Λίγο πριν φύγει για τα Χανιά, η Μάρω Δούκα μίλησε στον Κώστα Κατσουλάρη για τα αδιέξοδα και τις ευκαιρίες των σημερινών νέων και την ασυδοσία της εξουσίας.
Σινεμά, διαδίκτυο, video games, τηλεόραση: Ο σημερινός εικοσάχρονος έχει στη διάθεσή του πολλούς τρόπους επικοινωνίας και διασκέδασης. Ίσως αισθάνεται ότι η ανάγνωση λογοτεχνίας και γενικότερα βιβλίων είναι χαμένος χρόνος. Τι θα του λέγατε;
Ο σημερινός εικοσάχρονος γεννήθηκε όταν ξεκινούσε στην Ελλάδα η ιδιωτική τηλεόραση, όταν έκανε τα πρώτα του βήματα το internet… Άρα είναι το παιδί που μεγάλωσε σε μια συγκεκριμένη τηλεοπτική πραγματικότητα σε ό,τι αφορά την κοινή αντίληψη για τον πολιτισμό, τις κοινωνικές αξίες. Σινεμά δεν είναι μόνο χολιγουντιανές ταινίες δράσης, είναι και υψηλή τέχνη. Διαδίκτυο δεν είναι μόνο παιχνίδια και χάζεμα, είναι και μόρφωση και διεύρυνση οριζόντων. Αντίστοιχα, βιβλία δεν είναι μόνο η καλή λογοτεχνία, είναι και το πάσης φύσεως σκουπιδαριό που κατακλύζει την αγορά. Επομένως το μόνο που θα μπορούσα να του πω, αναγνωρίζοντας τη φυσιολογική δυσκολία του να θέσει προτεραιότητες και να αντιληφθεί τις πραγματικές αξίες μέσα στον ορυμαγδό του προσφερόμενου υλικού, είναι να αναζητά, να αμφιβάλλει, να μη βολεύεται στα εύκολα, να μη δελεάζεται άκριτα από την εικόνα, ελπίζοντας ότι μέσα από αυτή την αναζήτηση και την αμφιβολία θα φτάσει κάποτε και στην καλή λογοτεχνία…
Πολλοί νέοι, πριν τα τριάντα ή και λίγο μετά, διαβάζουν μεταφρασμένη πεζογραφία, κι είναι μάλιστα αρκετά ενήμεροι και καλλιεργημένοι αναγνώστες. Όταν όμως η κουβέντα έρχεται στους σύγχρονους Έλληνες πεζογράφους, εισπράττουμε τη στερεότυπη απάντηση: «Έλληνες, δεν διαβάζω». Τι φταίει;
Πρώτα απ’ όλα, δεν πρέπει να αγνοούμε το σνομπισμό και την ξενομανία που μας διαπερνούν ως κοινωνία. Ούτε πρέπει επίσης να λησμονούμε ότι πολιτιστικά, από καταβολής νεοελληνικού κράτους, ετεροκαθοριζόμαστε σε σχέση με τα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα. Σε ό,τι αφορά, μάλιστα, τη λογοτεχνία, ακόμη και σε εποχές που ήταν κυρίαρχο το ρεύμα της αναζήτησης της πολιτισμικής μας ταυτότητας, οι κατευθυντήριες τάσεις ήταν ξενότροπες. Και, για να είμαστε δίκαιοι, ακόμη και οι παλαιότερες γενιές, όσο και αν είχαν σταθερό σημείο αναφοράς την ελληνική πεζογραφία, όταν ήθελαν να αναζητήσουν τα μυστικά και τα μυστήρια της γραφής, σε ξένους συγγραφείς κατέφευγαν. Ο σημερινός, λοιπόν, καλλιεργημένος αναγνώστης θα μπορούσε να αισθάνεται ότι έχει πιο πολλά να μάθει διαβάζοντας έναν ξένο συγγραφέα, και αυτό θα ήταν απολύτως θεμιτό, εάν δεν συνέβαινε, όπως εγώ πιστεύω, να έχει σε γενικές γραμμές παγιώσει τη σχέση του με το χρόνο και τον κόσμο έξω από τη δική του λογοτεχνική και ιστορική παράδοση. Και αυτό είναι το λυπηρό. Το ίδιο, όμως, θα έλεγα ότι ισχύει και με τις νεότερες γενιές των συγγραφέων, που ως επί το πλείστον εμπνέονται, όπως δηλώνουν, από την ξένη λογοτεχνία. Το ερώτημα, επομένως, θα μπορούσε να είναι γιατί θα πρέπει ένας απαιτητικός και καλλιεργημένος αναγνώστης να διαβάζει σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς, όταν οι ίδιοι οι Έλληνες συγγραφείς δεν διαβάζουν Έλληνες συγγραφείς.
Το Δεκέμβρη που μας πέρασε, η Αθήνα, και η χώρα ολόκληρη, γνώρισε μια πρωτόγνωρη κατάσταση, την οποία ο καθένας, αναλόγως την οπτική του, την ονομάζει και την περιγράφει διαφορετικά. Τι σκέφτεστε σήμερα για όλα αυτά τα γεγονότα, τώρα που, όπως λέμε, έχει κατακαθίσει ο κουρνιαχτός;
Έχει στ’ αλήθεια κατακαθίσει ο κουρνιαχτός; Με τα προβλήματα που μας ροκανίζουν εδώ και δεκαετίες να χορεύουν «λεβέντικα» καλαματιανό, με τη ρητορεία των πολιτικών, την ασυδοσία της εξουσίας, τον κοινωνικό συντηρητισμό. Και με τον αυτισμό και την αγκύλωση της Αριστεράς να κρατούν το ίσο. Τι να σκεφτώ; Τόποι υποδοχής ή στρατόπεδα συγκέντρωσης θα είναι οι χώροι όπου θα στοιβάζονται κατακαλόκαιρο οι λαθρομετανάστες; Και θα έρθει πάλι ο Δεκέμβρης. Εθιμικά, αλλά και τιμώντας τη μνήμη του δολοφονημένου μαθητή Αλέξη Γρηγορόπουλου, θα ξεχυθούν για άλλη μια φορά οι νέοι στους δρόμους, θα γίνουν καταλήψεις στα σχολεία, θα πάρουν φωτιά τα τηλεοπτικά παράθυρα. Αυτό για δυο τρεις βδομάδες. Έπειτα θα μαζευτούν, ως συνήθως, στο μαντρί, θα συνεχίσουμε κι εμείς, ανακουφισμένοι, τη ζωούλα μας. Πριν από μήνες με ρώτησαν σ’ ένα σχολείο οι μαθητές τη γνώμη μου για τις καταλήψεις. Και φυσικά τους παραξένεψα λέγοντάς τους ότι εάν πραγματικά νοιάζονται για τη δημόσια δωρεάν εκπαίδευση και για την ποιότητά της θα πρέπει να αναζητήσουν άλλες μορφές διαμαρτυρίας… Και ότι πρωτίστως οφείλουν να σεβαστούν το σχολείο τους όπως ακριβώς σέβονται και το ακριβοπληρωμένο φροντιστήριο…
Τι θα λέγατε στο γιο σας αν σας έλεγε ότι βρήκε μια καλή δουλειά στη Γαλλία ή στη Γερμανία, μια δουλειά στην οποία του αναγνωρίζουν τους κόπους του, τα πτυχία του, την προσωπικότητά του, και δεν απαιτούν από αυτόν να είναι «κουμπάρος», «ημέτερος», κ.λπ. Θα τον ενθαρρύνατε να φύγει, να φτιάξει τη ζωή του αλλού;
Δεν θα τον εμπόδιζα… Αν και πιστεύω ότι είναι προτιμότερο να μένουμε στον τόπο μας και να αγωνιζόμαστε για το καλύτερο.
Τα τελευταία δυο τρία χρόνια, επανακυκλοφορούν «ξανακοιταγμένα» από εσάς τα παλιότερά σας βιβλία. Πώς νιώθετε κοιτώντας προς τα πίσω; Όλες αυτές οι ώρες που περάσατε γράφοντας και δουλεύοντας για τα βιβλία σας φαντάζουν σήμερα κερδισμένος ή χαμένος χρόνος;
Κέρδη και χασούρες δεν συνιστούν το υπόλοιπο της ζωής; Αν μη τι άλλο, σκέφτομαι, όσο μου το επέτρεπαν οι δυνατότητες και τα όριά μου, προσπάθησα να αποτυπώσω τη δυσθυμία και τα αδιέξοδα των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα στον τόπο μας…
Το τελευταίο βιβλίο σας (σ.σ. «Αθώοι και φταίχτες») διαδραματίζεται στην Κρήτη, και συγκεκριμένα στη γενέτειρά σας, τα Χανιά. Αυτό που γράφετε αυτή την περίοδο έχει επίσης στο κέντρο της δράσης του την Κρήτη, την Ιστορία του νησιού, ή μάλλον ορισμένες σκοτεινές πλευρές της. Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για το νέο σας βιβλίο;
Αν και έχω τελειώσει την πρώτη γραφή, έχω αρκετή δουλειά ακόμη. Έναυσμα, πάντως, για να γραφτεί το βιβλίο υπήρξε το γεγονός ότι οι Γερμανοί, Οκτώβριο του 1944, εκκενώνοντας τους άλλους νομούς της Κρήτης, συμπτύχθηκαν στα Χανιά, όπου παρέμειναν οκτώ μήνες ως στρατός κατοχής. Αλλά και αφού παραδόθηκαν, Μάιο του 1945, θα παραμείνουν στην πόλη ακόμη δυο μήνες, με εντολή των Βρετανών, υπεύθυνοι για την τάξη και την «ασφάλεια» των πολιτών… Και αυτό που κέρδισα για άλλη μια φορά, γράφοντας, είναι η διαπίστωση ότι το παρόν μας φωτίζεται λοξά, και γι’ αυτό πολυεπίπεδα, μέσα από τη μυθοπλασία της Ιστορίας όπου ο άνθρωπος κινείται τραγικά ωραίος, αφελής και πάντα ανυπεράσπιστος.
Κώστας Κατσουλάρης