Μια συνομιλία με τη συγγραφέα Ντορίνα Παπαλιού με αφορμή το νέο της μυθιστόρημα «Η φωνή στα χέρια της» (εκδ. Ίκαρος).
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
Έχουν περάσει περίπου δέκα χρόνια από τότε που η Ντορίνα Παπαλιού έγραψε το Απαραίτητο φως (εκδ. Ίκαρος). Ένα βιβλίο που διέγραψε πολύ καλή πορεία και το οποίο, έπειτα από τόσα χρόνια που εκδόθηκε, θα μεταφερθεί και στην τηλεόραση από την ΕΡΤ1 σε σενάριο της Μιρέλλας Παπαοικονόμου και της Κάτιας Κισσονέγρη.
Λειτουργεί ανασχετικά η μεγάλη απουσία; Στην περίπτωση της Ντορίνας Παπαλιού αποδείχθηκε πως ο σταθερός βηματισμός της την ακολουθεί και στο μυθιστόρημά της Η φωνή στα χέρια της (εκδ. Ίκαρος) που κυκλοφόρησε πρόσφατα.
Ηρωίδα είναι μια νέα γυναίκα, εξαιρετική σολίστ στο βιολί, που παλεύει με τα τραύματα του παρελθόντος, έρχεται αντιμέτωπη με τον σκληρά ανταγωνιστικό χώρο της κλασικής μουσικής και έχει εμμονή με το ακριβό βιολί που ανήκει σε έναν Μετρ. Τα υπόλοιπα μάς τα είπε στη συνέντευξη που μας παραχώρησε.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα του μυθιστορήματος; Είναι φανερό πως έχετε άμεση σχέση με την κλασική μουσική.
Ίσως και να ξεκίνησε από μια εικόνα. Εκείνης, μέσα στον κόσμο ενός πολυσύχναστου δρόμου του Λονδίνου, να περπατά με τη λευκή θήκη του βιολιού της στον ώμο. Ξάφνου άρχισε να τρέχει, την έχασα, την ξαναβρήκα σε ένα ήσυχο δρομάκι. Διέσχισε και μπήκε ορμητικά σε μια βικτοριανή εκκλησία. Ήθελε κάτι να προφτάσει ή από κάτι να ξεφύγει; Καθισμένη μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μου, έστρεψα τότε το βλέμμα από το κορίτσι, στη θήκη του βιολιού μου, ακουμπισμένη πάνω στο πιάνο, στον απέναντι τοίχο. Συνειδητοποίησα πως είχα πάνω από έναν χρόνο να πιάσω το βιολί στα χέρια μου. Κάθε φορά που πήγαινα να ανοίξω τη θήκη, το άφηνα γι’ αργότερα, αυτό το μετά μέσα στο οποίο ξεχνιέσαι, ενώ ο χρόνος κυλά. Το βιολί ήταν μέσα στο χώρο μου αλλά εγώ είχα πάψει να το βλέπω. Δεν είχε συμβεί απολύτως τίποτα που να το δικαιολογεί.
Ή μήπως είχε; Θα μπορούσα να είχα ανοίξει τη θήκη εκείνη τη στιγμή, και να συνεχίσω από κει που είχαμε μείνει, αλλά ένιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι, δίσταζα και να το αντικρίσω. Άρπαξα τη θήκη και την έκρυψα μέσα σε ένα ντουλάπι. Λίγους μήνες μετά, ο γιος μου, που είναι μουσικός, πήρε το πιάνο στο δικό του δωμάτιο. Στην άκρη του τοίχου ξέμεινε το τραπεζάκι με τις νότες στοιβαγμένες, και το αναλόγιο αδειανό. Δεν γνώριζα τίποτα για το άγνωστο κορίτσι που είχε ορμήσει μέσα στον ναό, κι όμως ήθελα να μάθω τα πάντα.
Φαίνεται πως «Η φωνή στα χέρια της» ενώνεται υπόγεια με το «Απαραίτητο φως» στα ζητήματα της απώλειας, αλλά της ανίχνευσης του εαυτού μέσα από τις σκιές του παρελθόντος. Είναι πράγματα που ψάχνετε γράφοντας;
Η απώλεια και η αναζήτηση της αυθεντικότητας στην καλλιτεχνική δημιουργία, ερωτήματα σχετικά με το ποιοι είμαστε, πού πάμε, τι θέλουμε, ποιο είναι το νόημα στο σύντομο ταξίδι μας, απασχολούν με διαφορετικούς τρόπους και τις τρεις ηρωίδες στα δύο μυθιστορήματα, τη Λουίζα και τη Λουίζ στο Απαραίτητο Φως, το κορίτσι στη Φωνή στα Χέρια της. Η διαχείριση της απώλειας του πατέρα και η αναζήτηση της αλήθειας, η αποκάλυψη της προδοσίας που κρύβει η άγνωστη ιστορία ενός χαμένου πίνακα, κυριαρχούν στην αφήγηση της Λουίζας, ενώ για τη Λουίζ, η αναζήτηση της απόλυτης αποτύπωσης του ελληνικού φωτός, η ελληνικότητα με την οποία παλεύει στα ζωγραφικά της έργα και στη ζωή, είναι καθοριστική στις επιλογές και την τύχη της.
Το κορίτσι αναζητεί κι αυτή τη δική της αλήθεια, τη φωνή της, μέσα και έξω από τη μουσική. Αυτά που ψάχνω, είναι γιατί έχουν σημασία για κείνες. Η πίστη, η ενοχή, ο απόλυτος έρωτας, η ζήλεια, η γυναικεία φωνή, η εμπορευματοποίηση της τέχνης, τόσο του έργου όσο και του ίδιου του καλλιτέχνη, το μεταναστευτικό, η cancel culture και woke culture, η πατριαρχία, η σωματική και ψυχική βία, το μοντέλο της πυρηνικής οικογένειας, με απασχολούν στη Φωνή στα Χέρια της γιατί αφορούν το κορίτσι. Στο γράψιμο ταυτίζομαι με τους χαρακτήρες, οι οποίοι μοιραία γεννιούνται μέσα από ζητήματα που με αφορούν, αλλά στην πορεία αυτονομούνται ως μυθιστορηματικοί ήρωες, τα ερωτήματα βγάζουν περικοκλάδες που τους ταλανίζουν, τους κινητοποιούν, και γυρεύουν απαντήσεις με τον δικό τους τρόπο.
Είχα μόλις αρχίσει να γράφω το μυθιστόρημα όταν συνάντησα εντελώς τυχαία, σε ένα λογοτεχνικό φεστιβάλ στην Αγγλία, μια Κορεάτισσα διεθνή σολίστ του βιολιού που κάποτε της έκλεψαν το Στραντιβάριους της μέσα στον σιδηροδρομικό σταθμό του Λονδίνου.
Στο μυθιστόρημά σας εμφανίζεται έκτυπα η σκοτεινή πλευρά της επαγγελματικής σχέσης με τη μουσική. Οι σολίστ, όπως και οι πρωταθλητές, βασανίζονται μέχρι να φτάσουν σε ένα ανώτερο επίπεδο. Τι παραχωρεί η ηρωίδα σας;
Είχα μόλις αρχίσει να γράφω το μυθιστόρημα όταν συνάντησα εντελώς τυχαία, σε ένα λογοτεχνικό φεστιβάλ στην Αγγλία, μια Κορεάτισσα διεθνή σολίστ του βιολιού που κάποτε της έκλεψαν το Στραντιβάριους της μέσα στον σιδηροδρομικό σταθμό του Λονδίνου. Είχε διαλυθεί ψυχικά από την απώλεια και για ένα σημαντικό διάστημα είχε αποσυρθεί από το συναυλιακό της πρόγραμμα, διακόπτοντας, ίσως κι ανεπανόρθωτα για τις περιορισμένες ανοχές της αγοράς, την πορεία της πετυχημένης επαγγελματικής της καριέρας. Όταν την άκουσα να παίζει ζωντανά με το νέο της βιολί, ένα Αμάτι αν θυμάμαι καλά, ήταν εξαιρετική, αλλά μιαν άλλη ερμηνεύτρια, σαν να μην ήταν αυτή.
Δεν ξέρω αν ο κλέφτης είχε αρπάξει μαζί με το βιολί της, αν είχε ξεριζώσει από την ψυχή της και κάτι κρυφό και ζωτικό ή ήταν απλώς η δική μου αίσθηση ακούγοντάς την, προϊόν της φαντασίας μου. Τα ερωτήματα που γεννήθηκαν ήταν πολλά. Και δεν είχαν να κάνουν με την Κορεάτισσα σολίστ. Μπλέχτηκαν με δικούς μου προβληματισμούς γύρω από την αφοσίωση στην τέχνη. Ο διάλογος που ανοίγει η αφήγηση ανάμεσα στη μουσική και τη ζωή βρίσκεται στην καρδιά της ιστορίας και γυρεύει απαντήσεις σε ερωτήματα έξω από τη μουσική. Αν κάτι πλήττεται, πρώτα απ’ όλα, μπαίνοντας κανείς στον επαγγελματικό χώρο από μικρή ηλικία, είναι η παιδικότητα, το να είσαι και να σε βλέπουν ως παιδί και όχι ως μια μεγάλη προσδοκία, με απρόβλεπτες επιπτώσεις, ανάλογα τις συνθήκες και τον ψυχισμό.
Η σχέση με τη μητέρα της είναι καταλυτική. Η ξαφνική απώλειά της σαν να στοιχειώνει το κορίτσι. Την υποκαθιστά με τις νότες;
Μετά την απώλεια τα πράγματα αποκτούν νέες διαστάσεις. Πλαταίνουν, συρρικνώνονται, χωρούν ή μένουν απέξω. Κάποιος, κάτι, έπρεπε να διώξει τους δαίμονες που είχαν τρυπώσει μέσα από τα κενά της, να της κλέψουν το νόημα. Ο φόβος ήταν για το κορίτσι ισχυρότερος από τον πόνο. Με τα δάχτυλά της τυλιγμένα γύρω από το λαιμό του βιολιού της, γαντζωμένα πάνω του, σκέφτηκε πως θα μπορούσε να το κρατήσει ακόμη πιο σφιχτά ή να μην το ξαναγγίξει ποτέ. Είχε την ελευθερία της επιλογής. Στη μέση όμως του δάσους ήταν σκοτεινά. Το κράτησε, αλλά εκείνο ήταν που τη βαστούσε γερά από το χέρι. Στην πορεία, η εμμονική σύνδεσή της με ένα βιολί ιδιαίτερης αξίας, έχει αναπάντεχες συνέπειες για την ίδια.
Η NΤΟΡΙΝΑ ΠΑΠΑΛΙΟΥ γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Mπράουν στις ΗΠΑ και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στην Κοινωνική Ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Το μυθιστόρημά της Το Απαραίτητο Φως (Ίκαρος, 2013) βρέθηκε στην βραχεία λίστα για το European Union Price for Literature (EUPL) 2014 και στη Μεγάλη Λίστα για το Athens Prize for Literature 2014, ενώ το πρώτο της μυθιστόρημα, Γκάτερ (Κέδρος, 2007), κέρδισε το βραβείο IBBY 2008. |
Είναι μεγαλομανιακή η ηρωίδα σας όπως την αποκαλεί ο φίλος της ο Άρης; Μήπως προσπαθεί να αγγίξει το άπιαστο, το ιδανικό όπως κάθε καλλιτέχνης;
Είναι σκληρό και προσβλητικό, αυτό το μεγαλομανιακή, τη στιγμή που λέγεται, και δείχνει έλλειψη κατανόησης από εκείνον που το κορίτσι περιμένει να ταυτιστεί απόλυτα μαζί της. Αρνείται το κορίτσι να αποδεχθεί πως είναι η μεγαλομανία που την ωθεί μαχητικά στους στόχους της και τις επιλογές. Πού όμως βρίσκει τροφή μέσα της το πείσμα και η αφοσίωση, η αυταπάρνηση; Γιατί εντέλει συνδέεται εμμονικά με το συγκεκριμένο βιολί του Μετρ; Είναι πράγματι το μαγικό αντικείμενο που γυρεύει για να αγγίξει το δικό της ιδανικό; Το ποιο είναι αυτό το ιδανικό που θέλει να κατακτήσει δεν θα αποκαλύψω εδώ, γιατί είναι σημαντικό κομμάτι της αφήγησης. Ένα μουσικό κομμάτι, ένας συνθέτης, ένας πίνακας, μια φράση, μια φωτογραφία, ένα θεατρικό έργο, θα της θέσουν νέα ερωτήματα σχετικά με αυτό που πραγματικά αναζητεί μέσα από την τέχνη, που προσπαθεί να αγγίξει στα αλήθεια με τις ιδανικές ερμηνείες της.
Ο Μετρ, ο μέγας σολίστας, με τον οποίο έχει εμμονή το κορίτσι του βιβλίου λειτουργεί ως δεσμώτης, αλλά και ως απελευθερωτής της. Καταφέρνει η ηρωίδα σας να ξεφύγει από αυτό το δίπολο;
Γιατί της πήρε πίσω το βιολί ο Μετρ, γιατί της έδωσε εξαρχής; Ποιος είναι εν τέλη ο Μετρ στην ιδιότυπη σχέση τους; Θα αναρωτηθεί. Είναι δύσκολο να είναι κανείς εύθραυστος και δυνατός μαζί, δηλώνει το κορίτσι. Είναι πράγματι δεσμώτης ή απελευθερωτής της ο Μετρ; αναρωτιέμαι. Μου πήρε 450 σελίδες για να βρω τι θα της συμβεί στο τέλος, αν σας το απαντήσω, θα είναι μονάχα η δική μου ματιά στο κλείσιμο της δικής μου αφήγησης της ιστορίας της. Με όρους αστυνομικού μυθιστορήματος, ίσως και να είναι σπόιλερ, σαν να αποκαλύπτω τον ένοχο! Και οι αναγνώστες πρέπει να τον βρουν μόνοι τους, και να δώσουν τις δικές τους ερμηνείες.
Το μυθιστόρημα είναι χτισμένο πάνω στην αναζήτηση της ταυτότητας, της φωνής της ηρωίδας, όχι μονάχα την ερμηνευτική φωνή, το ρεπερτόριό της, το πού στέκεται το κορίτσι μέσα στο χώρο ως καλλιτέχνιδα, αλλά εξίσου στο ποια είναι έξω από τη μουσική.
Η τέχνη, τελικά, ανοίγει ορίζοντες σε έναν δημιουργό ή τον κρατάει δέσμιο στις εμμονές του;
Το μυθιστόρημα είναι χτισμένο πάνω στην αναζήτηση της ταυτότητας, της φωνής της ηρωίδας, όχι μονάχα την ερμηνευτική φωνή, το ρεπερτόριό της, το πού στέκεται το κορίτσι μέσα στο χώρο ως καλλιτέχνιδα, αλλά εξίσου στο ποια είναι έξω από τη μουσική, ποιες φωνές κρύβει μέσα της και ποιες φωνές έρχονται απ’ έξω, από συγκεκριμένους ανθρώπους και τον κοινωνικό περίγυρο, σαν δαίμονες, να την απομακρύνουν από τον αυθεντικό της εαυτό. Μέσα από το διάλογο που ανοίγει με άλλες μορφές τέχνης, την ποίηση, τη ζωγραφική, το θέατρο, θα κατορθώσει να διαπραγματευθεί τις εμμονές της.
Έχετε αισθανθεί ποτέ σαν την ηρωίδα σας; Να πρέπει να καταβάλλετε κάποιο τίμημα για να πάρει σάρκα και οστά το όραμά σας;
Όπως το έχει θέσει τόσο ωραία ο Ρόλο Μέι στο Θάρρος να δημιουργείς: «δυνατός και θαρραλέος δεν είναι εκείνος που δεν φοβάται αλλά που συνεχίζει να προχωρά και να επιμένει παρά τις φοβίες του». Τι σημαίνει άραγε τελειότητα σε ένα έργο τέχνης; Δεν θα μπορούσε κανείς να το δουλεύει ατέρμονα; Σίγουρα, αλλά κάποια στιγμή ξεμένεις από ενέργεια κι εκεί σταματάς. Αλλιώς, πάσχεις από παθολογικό περφεξιονισμό ή δειλία να ολοκληρώσεις, και τρόμο να εκτεθείς.
Για το κορίτσι στο μυθιστόρημα, η τελειότητα που γυρεύει στις ερμηνείες της, είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο και αναπτύσσεται σε βάθος μέσα στο βιβλίο. Για μένα, αυτό που αποζητώ στην ολοκλήρωση ενός κειμένου μου είναι να έχω δώσει ότι καλύτερο μπορώ, έτσι όπως πιστεύω ότι πρέπει να δοθεί, προτού αρχίσω να χάνω το ενδιαφέρον μου και την ορμή μου για αυτό από την υπερβολική επεξεργασία. Δεν έχω θελήσει να εκδώσω κάτι απλά για να βγάλω άλλο ένα μυθιστόρημα. Έχω αρκετά έργα στο συρτάρι μου δυστυχώς, όπως όλοι οι συγγραφείς. Αυτό που θα μοιραστώ πρέπει να το πιστεύω.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.