Συνέντευξη της Λένας Διβάνη με αφορμή το βιβλίο της «Τι έμαθα περπατώντας στον κόσμο» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Του Κώστα Αγοραστού
Ιστορικός και πεζογράφος: δύο από τις ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τη Λένα Διβάνη. Και ανήσυχο πνεύμα. Και άνθρωπος που δεν φοβάται να πει τη γνώμη του, συχνά πληρώνοντας το τίμημα. Με αφορμή το νέο της βιβλίο «Τι έμαθα περπατώντας στον κόσμο» (εκδ. Καστανιώτη) κουβεντιάσαμε για ταξίδια, προσωπικές φιλοδοξίες και τις «φυλές» του βουνού!
Αναφέρετε στην εισαγωγή του βιβλίου σας: «Είχα καταλάβει μάλλον ενστικτωδώς πως το πιο επικίνδυνο μέρος στον κόσμο είναι το σπίτι μας – αφού τη βγάλαμε καθαρή εκεί, όλα τ' άλλα θα είναι παιχνιδάκι». Και μετά... πήρατε τα βουνά. Έπειτα από όλες σας τις ορειβατικές εξορμήσεις, πού πιστεύετε ότι βρίσκεται ο μεγαλύτερος κίνδυνος και η μεγαλύτερη πρόκληση, με την οποία έχει να αναμετρηθεί κανείς;
Ο εαυτός σου είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος. Ο εαυτός σου που είναι απογυμνωμένος από το όποιο βιογραφικό του και τους ανθρώπους που τον αγαπούν, γυμνός μέσα σε μια ομάδα λίγο-πολύ αγνώστων με τους οποίους πρέπει να ζήσει και να συνδεθεί σε συνθήκες ιδιαίτερες. Γιατί πρέπει να ζήσεις χωρίς τις ανέσεις σου, σε μια σκηνή που μπάζει με πέτρες από κάτω, άπλυτος για 11 μέρες, χωρίς κινητό τηλέφωνο που σε συνδέει με τους αγαπημένους, τρώγοντας ύποπτης καθαριότητας φαγητά. Να ζήσεις δηλαδή εσύ ο άνθρωπος των πόλεων που έχει πάνω στο γραφείο του μέχρι και ηλεκτρική ξύστρα μολυβιών όπως ζούσαν στα χωριά τα βουνίσια στις αρχές του 20ου αιώνα. Με τα ελάχιστα. Εξού και τιτλοφόρησα ένα κεφάλαιο της Ινδίας: «Ξεβρακώσου πριγκηπέσα».
Ταξιδεύω για τον ίδιο λόγο που γράφω: για να ζήσω περισσότερες και πιο πολύχρωμες ζωές στο χρόνο που μου έχει δοθεί.
Μένοντας λίγο στην ορειβασία: βρίσκετε ότι υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στην επιθυμία να φτάσει κανείς στην κορυφή ενός βουνού και στην καλλιτεχνική φιλοδοξία, εν γένει;
Στα ταξίδια αυτά ζούμε σε μια μικρογραφία της κοινωνίας. Οι φιλόδοξοι θα «φιλοδοξήσουν». Τα γαϊδούρια θα κάνουν γαϊδουριές. Οι ικανοί άνθρωποι θα τα καταφέρουν. Οι καλοί άνθρωποι θα βοηθήσουν. Απλώς όλα είναι στο φως, δεν μπορούν να μεταμφιεστούν εύκολα. Έτσι, ναι, έχουμε τους λεγόμενους κορφάκιες που διακινδυνεύουν και τη ζωή τους για να φωτογραφηθούν στην κορφή από ματαιοδοξία. Άλλοι πάλι αγωνίζονται για την κορυφή γιατί θέλουν να αναμετρήσουν τον εαυτό τους με την εικόνα που έχουν γι' αυτόν. Εγώ προσωπικά στα παλιά μου τα παπούτσια την έχω την κορυφή και στην ορειβασία και στην κανονική ζωή. Δεν γράφω ούτε για να με βραβεύσουν ούτε για να με αγοράσουν – αν και είμαι ευγνώμων που το κάνουν οι αναγνώστες. Ταξιδεύω για τον ίδιο λόγο που γράφω: για να ζήσω περισσότερες και πιο πολύχρωμες ζωές στο χρόνο που μου έχει δοθεί.
Ελβετία, Νέα Ζηλανδία, Αιθιοπία, Κούβα, Βιετνάμ, Βενεζουέλα, Ινδία και Παταγονία είναι οι τόποι των ιστοριών σας. Φεύγοντας, τι έχετε πάρει και τι έχετε αφήσει από τον εαυτό σας εκεί;
Α, εδώ θα μου επιτρέψετε να κρατήσω το στόμα μου κλειστό. Αυτά τα γράφω στο βιβλίο μου και θέλω να το διαβάσετε.
Είμαι μια ταξιδιώτισσα που είναι λογοτέχνις και ιστορικός. Αυτές οι ταυτότητες χρωμάτισαν το βλέμμα μου.
Η «ταξιδιωτική λογοτεχνία» έχει δώσει στο παρελθόν λαμπρά δείγματα έργων, όπου οι πληροφορίες για τον προορισμό βρίσκονται σε θαυμαστή ισορροπία με τις προσωπικές ιστορίες του κάθε συγγραφέα. Σε ποια παράδοση θα εντάσσατε το δικό σας βιβλίο;
Δεν έχω ιδέα. Όταν αποφάσισα να το γράψω δεν είχα ένα σαφές στίγμα στο μυαλό μου. Άνοιξα το λάπτοπ και ξεκίνησα την πρώτη φράση ακριβώς όπως ξεκίνησα γι' αυτά τα ταξίδια. Ανοιχτή στις προκλήσεις και τις πιθανότητες. Τελικά πιστεύω ότι προέκυψε ένα υβριδικό είδος. Είμαι μια ταξιδιώτισσα που είναι λογοτέχνις και ιστορικός. Αυτές οι ταυτότητες χρωμάτισαν το βλέμμα μου. Θα βρείτε λοιπόν ιστορία (του τόπου) και ιστορίες (των ανθρώπων και δικές μου) χρωματισμένες από το πως ήμουν τότε. Γιατί πρέπει να σας πω κάτι εδώ: ξεκινώντας κάθε κεφάλαιο έμπαινα με έναν μυστήριο και αυτόματο τρόπο κατευθείαν στην ψυχική κατάσταση που είχα όταν βίωνα αυτό το ταξίδι. Ετσι θα διαβάσετε κεφάλαια απολύτου υπαρξιακής μαυρίλας, όπως η Αιθιοπία, κεφάλαια μιούζικαλ σχεδόν όπως η Κούβα κ.λπ. Εννοείται όλο το βιβλίο είναι σπαρμένο από σκηνές απίστευτου ταξιδιωτικού και ανθρωπολογικού σουρεαλισμού που ομολογώ ότι τις καταδιασκέδασα.
Επιστρέφοντας ύστερα από κάθε σας ταξίδι στην Αθήνα, την βλέπετε με διαφορετική ματιά; Είστε πιο ανεκτική ή πιο επικριτική;
Συνήθως ταξιδεύουμε σε χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου που συχνά αποδεικνύεται τέταρτος. Έτσι επιστρέφοντας στο Ελευθέριος Βενιζέλος τις περισσότερες φορές φιλάμε το πάτωμα του αεροδρομίου – κυριολεκτικά! Συνειδητοποιείς δηλαδή πόσο εξοργιστικά προνομιούχοι είμαστε, πόσο άθλια εκμεταλλεύτηκαν οι λευκοί δυτικοί όλο τον υπόλοιπο κόσμο από τότε που υπάρχει ο κόσμος. Σε μια περίπτωση βέβαια ζήλεψα: Η Νέα Ζηλανδία απλώς δεν παίζεται!
Χωρίς κομματική προστασία από πουθενά, χωρίς ομάδα στήριξης, το να λες τη γνώμη σου δημόσια και ελεύθερα είναι πολύ πιο επικίνδυνο από τα βουνά... Πιστέψτε με!
Κατά καιρούς παρεμβαίνετε στα «κοινά», ενίοτε προκαλώντας έντονες αντιδράσεις. Έχετε μετανιώσει ποτέ για κάποια από τις παρεμβάσεις σας; Γενικότερα, πώς κρίνετε το ύφος και την ποιότητα του δημόσιου διαλόγου στη χώρα μας;
Σε μια εποχή μανιχαϊστική και φανατική όπως αυτή που ζούμε στην Ελλάδα της κρίσης είναι επικίνδυνο να λες τη γνώμη σου – ειδικά αν η δουλειά σου εξαρτάται από την κοινή γνώμη. Εξού και ποιούν την νήσσαν πολλοί ή κολακεύουν τους εκάστοτε κρατούντες περισσότεροι. Εγώ όμως –δυστυχώς ή ευτυχώς– γεννήθηκα ανάποδη. Τη γνώμη μου θα την πω. Πάντα την έλεγα και πάντα θα τη λέω. Δεν είναι άγνοια κινδύνου, είναι η αίσθηση του καθήκοντος. Νομίζω πως εμείς οι συγγραφείς επειδή πρέπει να μπαίνουμε στο πετσί των δεκάδων ηρώων μας εκπαιδευτήκαμε να βλέπουμε πολυδιάστατα. Τώρα λοιπόν, σ΄αυτή τη σκληρή και κρίσιμη εποχή η οπτική μας είναι απαραίτητη γιατί η ζωή δεν είναι άσπρη ή μαύρη όπως τα κόμματα προσπαθούν να μας πείσουν. Η ζωή κινείται στις αποχρώσεις και αυτές πρέπει να μάθουν τα μάτια των πολιτών να διακρίνουν. Γνωρίζω τη στρέβλωση που μπορεί να γίνει στα λεγόμενά μου, ξέρω τι δουλειά κάνουν οι στρατευμένες στρατιές των ανώνυμων του διαδικτύου που δολοφονούν χαρακτήρες, αλλά είναι μια ευθύνη που ο κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος οφείλει να αναλάβει. Το συμπέρασμά μου πάντως είναι ένα: Χωρίς κομματική προστασία από πουθενά, χωρίς ομάδα στήριξης, το να λες τη γνώμη σου δημόσια και ελεύθερα είναι πολύ πιο επικίνδυνο από τα βουνά... Πιστέψτε με!
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
Τι έμαθα περπατώντας στον κόσμο
Λένα Διβάνη
Καστανιώτης 2017
Σελ. 352, τιμή εκδότη €16,95