Κριτικός κινηματογράφου, αναγνώστης με πάθος και συγγραφέας που εμβαθύνει στο ερωτικό πάθος και τις ολέθριες συνέπειες αυτού, ο Θόδωρος Σούμας απάντησε σε ορισμένες ερωτήσεις μας, με αφορμή τη νέα του συλλογή διηγημάτων «Παράλογοι συνήθεις πόθοι» (εκδ. Βακχικόν).
Συνέντευξη στον Λεωνίδα Καλούση
Ορισμένοι από τους ήρωες των διηγημάτων σας είναι έφηβοι στις πρώτες άγουρες ερωτικές τους περιπέτειες. Θέλατε να μας μεταφέρετε το νοσταλγικό κομμάτι του έρωτα;
Όχι, θέλω να παρουσιάσω το πώς διαρθρώνεται η εφηβική και μετεφηβική ερωτική και σεξουαλική επιθυμία. Η εφηβική ερωτική επιθυμία των κεντρικών ηρώων μου στα δύο από τα τρία πρώτα διηγήματά μου είναι στην ουσία πικρή και διαψευσμένη… Τι να νοσταλγήσει κανείς από αυτή; Την πίκρα του ανολοκλήρωτου και του ατελούς;
Υπάρχει, φυσικά, και το ακραίο ερωτικό. Το απόλυτα σαρκικό. Το σημειώνετε κι εσείς ότι κάποια διηγήματα είναι σκόπιμα πορνογραφικά. Γιατί;
Τα τολμηρά στην έκφραση διηγήματά μου έχουν μια ωμή, νατουραλιστική, ενίοτε σχεδόν πορνογραφική διάσταση απλά γιατί έτσι είναι ο ερωτισμός, η πραγματικότητα του ερωτισμού, και ειδικότερα ο ερωτισμός αυτών των προσώπων. Άρα θέλησα να είμαι πιστός στην ερωτική και σεξουαλική πραγματικότητά τους. Ο ερωτισμός τους όμως, ακόμη κι αν εκφράζεται από τη γραφή και το στυλ μου εν μέρει ωμά, δεν είναι απόλυτα σαρκικός. Ποτέ ο ερωτισμός τους, στην πραγματικότητά τους, δεν είναι απόλυτα σαρκικός, είναι και ψυχικός, ψυχολογικός, χρωματισμένος στις ψυχολογικές διαστάσεις του.
Και είναι ενίοτε εκφρασμένος νατουραλιστικά, πορνογραφικά κι ωμά γιατί συχνά ο ερωτισμός και η σεξουαλικότητα των χαρακτήρων μου, μα και των ανθρώπων γενικότερα, είναι ωμός, απροσχημάτιστος, όταν κάνουν σεξ· απλά ορισμένες και ορισμένοι λόγω υποκρισίας δεν το παραδέχονται και τον συγκαλύπτουν, τον μεταμφιέζουν στα λόγια με λουλούδια και φιοριτούρες ενώ στην πραγματικότητα ο ερωτισμός τους είναι ωμός κι ασύστολος, ζωώδης… Γι’ αυτό εκφράζω, (περι)γράφω τον ερωτισμό με διάφορους τρόπους, άμεσους ή έμμεσους, ωμούς ή ελλειπτικούς, όπως τον βρίσκουμε στη ζωή εκφρασμένο με διάφορους τρόπους, σεμνούς ή ωμούς πορνογραφικούς ή συγκρατημένους ή διακριτικούς. Δεν δίνω προβάδισμα σε έναν μοναδικό τρόπο αναπαράστασης του ερωτισμού και του σεξ, όπως συμβαίνει και στη ζωή. Άλλωστε συχνά περιγράφω φαντασιώσεις των χαρακτήρων για το πώς θα ήθελαν να είναι το σεξ που επιθυμούν και όχι το ίδιο το σεξ που κάνουν ή συχνότερα, που δεν καταφέρνουν να κάνουν με αυτές που ποθούν κι αγαπούν…
Πόσο εύκολο είναι να περάσει κανείς από την κριτικογραφία στη δημιουργία; Σας προβλημάτισε καθόλου αυτή η «μετάβαση»; Έχετε ασχοληθεί επί πολλά χρόνια με τον κινηματογράφο. Διαπιστώνετε τις επιρροές από το σινεμά στις ιστορίες σας;
Στην πραγματικότητα η μετάβασή μου στην πεζογραφία έγινε μέσω των σεναρίων που είχα γράψει στο παρελθόν, γιατί παλιά υπήρξα και σκηνοθέτης κινηματογράφου. Κάποτε σταμάτησα τη σκηνοθεσία γιατί η υποδοχή των φιλμ μου ήταν αρνητική. Εγώ όμως ήθελα να πω ιστορίες. Αργά αργά, αντί να τις πω μέσω κινηματογραφικών σεναρίων, επιχείρησα να τις γράψω και να τις διηγηθώ στο χαρτί με το στυλό και το πληκτρολόγιο του κομπιούτερ. Το να τις κάνω κινηματογράφο κόστιζε πάρα πολύ σε χρήμα, μόχθο και κότσια, θα έπρεπε να ήμουν καλός χαλκέντερος σκηνοθέτης...
Δεν δίνω προβάδισμα σε έναν μοναδικό τρόπο αναπαράστασης του ερωτισμού και του σεξ, όπως συμβαίνει και στη ζωή. Άλλωστε συχνά περιγράφω φαντασιώσεις των χαρακτήρων για το πώς θα ήθελαν να είναι το σεξ που επιθυμούν και όχι το ίδιο το σεξ που κάνουν ή συχνότερα, που δεν καταφέρνουν να κάνουν με αυτές που ποθούν κι αγαπούν…
Οι ιστορίες, τα πεζογραφήματα που σταδιακά άρχισα να γράφω ταίριαζαν περισσότερο στη γραπτή έκφραση και όχι, πλέον, στην οπτικοακουστική φιλμική αφήγηση. Να σημειώσω πως ξεκίνησα το γράψιμο εδώ και πολλά χρόνια ως κριτικός κινηματογράφου και ως συγγραφέας βιβλίων για το σινεμά. Είχα λοιπόν να αντιμετωπίσω το πέρασμα από τα δοκίμια και τις κριτικές στην πεζογραφική αφήγηση, μα η θητεία μου στη σεναριογραφία υπήρξε μια βασική γέφυρα για μένα. Οι επιρροές μου από το σινεμά, από τις ταινίες δεν είναι μεγάλες, μπορώ να αναφέρω κυρίως τον Λουίς Μπουνιουέλ και τον Μάρκο Φερέρι. Ενώ οι επιρροές από μυθιστορήματα και διηγήματα είναι σαφώς περισσότερες γιατί είναι ομοειδούς γλώσσας με την δική μου πεζογραφική γλώσσα: Μπουκόφσκι, Χένρι Μίλερ, η Αισθηματική αγωγή του Φλομπέρ, Η γυναίκα και το νευρόσπαστο του Πιερ Λουίς, ο Λέοπολντ φον Ζάχερ Μαζόχ, κ.ά.
Είναι εύκολος ο έρωτας στις μέρες μας; Έχει κάτι αλλάξει με τα χρόνια της νεότητάς σας;
Κατά τη δική μου γνώμη και αίσθηση, ο έρωτας ήταν πάντοτε μια δύσκολη υπόθεση, ιδίως για ανθρώπους πολύ ευαίσθητους, επιφυλακτικούς, ευάλωτους, συνεσταλμένους και αδέξιους, σαν εμένα και τους ταλαίπωρους όμοιούς μου. Υπάρχουν βέβαια και αυτές και αυτοί που κάνουν πολύ σεξ και με πολλούς, οι πιο θρασείς, ανενδοίαστοι, κυνικοί κι επιθετικοί/ές σεξουαλικά.
Ο έρωτας είναι πλέον πιο διαμεσολαβημένος μέσα από τη σύγχρονη, ψηφιακή, ιντερνετική τεχνολογία… Αυτό τον κάνει πολύ διαφορετικό σήμερα, δεν θα πω εδώ, χειρότερο ή καλύτερο ή ανετότερο.
Στο σεξ/έρωτα και στο χρήμα υπάρχει τεράστια ανισότητα, άνθρωποι που πεινάνε και διψάνε ανικανοποίητοι και χωρίς ταίρι ή αγάπη και άλλοι/ες που πηδάνε γρήγορα και απλά στο κρεβάτι και γεύονται εύκολα το σεξ, που «σμίγουν» όπως το λέει ωραιοποιημένα μια φίλη, εύκολα. Από την εποχή της νιότης μου έχουν αλλάξει πάρα πολλά στον έρωτα, όπως και στους άλλους τομείς. Ο έρωτας είναι πλέον πιο διαμεσολαβημένος μέσα από τη σύγχρονη, ψηφιακή, ιντερνετική τεχνολογία… Αυτό τον κάνει πολύ διαφορετικό σήμερα, δεν θα πω εδώ, χειρότερο ή καλύτερο ή ανετότερο.
Εξακολουθούμε να θεωρούμε ταμπού το σεξ; Εσείς δεν φοβάστε να μιλήστε με το όνομά τους για τα πράγματα της κλινοπάλης.
Πιστεύω πως είναι καλό μια τάση της πεζογραφίας που αποδέχεται τις ρεαλιστικές προσεγγίσεις ή έχει ορισμένες ρεαλιστικές ή ντοκιμαντερίστικες στοχεύσεις, να μιλά για τον έρωτα και το σεξ με τρόπους που μοιάζουν με τους τρόπους που χρησιμοποιούν για να μιλήσουν ή να σχολιάσουν οι πραγματικοί άνθρωποι. Με γλώσσες μικτές και υβριδικές, άμεσα ή και έμμεσα, διακριτικά ή απερίφραστα, κυριολεκτικά. Τα τέσσερα βιβλία της τετραλογίας των ερωτικών επιθυμιών και του ατομικού και του συλλογικού αγώνα που εγώ έγραψα (μεταξύ των οποίων η συλλογή των 14 τολμηρών ερωτικών διηγημάτων μου Παράλογοι συνήθεις πόθοι είναι το τρίτο, το προτελευταίο βιβλίο), τα έργα της τετραλογίας μου είναι συχνά, στην ουσία, non fiction novels, άρα προσπάθησα να βρω τη γλώσσα που μιλούσαν τα πρόσωπα που με ενέπνευσαν αληθινά, στη ζωή. Αυτά δεν σημαίνουν πως τα διηγήματά μου δεν έχουν έναν έντονο υποκειμενισμό στην έκφραση των βιωμάτων που εκθέτω.
Αν και οι κάποιοι ήρωες φαίνονται να αποζητούν το σεξ με αχαλίνωτο τρόπο, στην ουσία κάτι άλλο ψάχνουν. Τι είναι αυτό;
Ψάχνουν κυρίως την ερωτική ευτυχία, την αγάπη, την ολοκληρωμένη επικοινωνία μεταξύ τους, τον ολοκληρωμένο έρωτα. Επειδή όμως δεν τον βρίσκουν ή τον βρίσκουν για λίγο, τον υποκαθιστούν με το σεξ και με τις συγκρούσεις, τις οδυνηρές αρνήσεις της προσωπικότητας του άλλου.