραφικό μου εργαστήρι» νομίζω ότι συμπληρώνεται με τη Φύση και την Αγάπη. Αυτά τα δύο στοιχεία αντιπροσωπεύουν τους δύο κόσμους στους οποίους ζούμε παράλληλα, τον εξωτερικό και τον εσωτερικό.
Μα πέρα από αυτούς, καταλυτικό ρόλο έπαιξαν και οι σπουδές μου και η εργασιακή μου εμπειρία. Ξέρετε, το μίγμα των σπουδών μου είναι κάπως εκρηκτικό - αν μου επιτρέπεται. Οι σπουδές μου έχουν διεπιστημονικό χαρακτήρα: Διεθνείς Σχέσεις, Ευρωπαϊκές Υποθέσεις, Πολιτική Επιστήμη, Πολιτική Κοινωνιολογία, Πολιτική Βία, Σπουδές Πολέμου, καθώς επίσης και λίγα Οικονομικά. Όλα αυτά αποτέλεσαν ένα μοναδικό μίγμα γνώσης, μέρος του οποίου χρησιμοποίησα στο βιβλίο μου.
Τέλος, το «συγγραφικό μου εργαστήρι» νομίζω ότι συμπληρώνεται με τη Φύση και την Αγάπη. Αυτά τα δύο στοιχεία αντιπροσωπεύουν τους δύο κόσμους στους οποίους ζούμε παράλληλα, τον εξωτερικό και τον εσωτερικό. Αυτά τα δύο στοιχεία είναι που μας κάνουν να ισορροπούμε - κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αυτή η ισορροπία -ή καλύτερα η αρμονία- είναι η πηγή από την οποία αντλώ έμπνευση και ολοκληρώνω αυτό το παζλ που ονομάσαμε «συγγραφικό εργαστήρι».
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Σίγουρα, συνειδητά και υποσυνείδητα. Έχω επηρεαστεί πολύ από τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική, τη μουσική, το θέατρο, ακόμα και από κάποιες σειρές - κάποιες σειρές είναι πραγματικά έργα τέχνης. Αναφορικά με τον κινηματογράφο, πηγή έμπνευσης αποτέλεσαν για εμένα ταινίες όπως: Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών, Το Λουλούδι της Ερήμου, Ο Πιανίστας, Μαχάτμα Γκάντι, Λίνκολν, Φρίντα, Έτερος Εγώ κ.ά. Στη ζωγραφική ξεχωρίζω τον Σαλβαδόρ Νταλί, ο σουρεαλισμός του, μα και η λογική που κρύβεται πίσω από το σουρεαλισμό αυτό, αποτελεί μεγάλη πηγή έμπνευσης. Με τη μουσική έχω επίσης μια ιδιαίτερη αγάπη, μάλιστα πάντα όταν γράφω ακούω μουσική για να αντλήσω έμπνευση, μουσική η οποία προσαρμόζεται ανάλογα με την περίσταση που θέλω να περιγράψω στο βιβλίο. Όταν γράφω ακούω κλασσική μουσική -κυρίως Μότσαρτ και Σοπέν- αλλά και soundtracks ταινιών -αγαπημένα soundtracks από τις ταινίες «Ο Τελευταίος των Μοϊκανών» και «Οι Πειρατές της Καραϊβικής». Μου αρέσουν, ωστόσο, και ποιήματα μελοποιημένα - κυρίως Ελύτης και Ρίτσος σε μουσική Θεοδωράκη. Άλλα τραγούδια που με εμπνέουν είναι: ο «Χειμωνανθός» και «Μαλαματένια Λόγια» του Χαρούλη, «Αύγουστος» του Παπάζογλου, η «Ρόζα» του Μητροπάνου κ.ά.. Δεν θα ήθελα να παραλείψω και το Ραψωδό Φιλόλογο, που με έβαλε σε μια διαδικασία προβληματισμού όταν ήμουν ακόμη στην εφηβεία, τον άκουγα περισσότερο τότε, μα ακόμα ακούω καμιά φορά τραγούδια του όπως: «Σε μια τόση δα στιγμή», «Φωτογραφίες» κ.ά. Επίσης, αγαπώ το θέατρο. Παραστάσεις σαν το «Πάρτυ Γενεθλίων» του Πίντερ που παίζεται μάλιστα αυτή την περίοδο ή η «Ασκητική», παλαιότερα, είναι παραστάσεις που συγκαταλέγονται στις προσλαμβάνουσές μου. Τέλος, βρίσκω μια ιδιαίτερη σημασία και αξία, σε ορισμένες σειρές όπως τα Breaking Bad, Peaky Blinders, Άγριες Μέλισσες που έδρασαν, επίσης, καταλυτικά σε εμένα.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Γνωρίζω πως η διαδικασία της έκδοσης ενός βιβλίου είναι κάτι που φοβίζει και δυσκολεύει νέους συγγραφείς. Νομίζω, ωστόσο, πως η δική μου εμπειρία θα μπορούσε να περιγραφεί σαν «ένας δρόμος σπαρμένος με ροδοπέταλα». Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν σκέφτηκα αν θα καταφέρω να εκδώσω το βιβλίο. Για εμένα ποτέ η έκδοση δεν ήταν αυτοσκοπός. Ήμουν πολύ χαρούμενος που είχα καταφέρει και είχα ολοκληρώσει κάτι. Από εκεί και πέρα σίγουρα κυνήγησα και εγώ την έκδοση, ωστόσο το έβλεπα σαν κάτι έξτρα που μου δόθηκε, ο σκοπός ο δικός μου είχε ολοκληρωθεί νωρίτερα - όπως προείπα.
Αναφορικά με την έκδοση αυτή καθ’ αυτή, ήρθε τελείως αβίαστα. Ήρθα σε επικοινωνία με τις εκδόσεις Αρμός και συγκεκριμένα με τον κ. Χατζηιακώβου, ο οποίος από την πρώτη στιγμή είχε πολύ θετική στάση και ενδιαφέρθηκε να με γνωρίσει. Στην συνάντηση αυτή του περιέγραψα το σκεπτικό μου πίσω από το βιβλίο και του είπα και λίγα πράγματα για το πώς γράφτηκε το βιβλίο. Τα λόγια μου φάνηκε να του κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Μετά τη συνάντησή μας, όταν γύρισα σπίτι, του έστειλα το έργο μου και λίγο αργότερα έλαβα ένα email από τις εκδόσεις στο οποίο μου είχαν επισυνάψει το συμβόλαιο για να το μελετήσω. Και κάπως έτσι ξεκίνησε η συνεργασία μου με τις εκδόσεις Αρμός, όμορφα και απλά.