
Πέντε λεπτά με μία συγγραφέα. Σήμερα, η Μαρία Λουκά, για το μυθιστόρημά της «Δεκαέξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» (εκδ. Βακχικόν).
Επιμέλεια: Book Press
Πώς ξεκινήσατε να γράφετε το βιβλίο σας; Θυμάστε το αρχικό ερέθισμα;
Το υλικό υπήρχε πάντα εκεί, ή πιο σωστά, υπήρχε για πάρα πολλά χρόνια μέσα μου, όσα κρατάει η παρουσία μου στα σχολεία της Κύπρου. Ήταν πρόσωπα, πιο συγκεκριμένα ήταν μαθητές, γονείς, καθηγητές, που συνάντησα, έζησα από κοντά τις ιστορίες τους, τις δυσκολίες τους, την πάλη τους με τη ζωή και με τον εαυτό τους. Πρόσωπα που απαιτούσαν να βγουν στο φως και να μιλήσουν, να πουν τις ιστορίες τους από τη δική τους σκοπιά και τη δική τους οπτική. Εξ’ ου και ο τίτλος του βιβλίου Δεκαέξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα κατά τα «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» του Λουίτζι Πιραντέλλο.
Το αρχικό ερέθισμα, ωστόσο, μου το έδωσε ένα παλιό τετράδιο, που μου εμπιστεύτηκε μια καλή μου φίλη. Ήταν μια αυτοβιογραφική αφήγηση του πατέρα της, που την έγραψε σε μεγάλη ηλικία, με τρεμάμενο χέρι αλλά ξάστερο μυαλό και με μια ωραία ελληνική γλώσσα, αν και είχε φοιτήσει λίγα μόνο χρόνια στο δημοτικό σχολείο. Μια ιστορία συγκλονιστική. Αυτή μαζί με πολλές άλλες ιστορίες υπερήλικων συγχωριανών μου, που μάζεψα από 25 τόσες προσωπικές συνεντεύξεις. Συνεντεύξεις που τους πήρα στα πλαίσια της συλλογής υλικού για το Μουσείο Ιστορίας και Πολιτιστικής Κληρονομιάς της γενέτειράς μου, Λακατάμειας, ενός μικρού αγροτικού χωριού στις παρυφές της Λευκωσίας της Κύπρου, που το είδα να μεταμορφώνεται μέσα σε λίγα χρόνια σε μια σύγχρονη μοντέρνα πόλη.
Όλ’ αυτά και μαζί και οι ιστορίες της μητέρας μου, που μαζί τους μεγάλωσα, έκλαψα, γέλασα, γοητεύτηκα, μ’ έκαναν να θέλω να τα ενώσω, να ταιριάξω τα φαινομενικά αταίριαστα, σαν τα κομμάτια ενός παζλ και να συνθέσω τη ζωή όπως την έζησα, μα προπαντός όπως την ονειρεύτηκα.
Παρότι προσπαθώ να κρατώ μια ισορροπία, εντούτοις η πλάστιγγα κλίνει προς τους χαρακτήρες της ιστορίας μου. Πορεύονται μαζί μου σ’ όλη τη διαδρομή και συχνά καθορίζουν την πλοκή και μου δείχνουν τον δρόμο προς την εξιλέωση και την κάθαρση.
Η πλοκή ή οι χαρακτήρες θεωρείτε ότι είναι ο οδηγός σας όταν γράφετε; Πού ρίχνετε μεγαλύτερο βάρος;
Η πλάστιγγα θα έλεγα πως ακροζυγιάζεται ανάμεσα στα δύο. Μια πλοκή, όσο κι αν είναι δυνατή, δε λέει πολλά χωρίς καλά δομημένους χαρακτήρες. Κι αντίστροφα, οι χαρακτήρες, όσο κι αν είναι αρκούντως ψυχογραφημένοι, για να μπορούν να αναπτυχθούν σε βάθος, χρειάζεται να πατούν σε μια πλοκή ζωντανή και διαρκώς μεταβαλλόμενη, με τις σωστές δόσεις προοικονομίας, ανατροπών, κορυφώσεων. Παρότι προσπαθώ να κρατώ μια ισορροπία, εντούτοις η πλάστιγγα κλίνει προς τους χαρακτήρες της ιστορίας μου. Πορεύονται μαζί μου σ’ όλη τη διαδρομή και συχνά καθορίζουν την πλοκή και μου δείχνουν τον δρόμο προς την εξιλέωση και την κάθαρση.
Στη δική μου περίπτωση η πλάστιγγα γέρνει στην πραγματικότητα. Τη δική μου, των γύρω μου, του κόσμου που μας περιβάλλει.
Το βιβλίο σας διαδραματίζεται στη Λευκωσία, «μισό σχεδόν αιώνα μετά την τουρκική εισβολή και λίγο πριν την πανδημία του κορονοϊού», όπως σημειώνετε. Πώς ορίζουν αυτά τα δύο συμβάντα, τα οποία αναφέρετε, τον δραματουργικό χρόνο και το σκηνικό της ιστορίας σας;
Και τα δύο αυτά συμβάντα, ένας πόλεμος, μια πανδημία, είναι από εκείνα που περισσότερο μπορούν να επηρεάσουν τη ζωή, προκαλώντας μεγάλες ανατροπές και επιφέροντας βαθιές αλλαγές στον κόσμο όπως τον γνωρίζουμε. Το πρώτο, η τουρκική εισβολή, είναι το αδιαμφισβήτητο τραύμα της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου, το τραύμα του τόπου, που άλλαξε για πάντα τις ζωές όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων στο νησί. Το δεύτερο, η πανδημία του κορονοϊού, επηρέασε ολόκληρο τον πλανήτη, έφερε στη ζωή όλων μας νέες συνθήκες και νέα δεδομένα, στα οποία ο κόσμος όπως τον ξέραμε ακόμα προσαρμόζεται. Συχνά οι άνθρωποι αγνοούμε ή ξεχνούμε ότι ενός κακού μύρια έπονται. Οι ήρωες μου φέρουν στο πετσί τους το τραύμα του τόπου τους, παλεύουν όπως μπορούν μ’ αυτό, χωρίς να γνωρίζουν ότι και άλλα μεγάλα δεινά έρχονται στη ζωή τους.
Ανάμεσα στην πραγματικότητα και την επινόηση, πού γέρνει η πλάστιγγα;
Στη δική μου περίπτωση η πλάστιγγα γέρνει στην πραγματικότητα. Τη δική μου, των γύρω μου, του κόσμου που μας περιβάλλει. Το βίωμα. Το ατομικό, το συλλογικό, αυτό είναι που με ενδιαφέρει. Η επινόηση έρχεται εκεί που χρειάζεται, για να ντύσει, να ολοκληρώσει, να συνδέσει, να συνθέσει.
Λένε ότι «ένα μεγάλο μυθιστόρημα, χρειάζεται ένα μεγάλο θέμα». Ποιο θα λέγατε ότι είναι το βαθύτερο θέμα στο δικό σας μυθιστόρημα;
Στο δικό μου μυθιστόρημα ένας είναι ο πρωταγωνιστής, ένα το βαθύτερο θέμα. Η εφηβεία. Αυτή η τρυφερή, ανασφαλής, σκληρή, γοητευτική φάση στη ζωή του κάθε ανθρώπου και μαζί ο δρόμος, η πορεία και ο αγώνας του προς την ενηλικίωση.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Μαρία Λουκά γεννήθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Για τριάντα πέντε χρόνια δίδαξε σε διάφορα σχολεία της Κύπρου και αφυπηρέτησε από τη θέση της Διευθύντριας Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης. Για ένα διάστημα ήταν αποσπασμένη στην Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου, όπου ασχολήθηκε με τη συγγραφή σχολικών βιβλίων.
Έχει γράψει και σκηνοθετήσει για τους μαθητές της θεατρικά έργα, με τα οποία πήρε μέρος στους Παγκύπριους Αγώνες Σχολικού Θεάτρου, κερδίζοντας τρία πρώτα βραβεία και δύο επαίνους. Υπήρξε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου και του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού Νεανικού Βιβλίου. Σήμερα, είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Παγκύπριας Οργάνωσης Προώθησης του Γραμματισμού και υπεύθυνη της Αναγνωστικής Λέσχης της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Λακατάμιας.
Τα Δεκαέξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα είναι το δεύτερό της μυθιστόρημα.