Συνέντευξη στον Κώστα Αγοραστό
Με την καινούργια της νουβέλα Μακάρι να ήσουν εδώ (εκδ. Κέδρος), η Ελιάνα Χουρμουζιάδου καταπιάνεται με το ζήτημα της μνήμης και της κληρονομημένης ενοχής. Ενοχή ενός ολόκληρου λαού που καλείται να διαχειριστεί ο ήρωάς της, ο Μαξ.
Το τελευταίο σας βιβλίο, γράφτηκε με σκοπό να ενταχθεί στη σειρά «Εμείς και οι Άλλοι» των εκδόσεων Κέδρος. Είναι δύσκολο ή εύκολο για εσάς να γράφετε με προεπιλεγμένο θέμα;
Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Πρόκειται για τεχνική που δεν την κατέκτησα ποτέ και όταν το επιχείρησα τα αποτελέσματα ήταν μέτρια. Δυστυχώς έχω μια δική μου θεματολογία από την οποία μου είναι δύσκολο να απομακρυνθώ. Αυτό έχει να κάνει με τα ενδιαφέροντα και τα προσωπικά μου βιώματα. Αλλά στην προκειμένη περίπτωση υπήρξε μια ευτυχής σύμπτωση. Το θέμα ήταν μάλλον ανοιχτό, και εγώ είχα το υλικό μου πολύ πριν αρχίσω να γράφω.
Στο Μακάρι να ήσουν εδώ αγγίζετε ένα θέμα, το οποίο θεωρείται ακόμη ταμπού για την ευρωπαϊκή ιστορία. Τον τρόπο που έχουν περάσει στο γερμανικό ασυνείδητο οι θηριωδίες των Ναζί. Πείτε μου πώς καταφέρατε να μπείτε στην ψυχολογία του κεντρικού σας ήρωα και να αποδώσετε την εναντιοδρομία των σκέψεων και των συναισθημάτων του;
Μου είναι πολύ δύσκολο να ανιχνεύσω την πορεία μέσα από την οποία γεννήθηκε ο Μαξ. Ορισμένα βιβλία που είχα διαβάσει με έκαναν να δω τα πράγματα από την οπτική γωνία των Γερμανών. Έπειτα το ζήτημα μου έγινε έμμονη ιδέα. Τα σχέδια, οι ενέργειες και η συμπεριφορά των ναζιστών μετά την άνοδό τους στην εξουσία δεν είναι ιστορικά γεγονότα που, αφού καταγραφούν και αναλυθούν, μπαίνουν εύκολα στο αρχείο. Υπήρχε η σιωπηρή συναίνεση ενός εκ των πλέον πολιτισμένων λαών της Δύσης. Υπήρχε μια σχεδόν επιστημονική προσέγγιση στη μαζική εξόντωση ανθρώπων. Και υπάρχουν σήμερα στη Γερμανία οι απόγονοι όσων τα έζησαν αυτά, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειονότητα εμφανίζονται από αμήχανοι έως αρνητικοί, όταν το ζήτημα επανέρχεται στο προσκήνιο. Όμως η ανάμνηση υπάρχει υποσυνείδητα, και ιδίως η πρώτη μεταπολεμική γενιά των Γερμανών ήρθε αντιμέτωπη με μεγάλες εσωτερικές αντιφάσεις. Άρχισα λοιπόν να αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να διαχειριστεί κανείς τέτοιες αντιφάσεις ή να ζει με μια κληρονομημένη ενοχή.
Στο τέλος του βιβλίου υπάρχουν σχόλια (χωρίς τις παραπομπές μέσα στο κείμενο) και μια ενδεικτική βιβλιογραφία που σας βοήθησε να γράψετε το βιβλίο. Πέραν αυτών όμως, ποια είναι τα προσωπικά σας βιώματα που χρησιμοποιήσατε για να χτίσετε τους χαρακτήρες των ηρώων του βιβλίου σας;
Υποθέτω ότι ακόμα και τα αναγνώσματα είναι ενός είδους προσωπικό βίωμα. Μίλησα με ορισμένους Γερμανούς, κυρίως για να επιβεβαιώσω τα συμπεράσματα στα οποία είχα καταλήξει. Βρήκα επίσης μαρτυρίες ανθρώπων των οποίων οι γονείς είχαν ανάμειξη στα ναζιστικά εγκλήματα. Ειλικρινά συγκλονίστηκα από τον τρόπο με τον οποίο οι θύτες έγιναν θύματα. Ύβρις και Νέμεσις, όπως πολύ εύστοχα τιτλοφόρησε ο Ίαν Κέρσο τους δύο τόμους της βιογραφίας του Χϊτλερ.
Η μουσική μέσα στο βιβλίο σας έχει έναν πάρα πολύ σημαντικό ρόλο. Κάποιες φορές λειτουργεί συνοδευτικά της ψυχολογικής κατάστασης του ήρωα, άλλες αντιστικτικά και κάποιες άλλες επεξηγηματικά, σε κάποιο επίπεδο. Πόσο συνειδητά έγινε αυτό;
Απόλυτα συνειδητά. Ο Μαξ δεν έχει καλές σχέσεις με την πραγματικότητα. Βρίσκεται διαρκώς με το ένα πόδι σε μια άλλη διάσταση, στην οποία έλαβαν χώρα τα φρικτά και ανεξήγητα για τον ίδιο εγκλήματα του πατέρα του. Η μουσική, όπως και οι ερημιές του νησιού, είναι το καταφύγιό του και ο καθρέφτης της ψυχής του.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου σας συναντάμε δευτεροπρόσωπη αφήγηση, μια τεχνική όχι ιδιαίτερα συνηθισμένη. Πείτε μου γιατί επιλέξατε κάτι τέτοιο;
Είχα δοκιμάσει άλλους αφηγηματικούς τρόπους και δεν είχα το αποτέλεσμα που ήθελα. Το δεύτερο πρόσωπο πρόσφερε την πιο αποδοτική οπτική γωνία για να αναδειχθεί ο εσωτερικός διχασμός του Μαξ. Προσωπικά έχω αδυναμία στο δεύτερο πρόσωπο. Με βάζει βαθιά στο παιχνίδι, είτε ως συγγραφέα είτε ως αναγνώστη.
Θα σας ενδιέφερε το βιβλίο σας να μεταφραστεί στα γερμανικά και να διαβαστεί από ένα αναγνωστικό κοινό που μπορεί να ταυτιστεί πιο εύκολα με τον κεντρικό σας ήρωα, τον Μαξ;
Θα με ενδιέφεραν οι αντιδράσεις των Γερμανών. Μπόρεσα άραγε να καταλάβω κάτι από τα τραύματα που άφησε η τραγωδία του ναζισμού στον ίδιο τον τόπο του εγκλήματος;
Πόσο σημαντική είναι για εσάς η γνώμη των ομότεχνών σας και πόσο των κριτικών που παίρνετε για τα βιβλία σας;
Κοιτάξτε, μια γνώμη συνδέεται άμεσα με το πρόσωπο που την εκφέρει και τη σχέση του με τον κρινόμενο. Άρα δεν έχουν όλες οι γνώμες την ίδια βαρύτητα, και αυτό ισχύει τόσο για τις θετικές όσο και για τις αρνητικές. Πάντως για το συγκεκριμένο βιβλίο τείνω να συμφωνήσω με τις δύο ενστάσεις που διατυπώθηκαν, δηλαδή ότι το βιβλίο θα έπρεπε να είναι πιο μεγάλο και ότι το δεύτερο μέρος μοιάζει αδύναμο συγκριτικά με το πρώτο, αφού ο Μαξ κλέβει την παράσταση.
Έχουν κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα πέντε δικά σας βιβλία, όλα μυθιστορήματα (με εξαίρεση τη νουβέλα Απώλεια Σοφίας). Τα θέματά σας, κάθε φορά, απαιτούν την έκταση του μυθιστορήματος ή το προτιμάτε σας είδος σε σxέση με το διήγημα;
Θέλω να ακολουθώ τους ήρωες σε πολλές και διαφορετικές στιγμές και να διανύουμε μαζί ένα μέρος της ζωής τους. Αυτό είναι κάτι που μόνο το μυθιστόρημα μπορεί να προσφέρει. Βρίσκω ότι οι ήρωες κάνουν καλή συντροφιά. Ούτε σε προδίδουν ούτε σε απογοητεύουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν διαβάζω διηγήματα. Θαυμάζω τους συγγραφείς που μπορούν μέσα σε λίγες σελίδες να δώσουν πλήρη εικόνα μιας ύπαρξης. Αλλά αυτό προϋποθέτει ένα αισθητήριο διαφορετικό από του μυθιστοριογράφου.
Περιγράψτε μου την ιδανική σας μέρα, ως συγγραφέα.
Όταν γράφω θέλω δύο πράγματα: πρώτον την ησυχία μου, δεύτερον απεριόριστο χρόνο.
Τις περιόδους που γράφετε έχετε αυστηρό ωράριο όταν κάθεστε στον υπολογιστή και εργάζεστε πάνω στο κείμενό σας;
Στην αρχή όχι. Βάζω πρόγραμμα όταν έχω ξεκαθαρίσει στον εαυτό μου τι ακριβώς θέλω να γράψω και πώς, και όσο πλησιάζω προς το τέλος γίνομαι όλο και πιο αυστηρή στην τήρησή του.
Γράφετε κάτι αυτόν τον καιρό;
Ναι, γράφω. Ιδίως αυτόν τον καιρό, ως αντίδοτο σε όσα συμβαίνουν.