Είναι ένας από τους τελευταίους δασκάλους της παλιάς τυπογραφίας. Από τα χέρια του περνούν τα βιβλία των εκδόσεων Gutenberg. Με αφορμή την έκθεση με κολοφώνες του που θα πραγματοποιηθεί στο Μουσείο Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή (Eγκαίνια 5/6), μιλήσαμε με τον Γιάννη Μαμάη για τη μακρά διαδρομή του στο χώρο του βιβλίου.
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
Οι ρέκτες του βιβλίου, αυτοί που δεν το αντιμετωπίζουν μόνο ως εμπορεύσιμο είδος, αλλά και ως στοιχείο πολιτισμού, αξίζει να μνημονεύουνται. Η περίπτωση του Γιάννη Μαμάη, του ανθρώπου που έχει αναλάβει εδώ και πολλά χρόνια το δημιουργικό τυποτεχνικό κομμάτι των εκδόσεων Gutenberg, είναι μάλλον μοναδική.
Αυτή τη στιγμή είναι ένας από τους τελευταίους της παλιάς -καλής- φουρνιάς τυπογράφων που πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα, αλλά αφήνει αποτύπωμα με τις δουλειές του.
Με αφορμή την έκθεση με 105 κολοφώνες που δημιούργησε όλα αυτά τα χρόνια, που θα πραγματοποιηθεί στο Μουσείο Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, διατρέξαμε μαζί του τη μακρά πορεία του στο χώρο.
Πότε ήταν η πρώτη φορά που θυμάστε να μπαίνετε σε τυπογραφείο;
Για θελήματα από μαθητής του δημοτικού.
Σε ποιον ανήκε εκείνο το τυπογραφείο;
Ανήκε στον Γιώργο Δαρδανό, που είναι ετεροθαλής αδελφός μου. Η μητέρα μας του έδωσε 1800 δραχμές για να πάρει τις πρώτες του κάσες. Κι έτσι μαζί με τον Μπάμπη Καρακατσάνη άνοιξαν ένα μικρό βιβλιοδετείο (Χαριλάου Τρικούπη 29, στο κέντρο της Αθήνας). Περάσαμε δύσκολα χρόνια, πολλές εντάσεις και ξενύχτια, για να κρατηθεί το μαγαζί.
Πότε σταματήσατε τα θελήματα κι αρχίσατε να κάνετε πιο παραγωγική δουλειά;
Όταν τελείωνα το γυμνάσιο (το σημερινό λύκειο).
Εκείνη την εποχή έπαιρνες ένα χειρόγραφο (όχι όπως τώρα με τα ηλεκτρονικά word) και δούλευες στην κάσα με το συνδετήριο.
Τι σας έχει μείνει από εκείνη την πρώτη επαφή;
Η δημιουργία. Εκείνη την εποχή έπαιρνες ένα χειρόγραφο (όχι όπως τώρα με τα ηλεκτρονικά word) και δούλευες στην κάσα με το συνδετήριο. Σαν εκκολαπτόμενος, τότε, έκανα «διάλυση». Δηλαδή έπαιρνα σελίδα σελίδα ενός τυπωμένου βιβλίου και έριχνα ένα ένα γράμμα πάλι στην κάσα. Με μεγάλη προσοχή να μην πάει σε κάθε κουτάκι κάποιο άλλο γράμμα.
Είναι μια τέχνη αυτό, όχι ένα απλό επάγγελμα.
Είναι μια σοφή τέχνη.
Τι την κάνει σοφή;
Γιατί παρεμβαίνει σε πάρα πολλά πράγματα, ακόμη και στο κείμενο. Υπήρχαν πάρα πολλοί τυπογράφοι, τους έχω γνωρίσει σε μικρή ηλικία. Το σημαντικό εκείνα τα χρόνια ήταν να είναι και καλλιτέχνης ο τυπογράφος. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχεις μεγάλη ταχύτητα. Το ψάχνεις περισσότερο, που λέμε. Από τους 6-7 υπογράφους που γνώρισα εκείνα τα χρόνια, ο ένας είχε πάρει πτυχίο, οι άλλοι όχι. Βγήκαν στην Αντίσταση. Πήγαν φυλακές, εξορίες και γύρισαν. Όσοι γύρισαν από τις εξορίες ή γίνονταν πλασιέ βιβλίων ή διορθωτές ή τυπογράφοι σιγά σιγά. Ένας από αυτούς είναι ο Νίκος Σκιαδάς. Ένας καλλιτέχνης τυπογράφος, διανοούμενος που έχει κάνει και το τρίτομο έργο Το χρονικό της ελληνικής τυπογραφίας.
Σας επηρέασε ο Σκιαδάς;
Με επηρέασε πάρα πολύ στην αισθητική. Στέκομαι πολύ στην αισθητική.
Το αντιλαμβάνομαι από το αποτέλεσμα της δουλειάς σας.
Οι άνθρωποι αυτοί ήταν δύσκολοι. Δεν ήθελαν πολλά πολλά. Ίσως επειδή ήταν βασανισμένοι. Δεν έδειχναν τα μυστικά τους στους μικρότερους.
Οπότε εσείς πώς μαθαίνατε;
Έπρεπε να ξεκλέβω, σιγά σιγά. Στη μονοτυπία έκανα λίγα πράγματα μαζί με τους υπόλοιπους. Τα βλέπω τώρα και γελάω. Μου έδειξαν βασικά πράγματα, το έψαξα πάρα πολύ σε σημείο να ξενυχτάω, να βλέπω, να παρατηρώ. Ακόμη και τα βιβλία που έκανα τη δεκαετία του ‘90, τα βλέπω και διαπιστώνω ότι συνέχεια βελτιώνομαι. Κυρίως ως προς την αισθητική. Η τυπογραφία έχει κανόνες, έχει αρχές και ο σχεδιασμός ενός βιβλίου έχει έναν και μόνο στόχο: να είναι ένα βιβλίο ευκολοδιάβαστο. Συνηθίζω να λέω ότι ένα βιβλίο πρέπει να είναι όμορφο σχεδιαστικά. Κάποιοι που δεν ξέρουν ή δεν το έχουν ψάξει λένε πως ένα βιβλίο είναι μόνο το κείμενο.
Προφανώς και το κείμενο μετράει, αλλά ένα βιβλίο φέρει και ένα αισθητικό αποτύπωμα.
Κατά τη γνώμη μου ένα βιβλίο αισθητικά όμορφο είναι συμβολή στον πολιτισμό. Υπάρχουν βιβλία που μόλις τα βλέπω δεν μπορώ να τα ανοίξω. Υπάρχουν, φυσικά, και ωραία βιβλία. Θέλω να είμαι αισιόδοξος.
Υπάρχουν εκδότες που εξακολουθούν να κάνουν ωραίες δουλειές. Ο Σταύρος Πετσόπουλος των εκδόσεων Άγρα, ας πούμε.
Εσείς είστε ένας από τους τελευταίους αυτής της γενιάς. Υπάρχει διάδοχη κατάσταση;
Δεν ξέρω να σου πω. Θα ήθελα να βγαίνουν παντού ωραία βιβλία, αλλά αυτό είναι σχετικό τι θεωρεί κανείς ωραίο και τι όχι. Υπάρχουν εκδότες που εξακολουθούν να κάνουν ωραίες δουλειές. Ο Σταύρος Πετσόπουλος των εκδόσεων Άγρα, ας πούμε. Όταν ξεκίνησε υπήρχε η φωτοσύνθεση και αντί να πάει εκεί γύρισε στη μονοτυπία. Το εκτιμώ αυτό. Είναι ένας άνθρωπος που έχει αγωνιστεί. Ένας άλλος είναι ο Αιμίλιος Καλιακάτσος, που είναι καλλιτέχνης, τυπογράφος και εκδότης των εκδόσεων Στιγμή. Υπάρχουν και νέοι εκδότες με μικρό κύκλο εργασιών που πραγματικά αγωνίζονται. Ολοι μπορούμε να κάνουμε καλά βιβλία. Είναι χαρά για όσους καταλαβαίνουν, αλλά και για τους αναγνώστες.
Οι βιβλιόφιλοι, όσοι είναι αυτοί, προσέχουν κάτι τέτοιες λεπτομέρειες;
Μου είχε πει κάποτε ένας γνωστός που λάτρεψε την τέχνη της τυπογραφίας: «τι φρούτο είναι αυτό που μας δίνεις;». Θεωρώ την τυπογραφία μια εφαρμοσμένη τέχνη. Παλαιότερα οι εκδότες πρώτα ήταν τυπογράφοι και εκδότες γίνονταν στην πορεία. Τώρα αυτό δεν υπάρχει. Περάσαμε από τη μονοτυπία και τη λινοτυπία στη φωτοσύνθεση, όπου έγινε ο κακός χαμός. Πρέπει να καταλάβουμε πως ο σελιδοποιός είναι ο αρχιτέκτονας του βιβλίου. Ό,τι και να σχεδιάσω εγώ, πρέπει να έχω άνθρωπο που τα καταλαβαίνει. Ήταν μια πολύ δύσκολη εποχή. Τότε ήταν που εμφανίστηκαν και οι υπολογιστές που μας έδωσαν ταχύτητα και συμπίεση κόστους. Ωστόσο, θα έπρεπε και τα βιβλία να ήταν το ίδιο άρτια όπως ήταν με την μονοτυπία. Δυστυχώς δεν το βλέπω αυτό.
Από όσο καταλαβαίνω δεν είστε κατά της τεχνολογίας. Δεν είναι τα κομπιούτερ το πρόβλημα, αλλά ο ανθρώπινος παράγοντας. Κάνω λάθος;
Η τεχνολογία είναι μια χρυσή ευκαιρία! Θα μπορούσα να κάνω 120 με 150 βιβλία το χρόνο στη μονοτυπία; Δεν υπήρχε περίπτωση. Το πρόβλημα δεν είναι στον υπολογιστή, αλλά σ’ αυτόν που κάθεται στον υπολογιστή. Ο ανεκπαίδευτος, ο ανεγκέφαλος, αυτός που δεν είδε άλλα βιβλία, που δεν θαύμασε. Πρέπει να καταλάβουμε πως άλλο πράγμα είναι οι σχολές γραφιστών, που τις σέβομαι, και άλλο πράγμα η σελίδωση ενός βιβλίου. Τώρα γίνονται δύο σε ένα, αλλά αυτό που φτιάχνουν δεν είναι βιβλία. Ισχύει αυτό που έλεγε ο Φίλιππος Βλάχος των εκδόσεων Κείμενα: μαύρα γράμματα σε άσπρο χαρτί δεν γίνονται βιβλίο. Κάποτε ο Ρόιδης διάβαζε ένα βιβλίο και είπε πως του πίκραινε το αυτί. Εγώ έλεγα κάποτε πως αυτό το βιβλίο έχει πολύ οπτική φασαρία και έτσι είπα πως τυπογραφία είναι ό,τι δεν πικραίνει το μάτι μου. Ένα αισθητικά άρτιο βιβλίο είναι σαν τη μουσική.
Είστε ένας μαέστρος, λοιπόν;
Μου το λένε πολλοί. Ένας μαέστρος δεν μπορεί να κάνει κάτι μόνος του. Υπάρχει κόσμος εδώ που δουλεύει. Τι να κάνει ο μαέστρος σε μια συμφωνική ορχήστρα όταν το πρώτο του βιολί είναι φάλτσο; Κάτι δεν θα πάει καλά. Να γιατί οι νέοι που χρησιμοποιούν τώρα τους υπολογιστές πρέπει να κοιτάξουν τι γινόταν παλιά. Το ‘30, στον πόλεμο και τον Εμφύλιο. Τότε έβγαιναν αριστουργήματα.
Είχα την εντύπωση πως το κόστος είναι ο καθοριστικός παράγοντας για να μην βγαίνουν όμορφα βιβλία. Τώρα αντιλαμβάνομαι πως είναι η αδιαφορία.
Εγώ σε αυτά στέκομαι. Έλλειψη μαθητείας. Αν δεν καθίσεις δίπλα σε κάποιον, δεν γίνεται. Αυτό είναι το θεωρητικό κομμάτι. Πρέπει να δούμε και το πρακτικό. Από εκεί και πέρα υπάρχει αδιαφορία και ερασιτεχνισμός. Κάθε εκδότης, είτε μικρός είτε μεγάλος, ενδιαφέρεται για το κόστος και τις πωλήσεις. Το μεγάλο θέμα είναι ότι ο εκδότης έχει και έναν εκπαιδευτικό ρόλο, τι θέλει να παρουσιάσει. Το βιβλίο είναι και πολιτισμός. Θυμάμαι ατό που έγραφε το 1980 ο Γιώργης Βαρλάμος, δάσκαλος καλός και χαράκτης μεγάλος που ασχολήθηκε πολύ με την τυπογραφία, ότι η τυπογραφία είναι τέχνη και απορούσε πως γίνεται να ασχολούνται μαζί της άνθρωποι που δεν ξέρουν. Εκανε λόγο για βιβλία που γίνονταν εστίες κακογουστιάς, ενώ τα παλιά βιβλία κοσμούσαν τις βιβλιοθήκες.
Ήταν χαρά να δουλεύεις και να συζητάς με τον Δημήτρη Αρμάο. Ήταν ό,τι πολυτιμότερο έχω γνωρίσει στο χώρο.
Φέρνω στο μυαλό μου τώρα πώς δείχνουν τα βιβλία της σειράς Orbis ή της Αldina σε μια βιβλιοθήκη.
Η Obris ξεκίνησε από τον Θανάση Χριστοδούλου και συνεχίζει μ’ αυτόν. Περάν της μετάφρασης του Μόμπι Ντικ είναι λάτρης της τυπογραφίας και έχει σχεδιάσει και δύο-τρεις γραμματοσειρές. Υπεύθυνος της σειράς ήταν ένας άνθρωπος που για μένα είναι ό,τι πολυτιμότερο έχω γνωρίσει, αναφέρομαι στον Δημήτρη Αρμάο. Έφυγε νωρίς. Ήταν χαρά να δουλεύεις και να συζητάς μαζί του. Στην Aldina είχα σκεφτεί να δημιουργήσω μια εικαστική βιβλιοθήκη με τα εξώφυλλα που δεν θα ήταν από γνωστούς ζωγράφους, αλλά από νέους. Εκτός από τρεις εξαιρέσεις. Προσπάθησα να δώσω στους νέους εικαστικούς την ευκαιρία. Πώς παλαιότερα στους δίσκους ο Τάσσος και ο Τσαρούχης έκαναν εξώφυλλα;
Έχει δυσκολίες το εγχείρημα;
Έχει πολλές δυσκολίες. Οι εκδότες του εξωτερικού θέλουν έγκριση. Εχουν, δε, άλλη αντίληψη για το εξώφυλλο. Συνηθίζουμε να λέμε πως το εξώφυλλο δεν συμβαδίζει με το κείμενο. Εγώ έχω μια άλλη αντίληψη. Ο πίνακας του εξωφύλλου κοσμεί το βιβλίο. Βλέπω εξώφυλλα στο εξωτερικό που δεν μου αρέσουν τόσο πολύ. Έχω άλλη αισθητική άποψη. Οι περισσότεροι βάζουν μια φωτογραφία. Υπάρχουν εκατομμύρια φωτογραφίες που μπορείς να βρεις και είναι αστείο το ποσό που πρέπει να δώσεις για να τις αποκτήσεις. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως είμαστε μια χώρα 10 εκατομμύριων. Άρα, είναι λίγοι οι ζωγράφοι σε σχέση με τον πληθυσμό. Εγώ δεν είμαι ιστορικός τέχνης. Κρίνω με το μάτι μου. Δεν μπορώ να κρίνω αν ένα έργο είναι καταπληκτικό. Κρίνω πως θα είναι σε μια προθήκη βιβλιοπωλείου αν το μάτι θα πατήσει πάνω.
Άρα, πάλι επιστρέφουμε στο θέμα της αισθητικής.
Η αισθητική είναι ήθος. Όταν το βιβλίο και τα επιμέρους στοιχεία του, όπως είναι ο κολοφώνας, υπακούσουν στους βασικούς κανόνες της τυπογραφικής τέχνης και της αισθητικής αντίληψης που καλλιεργήθηκε μέσα στους αιώνες από μεγάλους τεχνίτες του βιβλίου, τότε και το βιβλίο ως καλλιτεχνικό προϊόν παράγει ήθος. Δηλαδή συμβάλλει στη γενικότερη ευασθητοποίηση και διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου. Αυτό το βλέπουμε και στους νέους που δεν ξέρουν τη διαφορά ενός βιβλίου από το άλλο. Αν τους εξηγήσεις όμως θα καταλάβουν. Ίσως αυτό που θα πω είναι ρομαντικό. Θυμάμαι το ‘66-’67, είχαμε μια φωτισμένη δασκάλα που μας έλεγε πώς φτιάχνεται ένα βιβλίο. Μακάρι και τα σημερινά παιδιά του Δημοτικού να μάθαιναν βασικά πράγματα περί αισθητικής και βιβλίου. Έχω πει ότι η γνώση φέρνει δυστυχία.
Με ποια έννοια;
Αυτά που βλέπω με κάνουν δυστυχισμένο. Βλέπω, ας πούμε, κάποιον που κάνει ένα βιβλίο και χαίρεται, και καλά κάνει, αλλά εγώ δεν θα μπορούσα να το κάνω. Δεν θέλω ούτε να ισοπεδώσω ούτε να αποδομίσω τα πάντα. Ο καθένας κάνει αυτό που νομίζει. Εμείς το κάνουμε έτσι γιατί έτσι το μάθαμε. Θα φέρω το παράδειγμα της βιβλιοδεσίας που είναι το τελευταίο στάδιο ενός βιβλίου. Εκεί αν κάνεις λάθος, ό,τι έχεις κάνει πιο πριν το κατέστρεψες. Τώρα είναι βιομηχανοποιημένα όλα γι’ αυτό το 99% των βιβλίων το ανοίγεις και κλείνει μόνο του. Εμείς κάποια βιβλία τα κάνουμε με τον παραδοσιακό τρόπο. Σαπούνι κόκαλο και κουβερτουρίζουμε στο χέρι. Αυτά δεν τα κάνουν πια. Ούτε εγώ τα κάνω όλα, μόνο αυτά που θεωρώ ότι αξίζει να γίνουν. Είναι, όμως, ένα κομμάτι που ξεχνιέται.
Για να περάσουμε στους κολοφώνες. Είναι κάτι σαν γλυκός αποχαιρετισμός όταν έχεις τελειώσει το βιβλίο. Πώς σας γεννήθηκε αυτή η ιδέα;
Σε όλα τα βιβλία έπρεπε να έχω βάλει κολοφώνες. Σε αυτά που μου αρέσουν στέκομαι ακόμη περισσότερο. Δυστυχώς δεν υπάρχει χρόνος. Υπάρχουν βιβλία που έχω βάλει μόνο τους συνεργάτες και δεν έχω βάλει ένα κόσμημα ή έναν ρόμβο. Δεν το έκανα γιατί δεν πρόλαβα ή γιατί δεν βρήκα. Σε κάποια βιβλία, όμως, στις ανατυπώσεις τους, εκ των υστέρων, βάζω.
Οι συνεργάτες μου είναι μαζί μου πάνω από 30-40 χρόνια. Δεν αλλάζω εύκολα συνεργάτες. Δεν μπορώ να αφήσω τους ανθρώπους που έχουν ματώσει ή έχουν ξενυχτήσει μαζί μου.
Είναι ένα κόσμημα.
Είναι μια συνομιλία. Καταρχάς πρέπει να μνημονεύσω τους ανθρώπους που ματώνουν μαζί μου. Οι συνεργάτες μου είναι μαζί μου πάνω από 30-40 χρόνια. Δεν αλλάζω εύκολα συνεργάτες. Δεν μπορώ να αφήσω τους ανθρώπους που έχουν ματώσει ή έχουν ξενυχτήσει μαζί μου.
Τι ωραίο αυτό...
Δεν αλλάζω. Καθημερινά παίρνω μέιλ ή τηλέφωνα για συνεργασίες και τους εξηγώ ότι δεν γίνεται. Νομίζω το καταλαβαίνουν. Δεν είμαι και εύκολος άνθρωπος. Με ξέρουν πολύ καλά οι συνεργάτες μου. Εχω περάσει από όλα αυτά τα στάδια, άρα ξέρω τι γίνεται και τι δεν γίνεται.
Η έκθεση είναι ένα δικό σας αποτύπωμα που θα το δει ο κόσμος. Δείχνει μια πορεία ενός ανθρώπου. Δεν είναι αυτό μια καταξίωση;
Θα σας πω πώς έγινε. Ποτέ δεν σκέφτηκα να κάνω έκθεση. Συνήθως είμαι κρυμμένος. Πολλοί λένε πως είμαι σεμνός. Από την άλλη, με ενδιαφέρει ότι θα αφήσω κάτι. Πάνω από όλα στον Gutenberg. Κάποια στιγμή με τίμησε η Εθνική Βιβλιοθήκη, όμως δεν τίμησε μόνο εμένα στην πραγματικότητα. Εγώ δεν έχω ένα ατελιέ να κάνω δουλειές με διάφορους εκδότες. Είμαι εδώ, στον Gutenberg. Για την έκθεση με έπεισαν κάποιοι φίλοι, συνεργάτες και συγγραφείς. Είχα πει να κάνω ένα βιβλίο με τους κολοφώνες και έπρεπε να επιλέξω, κάτι που είναι δύσκολο. Σκέφτηκα ότι μια τέτοια έκθεση δεν θα ενδιέφερε κανέναν. Έχω μόνιμα αυτή την άρνηση. Δεν θέλω να μπαίνω στο μάτι του άλλου. Τελικά, στο Μουσείο Γουλανδρή όλοι είπαν «ναι» με μια φωνή και ειδικά ο γενικός διεθυντής, Κυριάκος Κουτσομάλης. Στον κατάλογο έχω βάλει 105 έργα.
O πιο αγαπημένος μου κολοφώνας είναι από τον Μόμπι Ντικ. Είναι του 1930, του ζωγράφου και χαράκτη Ρόκγουελ Κέντ. Απεικονίζει τον καπετάνιο Αχάμπ που είναι κουτσός.
Υπάρχει κάποιο από αυτά τα 105 έργα που αγαπάτε περισσότερο;
Δεν είναι μόνο ένα. Υπάρχουν πέντε έξι που λατρεύω. Το πολύ αγαπημένο μου είναι από τον Μόμπι Ντικ. Είναι του 1930, του ζωγράφου και χαράκτη Ρόκγουελ Κέντ. Απεικονίζει τον καπετάνιο Αχάμπ που είναι κουτσός. Αυτά πρέπει να καθίσεις να τα σκεφτείς. Να έχεις χρόνο. Αν έκανα 10 βιβλία το χρόνο, ίσως, μπορεί κάποια από αυτά να τα έκανα εντελώς διαφορετικά. Είναι ηρωικές οι προσπάθειες. Δεν ψάχνω για τα εύσημα. Οποιος κατάλαβε, κατάλαβε.
Κλασικό ή μοντέρνο; Τι προτιμάτε;
Είμαι της κλασικής γραμμής, για να ξέρετε. Όταν το κλασικό αντέχει στο χρόνο είναι και το πιο μοντέρνο. Πάρτε ως παράδειγμα ένα κτήριο του Τσίλερ και ένα πολύ μοντέρνο. Αν περάσουν 50 χρόνια θα λέμε πως του Τσίλερ πρέπει να μείνει διατηρητέο, ενώ το άλλο θα πρέπει να το γκρεμίσουμε. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στο βιβλίο. Διάβαζα ένα κείμενο του Γιάννη Κεφαλληνού που όταν ήρθε από το Παρίσι σχεδίασε τα εισιτήρια του τραμ. Στην έκθεση που έγινε στο Μουσείο Μπενάκη υπάρχει αυτό το κείμενο. Έλεγε ότι θέλει να δείξει και στον απλό κόσμο που μπαίνει στο τραμ τι σημαίνει αισθητική. Κάτι θα πάρουν.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας
Info
Την Τετάρτη 5 Ιουνίου στις 7.30 μ.μ. θα γίνουν τα εγκαίνια της έκθεσης του Γιάννη Μαμάη «Κολοφώνες. Η μνήμη της τελευταίας σελίδας» στο Μουσείο Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή (Ερατοσθένους 13).
Χαιρετισμό θα απευθύνει ο Κυριάκος Κουτσομάλλης Γενικός Διευθυντής Ιδρύματος Β. & Ε. Γουλανδρή. Ομιλητές θα είναι οι: Παντελής Μπουκάλας Συγγραφέας - Δημοσιογράφος, Στάντης Ρ. Αποστολίδης Φιλόλογος, Θανάσης Τριαρίδης Συγγραφέας. Θα διαβάσει ο ηθοποιός Στέλιος Μάινας. Τον συντονισμό θα κάνει η δημοσιογράφος Μικέλα Χαρτουλάρη. Η έκθεση θα διαρκέσει εώς τις 20 Ιουλίου.