Συνέντευξη με την Έφη Κονταξή, με αφορμή το πρόσφατο βιβλίο της «Δεν φταις εσύ – Το τέλος της τοξικής ενοχής», ένα βιβλίο, μεταξύ άλλων, για τις «αλλαγές και διορθώσεις που θα μας επαναφέρουν στη στάση που έχουμε επιλέξει να έχουμε στη ζωή».
Συνέντευξη στην Ελένη Κορόβηλα
Γιατί έχουμε ενοχές; Ποιον σκοπό υπηρετεί αυτό το συναίσθημα και πότε γίνεται τοξικό μέσα μας;
Έχουμε ενοχές για τον ίδιο λόγο που έχουμε και όλα τα άλλα μας συναισθήματα. Ένα συναίσθημα είτε είναι ευχάριστο ή δυσάρεστο, επιθυμητό ή ανεπιθύμητο, εξυπηρετεί έναν σκοπό, υπάρχει για να μας ενημερώσει για κάτι, να μας δώσει κάποιο μήνυμα, σε σχέση με κάτι που βιώνουμε. Συνήθως μας ενημερώνει για το αν κάποια ανάγκη μας ικανοποιείται ή όχι. Κι αν έχουμε το θάρρος και την υπομονή να ακούμε τα συναισθήματά μας, αντί να τα αγνοούμε, να τα κοροϊδεύουμε ή να τα απωθούμε, επειδή η ύπαρξή τους μας δυσαρεστεί ή μας φοβίζει, θα χάσουμε το δώρο που μας φέρνουν. Το δώρο της επίγνωσης, το κάλεσμα κάτι να μάθουμε, κάτι να αλλάξουμε, εσωτερικά ή/και εξωτερικά, κάτι να μετασχηματίσουμε.
Μπορεί και μόνο η λογική επεξεργασία της πραγματικότητάς μας να αρκεί σε κάποιες περιπτώσεις για να κάνουμε τις απαραίτητες συνειδητοποιήσεις, αλλαγές και διορθώσεις που θα μας επαναφέρουν στη στάση που έχουμε επιλέξει να έχουμε στη ζωή.
Έτσι και η ενοχή, στην απλή και υγιή μορφή της, εμφανίζεται όταν δεν ικανοποιούμε την ανάγκη μας να ζούμε σύμφωνα με κάποιες από τις αρχές μας ή όταν κάνουμε κάποιο λάθος. Δεν είναι βέβαια απαραίτητο να εμφανιστεί η ενοχή σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Μπορεί και μόνο η λογική επεξεργασία της πραγματικότητάς μας να αρκεί σε κάποιες περιπτώσεις για να κάνουμε τις απαραίτητες συνειδητοποιήσεις, αλλαγές και διορθώσεις που θα μας επαναφέρουν στη στάση που έχουμε επιλέξει να έχουμε στη ζωή. Αλλά, κάποιες φορές, θα νιώθουμε και ενοχή.
Όλα αυτά, βέβαια, αφορούν στην υγιή ενοχή. Όταν η ενοχή, όπως και κάθε συναίσθημα, γίνει τοξική, τότε αλλάζει πολύ το παιχνίδι. Πολύ όμως. Η τοξικότητα τοποθετεί ένα παραμορφωτικό φίλτρο σε όλα, τίποτε δεν είναι αυθεντικό, τα πάντα διογκώνονται ή συρρικνώνονται, ο σκοπός ύπαρξης του αρχικού συναισθήματος αλλοιώνεται και καταλήγει η αποκωδικοποίηση και, κατ’ επέκταση, η αντιμετώπισή του να μοιάζει από δύσκολη έως αδύνατη.
Τοξική γίνεται η ενοχή όταν δεν έχουμε καταλάβει από πού πηγάζει, όταν δεν έχουμε το θάρρος να την αναγνωρίσουμε, όταν δεν έχουμε φροντίσει εκείνα τα κομμάτια του ψυχισμού μας που νιώθουν πάντα ένοχα για τα πάντα. Η ενοχή σε αυτήν τη μορφή είναι χρόνια, τυφλή και πολύ βασανιστική.
Κάποιοι άνθρωποι είναι περισσότεροι ενοχικοί από κάποιους άλλους. Οφείλεται στα παιδικά τους βιώματα, ή είναι απλώς πιο ευαίσθητοι;
Το να είναι κάποιος τοξικά ενοχικός μπορεί να μοιάζει σαν ιδιαίτερη ευαισθησία, αλλά οφείλεται απλώς στην έλλειψη της δεξιότητας να έχει μια υγιή σχέση με την ενοχή. Διαμορφώνουμε τη σχέση μας με την ενοχή μέσα από τα παιδικά, τα κοινωνικά και τα προγονικά μας βιώματα. Μας έμαθαν δηλαδή πότε και για ποιους λόγους να νιώθουμε ενοχή και τι να κάνουμε με αυτήν.
Η ψυχική αυτή εκπαίδευση μπορεί να έγινε με ευθείς οδηγίες ή να μιμηθήκαμε τη στάση των γονιών ή σημαντικών άλλων, μπορεί ακόμη και να την κληρονομήσαμε από την προγονική μας γραμμή, μέσα από το, ας το πούμε, ψυχικό μας dna που, όπως και όλα τα φυσικά μας χαρακτηριστικά, περνά από γενιά σε γενιά.
Έτσι, μπορεί να έχουμε διδαχτεί τι σημαίνει ενοχή, πώς την αναγνωρίζουμε. πώς αναλαμβάνουμε την ευθύνη για ό,τι εξαρτάται από εμάς, πώς διαχειριζόμαστε λάθη και παραλείψεις μας, αν υπάρχουν, και πώς αφήνουμε την ευθύνη που δεν μας αναλογεί στους πραγματικά υπεύθυνους. Θα έχουμε, στην περίπτωση αυτή, μια καλή σχέση με την ενοχή. Αντίθετα, μπορεί αυτή η γνώση και η δεξιότητα να μας λείπει. Να μας έχουν μάθει, έμμεσα ή άμεσα, πως είμαστε υπεύθυνοι για τα πάντα – εμείς φταίμε αν κάποιος δεν είναι καλά, αν δεν εξελίχθηκαν τα πράγματα όπως ήθελε, αν περίμενε κάτι από μας, αν ήθελε να είμαστε αλλιώς, αν έγινε ένα λάθος, αν όλα δεν είναι τέλεια.
Διαμορφώνουμε τη σχέση μας με την ενοχή μέσα από τα παιδικά, τα κοινωνικά και τα προγονικά μας βιώματα. Μας έμαθαν δηλαδή πότε και για ποιους λόγους να νιώθουμε ενοχή και τι να κάνουμε με αυτήν.
Και αν ακόμη πράγματι έχουμε την ευθύνη για κάτι, το βάρος αυτής της ευθύνης, μέσα από τη θολή εικόνα της τοξικής ενοχής είναι δυσβάσταχτο. Δεν θα το βιώσουμε στο μέτρο της σοβαρότητας που του αναλογεί, αλλά θα το βιώνουμε πολύ πιο επώδυνα και αυτός ο μεγεθυμένος πόνος θα μας ακινητοποιεί και θα μας ακυρώνει.
Θα ζούμε τη ζωή μας σαν να έχουμε απέναντί μας συνεχώς έναν «γονιό» τον οποίο θα προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε, με το φόβο ότι κάτι κακό θα γίνει αν δεν ικανοποιηθεί. Θα φοβόμαστε την τιμωρία ή την εγκατάλειψη, την απόρριψη ή την υποτίμηση. Μπορεί να ακουμπάμε την εικόνα αυτού του φανταστικού πλέον γονιού σε οποιονδήποτε, ακόμη και στον ίδιο μας τον εαυτό.
Η αγωνία αυτή, θα μας κάνει να μοιάζουμε ιδιαίτερα ευαίσθητοι –πώς να μη νιώθει ευαίσθητος αυτός που ζει μια τέτοια συνεχή ταλαιπωρία– ή στην προσπάθειά μας να σταματήσουμε ή να αντέξουμε αυτόν τον πόνο, μπορεί να δείχνουμε ιδιαίτερα σκληροί και ανάλγητοι, μια εικόνα που επίσης δεν θα είναι αυθεντική.
Η ντροπή και η ενοχή είναι πολύ κοντινά συναισθήματα, συχνά δυσκολευόμαστε να τα διαχωρίσουμε. Μας βοηθάτε;
Είναι πράγματι πολύ κοντινά συναισθήματα και, αν δεν είναι ξεκάθαρα, συμπαρασύρουν και ενισχύουν το ένα το άλλο. Η ενοχή δημιουργείται μέσα από το πώς κρίνονται οι πράξεις μου, κάτι που έκανα ή δεν έκανα, ενώ σύμφωνα με τη συνείδησή μου ή με την άποψη άλλων, θα έπρεπε ή δεν θα έπρεπε να κάνω. Η ντροπή συνδέεται με το ποιος είμαι. Αν στην παιδική μου ηλικία δεν γινόταν αυτός ο διαχωρισμός, οι δύο αυτές έννοιες θα ταυτίζονται μέσα μου.
Η ενοχή δημιουργείται μέσα από το πώς κρίνονται οι πράξεις μου, κάτι που έκανα ή δεν έκανα, ενώ σύμφωνα με τη συνείδησή μου ή με την άποψη άλλων, θα έπρεπε ή δεν θα έπρεπε να κάνω. Η ντροπή συνδέεται με το ποιος είμαι. Αν στην παιδική μου ηλικία δεν γινόταν αυτός ο διαχωρισμός, οι δύο αυτές έννοιες θα ταυτίζονται μέσα μου.
Η σύγχυση αυτή δεν είναι δύσκολο να γίνει. Πχ άλλο είναι να κάνω κάτι μη επιτρεπτό, ακόμη και να έχω τις ανάλογες συνέπειες γι’ αυτό και άλλο είναι να αντιμετωπίζομαι σαν κακό παιδί, ένα παιδί που είμαι «ελαττωματικό», που υπολείπομαι σε κάτι, που είμαι η πηγή δυσαρέσκειας, ακόμη και δυστυχίας για τους φροντιστές μου. Αν τιμωρήθηκα με τρόπο ανάλγητο, σκληρό, υποτιμητικό για αυτό που είμαι, θα συνεχίσω να φέρω αυτήν την ντροπή και θα προσπαθώ να την ξεπλύνω ή να την απωθήσω. Μπορεί να υπερπροσπαθώ να ικανοποιήσω τους άλλους για να νιώσω «καλό παιδί» ή θα έχω παραιτηθεί από οποιαδήποτε επιθυμία και ελπίδα ότι μπορεί να βιώσω ικανοποίηση με οποιονδήποτε άλλον τρόπο.
Η τοξική ενοχή πηγαίνει πάντα χέρι με χέρι με την επίσης τυφλή ντροπή. Φτάνουμε στο σημείο να νιώθουμε συνεχώς ότι φταίμε σε κάτι, διστάζουμε να κάνουμε σχέσεις, αποφεύγουμε να φανούμε, να αναπτυχθούμε, ανησυχούμε ότι θα αποκαλυφθεί πόσο ανεπαρκείς είμαστε, φοβόμαστε τις προσδοκίες των άλλων από μας, πνιγόμαστε, δεν αντέχουμε την κριτική, νιώθουμε ότι δεν ανήκουμε πουθενά, χρειαζόμαστε πάντα μια άδεια για να μιλήσουμε, να έχουμε ανάγκες, να υπάρχουμε.
Λίγη ντροπή, λίγη αιδώς, που λέγανε παλιότερα, δεν είναι απαραίτητη;
Η ντροπή είναι επίσης ένα συναίσθημα, όπως όλα τα άλλα και, βέβαια, έχει τη δική του αξία και αποστολή. Θα μπορούσε να υπάρχει σαν μια δικλείδα ασφαλείας, όταν ο εσωτερικός λογικός παρατηρητής μας από μόνος του δεν είναι αρκετός για να οδηγεί τη στάση και τη συμπεριφορά μας. Η αίσθηση της ντροπής τότε ίσως μπορεί να έχει αυτήν την αποστολή, να μας πληροφορεί δηλαδή ότι πιθανόν έχουμε περάσει ένα όριο, λόγω πχ μεγάλου ενθουσιασμού ή θυμού και να μας καλεί να επανεξετάσουμε τη συμπεριφορά μας. Και πάλι, εμείς θα αξιολογήσουμε πώς θα επεξεργαστούμε το μήνυμα αυτό και πώς θα το αξιοποιήσουμε.
Η αίσθηση της ντροπής τότε ίσως μπορεί να έχει αυτήν την αποστολή, να μας πληροφορεί δηλαδή ότι πιθανόν έχουμε περάσει ένα όριο, λόγω πχ μεγάλου ενθουσιασμού ή θυμού και να μας καλεί να επανεξετάσουμε τη συμπεριφορά μας. Και πάλι, εμείς θα αξιολογήσουμε πώς θα επεξεργαστούμε το μήνυμα αυτό και πώς θα το αξιοποιήσουμε.
Πρόκειται στην περίπτωση αυτή για την κόκκινη ντροπή, έτσι μου αρέσει να την ονομάζω. Ξέρετε, είναι η ντροπή που μπορεί να κοκκινίζει λίγο τα μάγουλά μας. Σε μικρό και διαχειρίσιμο βαθμό, μπορεί ακόμη και να μας προφυλάσσει και να μας οδηγεί προς τη μετριοφροσύνη, τη σύνεση και την ταπεινότητα.
Αυτό δεν συμβαίνει όμως με την άσπρη ντροπή, την ντροπή που μας κάνει να χλωμιάζουμε, σαν να φεύγει όλο το αίμα από πάνω μας, που μας παγώνει, μας ακινητοποιεί, μας εξαφανίζει. Αυτή είναι η τοξική ντροπή, η ντροπή του εξευτελισμού, της ισοπέδωσης, της απόλυτης αναξιότητας. Αυτή η ντροπή δεν μπορεί να φέρει κανένα ουσιαστικό και ωφέλιμο αποτέλεσμα σε κανέναν και σε καμία περίπτωση.
Δεν θέλουμε ενοχικά παιδιά, αλλά θέλουμε υπεύθυνα παιδιά. Μπορεί να επιτευχθεί το ένα χωρίς το άλλο;
Δεν θέλουμε παιδιά που μεγαλώνοντας θα γίνουν τοξικά ενοχικοί ενήλικες. Αυτό σημαίνει ότι ο στόχος δεν είναι ποτέ κανείς να μη νιώθει ενοχή, αλλά να μπορεί να αναγνωρίζει τι νιώθει, πότε και γιατί και βέβαια να γνωρίζει να διαχειρίζεται την ενοχή για να την αφήνει στη συνέχεια να σβήνει. Ας μη φοβόμαστε τα συναισθήματά μας. Ένα παιδί θα έχει όλα του τα συναισθήματα και ο δικός μας ρόλος είναι να του το επιτρέπουμε.
Δεν υπάρχει συναίσθημα για το οποίο θα πούμε ποτέ ένα παιδί να μην το νιώσει. Θα νιώσει και ενοχή και θλίψη και θυμό και αγανάκτηση και όποιο άλλο δυσάρεστο συναίσθημα υπάρχει. Είναι μέρος της ζωής αυτό έτσι κι αλλιώς. Όσο κι αν έχουμε ευχηθεί ή και προσπαθούμε να δημιουργήσουμε ένα τέλειο περιβάλλον γύρω από τα παιδιά μας, δεν θα τα προστατεύσουμε από τα απόλυτα ανθρώπινα και φυσιολογικά τους συναισθήματα. Ούτε ο κόσμος δεν θα το κάνει.
Είναι αντίθετα πιο χρήσιμο να εκπαιδεύουμε τα παιδιά να χωράνε και να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους και αυτό θα είναι εφικτό μόνο όταν μπορούμε και εμείς να εμπεριέχουμε τα δικά μας συναισθήματα, αντί να αντιστεκόμαστε σε οτιδήποτε δυσάρεστο, από φόβο ότι δεν θα το αντέξουμε. Θα καταλήξουμε τότε να κάνουμε και τα ευχάριστά μας συναισθήματα τοξικά, με την έννοια να τα θέλουμε καταναγκαστικά μόνιμα, συνεχή και αποκλειστικά, ακόμη και όταν δεν τα νιώθουμε αληθινά.
Τίθεται πραγματικά το ερώτημα αν είναι εφικτό να μεγαλώνουμε υπεύθυνα παιδιά, χωρίς να χρησιμοποιούμε την ενοχή σαν μέσο πίεσης. Αν μπορούμε να τα διδάξουμε κανόνες, όρια, πειθαρχία και υπευθυνότητα, χωρίς να τα χειραγωγούμε και να τα ενοχοποιούμε. Και, φυσικά, αυτό είναι εφικτό.
Βέβαια, υπάρχει μια ερώτηση πίσω από την ερώτηση και είναι πολύ ενδιαφέρουσα, οπότε ας μιλήσουμε λίγο και γι’ αυτήν. Τίθεται πραγματικά το ερώτημα αν είναι εφικτό να μεγαλώνουμε υπεύθυνα παιδιά, χωρίς να χρησιμοποιούμε την ενοχή σαν μέσο πίεσης. Αν μπορούμε να τα διδάξουμε κανόνες, όρια, πειθαρχία και υπευθυνότητα, χωρίς να τα χειραγωγούμε και να τα ενοχοποιούμε. Και, φυσικά, αυτό είναι εφικτό. Όχι πάντα εύκολο, αλλά εφικτό.
Πρώτα από όλα οι γονείς θα χρειαστεί να έρθουν σε επαφή με τη δική τους ενοχή και να τη διαχειριστούν. Πολλές από τις πιέσεις που δέχονται τα παιδιά προκύπτουν από την ανάγκη των γονιών να έχουν «καλά» παιδιά ή να είναι «καλοί» γονείς. Υπάρχει μια αγωνία σε όλο αυτό. Ξεπερνά την επιθυμία να έχω κάνει το καλύτερο που μπορώ για τα παιδιά μου. Οι τοξικά ένοχοι γονείς θα βιώνουν τα πάντα σαν ένα τεστ αξιοσύνης, δικό τους ή των παιδιών. Και κάτω από την πίεση αυτού του αγώνα, θα καταφεύγουν σε μέσα καθόλου αποδοτικά σε βάθος, αλλά επιφανειακά αποτελεσματικά, όπως οι συναισθηματικοί εκβιασμοί, η υπέρμετρη ανοχή ή αυστηρότητα, η υποτίμηση και ο εξευτελισμός.
Κάνετε λόγο για «ευθυκρισία». Πώς καλλιεργείται αυτή η δεξιότητα;
Η ευθυκρισία είναι πράγματι δεξιότητα κι αυτό σημαίνει ότι είναι μια ικανότητα που μπορούμε να καλλιεργήσουμε, να εκπαιδεύσουμε τον εαυτό μας σε αυτήν, να εξασκηθούμε. Είναι ένας εξαιρετικός μας σύμμαχος απέναντι στην πλάνη της τοξικής ενοχής. Μπορούμε, μέσω της ευθυκρισίας, να εξετάζουμε κάθε «κατηγορώ» που ακούμε, από τον ίδιο μας τον εαυτό ή από άλλους, μέσα από το κόσκινο της συνείδησής μας κι έτσι να μην νιώθουμε ένοχοι αυτόματα, άκριτα και τυφλά, ούτε βέβαια με τον ίδιο αυθαίρετο τρόπο να θεωρούμε ότι δεν φταίμε ποτέ και για τίποτε.
Προϋπόθεση της ευθυκρισίας είναι η ψυχραιμία, η δημιουργία της ατομικής συνείδησης και μια εσωτερική εστία αξιολόγησης. Η ψυχραιμία θα μας δίνει τον απαραίτητο χρόνο για να μπορούμε να εξετάσουμε αυτό που συμβαίνει, χωρίς να μπαίνουμε στους αυτόματους μηχανισμούς μας. Να λέμε αυτό το «μισό λεπτό, είναι πράγματι αλήθεια αυτό που λέω ή ακούω για τον εαυτό μου;»
Μπορούμε μετά να χρησιμοποιούμε τη συνείδησή μας για να αποφασίσουμε, αν όντως είναι τα πράγματα όπως φαίνονται ή όπως λέγονται. Αυτήν τη συνείδηση οφείλουμε να τη διατηρούμε συνεχώς ανανεωμένη. Αν ακόμη διατηρώ κανόνες της παιδικής μου ηλικίας ή περιέχει κοινωνικούς κανόνες που δεν μου ταιριάζουν πια, αλλά τους διατηρώ από συνήθεια ή φόβο, θα είμαι έρμαιο μιας συνεχώς επικείμενης καταδίκης και δεν θα μπορώ να ησυχάσω.
Προϋπόθεση της ευθυκρισίας είναι η ψυχραιμία, η δημιουργία της ατομικής συνείδησης και μια εσωτερική εστία αξιολόγησης. [...] Αυτήν τη συνείδηση οφείλουμε να τη διατηρούμε συνεχώς ανανεωμένη. Αν ακόμη διατηρώ κανόνες της παιδικής μου ηλικίας ή περιέχει κοινωνικούς κανόνες που δεν μου ταιριάζουν πια, αλλά τους διατηρώ από συνήθεια ή φόβο, θα είμαι έρμαιο μιας συνεχώς επικείμενης καταδίκης και δεν θα μπορώ να ησυχάσω.
Τέλος, αυτή η εσωτερική εστία αξιολόγησης, είναι εκείνο το σημείο μέσα μας, όπου μπορούμε με ψυχραιμία και με εμπιστοσύνη στη συνείδησή μας, έτσι όπως συνεχώς την εξελίσσουμε όταν χρειάζεται, μπορούμε να κρίνουμε, με έναν πιο αντικειμενικό και σίγουρα πιο δίκαιο τρόπο, ποιοι είμαστε, πώς ζούμε, ποιες πράξεις μας εγκρίνουμε και ποιες όχι, χωρίς να απολογούμαστε διαρκώς και να ανησυχούμε για την κρίση και τη γνώμη των άλλων. Η γνώμη των άλλων είναι σαν το φλας του αυτοκινήτου, ενημερώνει, δεν υποχρεώνει.
Και, φυσικά, από αυτή τη θέση της ευθυκρισίας, μπορούμε και να αναλάβουμε την ευθύνη των λαθών μας και να έχουμε την ακεραιότητα και το θάρρος να τα δεχόμαστε και να επιδιώκουμε την όποια δυνατή ανά περίπτωση αποκατάσταση. Είναι σπουδαία αυτή η θέση της προσωπικής ευθύνης, στην οποία μας οδηγεί η ευθυκρισία, έχει μια ησυχία και μια δύναμη μοναδικής αξίας.
Έχετε δημιουργήσει το Κέντρο Αυτογνωσίας «Η τέχνη του Ζην». Ποιος είναι ο σκοπός του και τι πρέπει να περιμένει κάποιος που θα απευθυνθεί σε αυτό;
Στην «Τέχνη του Ζην», η φράση που θα μπορούσε να ορίσει το στόχο μας είναι: «Η επιβίωση είναι ένστικτο, η Ζωή είναι Τέχνη». Μέσω σεμιναρίων προσωπικής και επαγγελματικής ανάπτυξης, δίνεται η ευκαιρία στους ανθρώπους που μας συναντούν να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους, τις δυνάμεις, αλλά και τις εμπλοκές τους, τα προγονικά ή αναπτυξιακά τραύματα και τα ίχνη που έχουν αφήσει, έτσι ώστε να μπορούν να επανεξετάσουν όπου χρειάζεται τον τρόπο που σκέφτονται και ζουν και να τον εμπλουτίσουν.
Τελικός στόχος είναι ο καθένας μας να έχει τη δυνατότητα να ζήσει ελεύθερος τη ζωή του, όχι σε έναν αυτόματο πιλότο, αλλά επιλέγοντας και υποστηρίζοντας το καλύτερο όραμα για τον ίδιο, τις σχέσεις του, το επάγγελμά του, την ψυχική και σωματική του υγεία, τη ζωή του σε όλους τους τομείς.
Τελικός στόχος είναι ο καθένας μας να έχει τη δυνατότητα να ζήσει ελεύθερος τη ζωή του, όχι σε έναν αυτόματο πιλότο, αλλά επιλέγοντας και υποστηρίζοντας το καλύτερο όραμα για τον ίδιο, τις σχέσεις του, το επάγγελμά του, την ψυχική και σωματική του υγεία, τη ζωή του σε όλους τους τομείς.
Παράλληλα, εκπαιδεύουμε επαγγελματίες του χώρου της ψυχικής υγείας να εμπλουτίζουν την πρακτική τους με δύο σπουδαία εργαλεία, τη Συστημική Αναπαράσταση (διετές πρόγραμμα εκπαίδευσης) και το βασικό μας σεμινάριο «Από τη Μοίρα στο Όραμα», έναν οδηγό 12 αυτογνωσιακών βημάτων (σεμινάριο δια ζώσης, online και μαγνητοσκοπημένο για προσωπική χρήση και εξάμηνο πρόγραμμα εκπαίδευσης για επαγγελματίες).