Από την απόλυτη επιτυχία στη συνειδητοποίηση. Ο Μιχάλης Αλμπάτης μάς μίλησε για το νέο του βιβλίο «Η κατάλυση του χρόνου» (εκδ. Νήσος), αλλά και πώς βίωσε το απίστευτο «γκελ» που έκανε το προηγούμενο μυθιστόρημά του.
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
Το βιβλίο του Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους (εκδ. Νήσος) έγινε το απόλυτο viral της περσινής χρονιάς στα λογοτεχνικά πράγματα. Όποιον ρωτούσες κάποιον τι διάβασε σου μιλούσε γι’ αυτό το βιβλίο. Το οποίο, μάλιστα, είχε δεχθεί 20 απορρίψεις από εκδοτικούς!
Ο Μιχάλης Αλμπάτης, έπειτα από δύο χρόνια, επιστρέφει με το νέο του μυθιστόρημα Η κατάλυση του χρόνου (εκδ. Νήσος) και στη συζήτηση που κάναμε στη Θεσσαλονίκη μου είπε εξαρχής πως δεν έχει καμία σχέση με το προηγούμενο.
Η επιτυχία του βιβλίου σου «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους» είναι αναμφίβολη. Πίστευες ότι χρειαζόσουν χρόνο για να πας στο επόμενο ή δεν το είχες καθόλου στο μυαλό σου;
Έχουν περάσει δύο χρόνια και δύο μήνες από αυτό το βιβλίο και δεν έγινε αμέσως γνωστό. Χρειάστηκε να περάσει μια ολόκληρη χρονιά και να πάει από στόμα σε στόμα. Το βιβλίο που κυκλοφόρησε τώρα ήταν έτοιμη η πρώτη του γραφή όταν κυκλοφόρησαν οι «Νεκροί» και έκτοτε το ξαναδούλεψα άλλες δύο φορές. Νομίζω πως έχει περάσει αρκετός χρόνος και είδα πως άρχισε να το ζητάει και το αναγνωστικό κοινό που αγάπησε το προηγούμενο βιβλίο μου. Ενιωθα πως ήθελαν να διαβάσουν κάτι άλλο.
Μήπως, λοιπόν, αυτό που σου ζητάνε είναι να γράψεις κάτι σαν το προηγούμενο; Ένα Νο2, ας πούμε;
Ναι, πολλοί μου ζητούσαν να γράψω το sequel. Τι έγινε μετά με τον Φανούρη. Δεν νομίζω πως θα το κάνω ποτέ αυτό. Φυσικά, στο μέλλον μπορεί να ξαναγυρίσω στην Κρήτη, αλλά όχι στον Φανούρη. Όταν, φυσικά, θα μαζευτούν πολλές κρητικές ιστορίες που θα θεωρήσω πως πρέπει να γραφτούν. Προς το παρόν δεν σκέφτομαι κάτι τέτοιο. Επιπλέον, μου αρέσει να πειραματίζομαι σε κάθε βιβλίο και με το θέμα και με το ύφος. Το θέμα προσδιορίζει πάντα το ύφος που θα το προσεγγίσεις.
Το νέο σου βιβλίο «Η κατάλυση του χρόνου» είναι ολοκαίνουργιο. Θέλεις να μας πεις λίγα λόγια;
Είναι μικρότερο από το προηγούμενο, είναι όμως μυθιστόρημα και όχι νουβέλα διότι είναι πολλά τα θέματα που πραγματεύεται. Το πρώτο θέμα είναι τα βιβλία και η ανάγνωση και πώς μας διαμορφώνουν και μας μεταμορφώνουν. Έχουμε ένα Εβραιόπουλο, σαν την Άννα Φρανκ, στην περίοδο του ‘40 στην Τσεχοσλοβακία, κλεισμένο σε μια σοφίτα που έχει φτιάξει ένας γέρος από χρόνια και είναι στην ουσία μια βιβλιοθήκη.
Η γριά που το φιλοξενεί του λέει του παιδιού ότι ο αδελφός της είχε απομονωθεί από τον κόσμο και σαν να είχε φτιάξει ένα τείχος από βιβλία γύρω του. Ο μικρός βρίσκεται εκεί μέσα για 3-3,5 χρόνια μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος και ενώ ως τότε δεν διάβαζε ποτέ, ανακαλύπτει πως αυτό ήταν το πιο παράδοξο οχυρωματικό έργο γιατί κάθε τούβλο είναι και ένα παράθυρο που ανοίγει σε έναν κόσμο. Τότε γοητεύεται από τα βιβλία, το μυαλό του μπολιάζεται από καινούργιες ιδέες και φαντασιώσεις. Η ανάγνωση το οδηγεί σε απροσδόκητους δρόμους.
Το δεύτερο θέμα;
Το δεύτερο θέμα είναι η ουτοπία, η επανάσταση. Ολα τα διαβάσματα του παιδιού το οδηγούν να αρνηθεί την πραγματικότητα όπως την γνώρισε, και η οποία οδηγεί κάθε 20 χρόνια τους ανθρώπους σε μια σφαγή, για να επιβιώσει. Αυτό ήταν το σύστημα τότε, αυτό είναι και τώρα. Είναι όλοι οι προβληματισμοί της Αριστεράς για το πώς μπορεί να φτιάξει έναν κόσμο δικαιοσύνης, ισότητας και ελευθερίας και πώς όλα αυτά τα εξεγερτικά εγχειρήματα του παρελθόντος έχουν σπάσει τα μούτρα τους στην πραγματικότητα.
Από αυτά που μου είπες απουσιάζει παντελώς η Κρήτη.
Πουθενά δεν υπάρχει. Το μόνο κοινό με το προηγούμενο βιβλίο είναι ο ήρωας που είναι επίσης έφηβος.
Στα 17 μου διάβασα τον Τροπικό του Καρκίνου του Χένρι Μίλερ και συγκλονίστηκα γιατί κατάλαβα ότι μπορείς να μιλήσεις για τα πάντα.
Να υποθέσω ότι και το ύφος αλλάζει εδώ, έτσι;
Ναι, εδώ είναι περισσότερο δοκιμιακό. Τόσο το πρώτο όσο και δεν το δεύτερο μέρος. Ακόμη και στο πρώτο πρέπει να δείξω την μεταμόρφωση του παιδιού. Κάποιοι φίλοι που πρόλαβαν να το διαβάσουν μου είπαν πως τους θυμίζει δοκίμιο.
Εσένα ποια βιβλία σε καθόρισαν;
Διάβαζα πολύ από μικρός όπως φαντάζομαι όλοι οι άνθρωποι που αγαπάμε το βιβλίο και καταλήγουμε να γίνουμε συγγραφείς. Στα 17 μου διάβασα τον Τροπικό του Καρκίνου του Χένρι Μίλερ και συγκλονίστηκα γιατί κατάλαβα ότι μπορείς να μιλήσεις για τα πάντα. Υπάρχει απεριόριστη ελευθερία αρκεί να βρεις την κατάλληλη γλώσσα και το κατάλληλο ύφος. Δεν υπάρχει τίποτα απαγορευμένο. Φυσικά έχω πολλά βιβλία που λατρεύω, αλλά αυτό το έχω μέσα στο μυαλό μου σαν ένα βιβλίο-σταθμό.
Επέλεξες πάλι τις εκδόσεις Νήσος. Είναι ένας εκδοτικός που σε πίστεψε σε σχέση με άλλους που σε απέρριψαν. Κάποιοι από αυτούς που σε είχαν απορρίψει σε προσέγγισαν τώρα;
Ναι, ένας-δύο.
Τους είπες «όχι» για να πάρεις εκδίκηση;
Όχι, τους απέρριψα γιατί το επιτάσσει η ηθική μου. Έχω μια πολύ καλή συνεργασία με τις εκδόσεις Νήσος. Με εμπιστεύονται, με κατανοούν, με σέβονται. Θα ήταν ανήθικο να φύγω. Αν υπήρχε πρόβλημα στη συνεργασία μας ή αν είχαμε συγκρούσεις, ναι, τότε θα μπορούσα να το κάνω. Τώρα δεν σκέφτομαι καθόλου να φύγω.
Σου πέρασε από το μυαλό όλο αυτό το διάστημα που το βιβλίο σου πουλούσε τρελά ότι αποδεικνύεις κάτι σ’ αυτούς που σε απέρριψαν;
Αν είναι να πάρουν ένα μάθημα από αυτό θα ήθελα να είναι το εξής: να αλλάξουν τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τους νέους ή τους άγνωστους συγγραφείς. Είμαι σίγουρος πως φτάνουν στους εκδοτικούς οίκους χειρόγραφα στα οποία αξίζει να δώσουν προσοχή, αλλά δεν ασχολούνται καθόλου.
Κάποιοι χαρακτηρίζουν το προηγούμενο βιβλίο μου λαϊκό και όχι κουλτουριάρικο. Μπορεί να μην γοήτευσε τους κριτικούς, αλλά γοήτευσε τον απλό αναγνώστη.
Υπάρχει, επίσης, μια αναστοιχία ανάμεσα στις πωλήσεις και στις κριτικές που έλαβες για το βιβλίο σου. Θέλω να πω: χιλιάδες πωλήσεις, αλλά ελάχιστες κριτικές. Πού το αποδίδεις;
Δεν μου φαίνεται παράξενο. Ούτε κάποιο βραβείο πήρα. Δεν μου φαίνεται παράξενο γιατί κάποιοι το χαρακτηρίζουν λαϊκό βιβλίο και όχι κουλτουριάρικο. Μπορεί να μην γοήτευσε τους κριτικούς, αλλά γοήτευσε τον απλό αναγνώστη. Μαθεύτηκε από στόμα σε στόμα, καθώς οι εκδόσεις Νήσος δεν θα μπορούσαν να υποστηρίξουν μια διαφημιστική καμπάνια. Επίσης, βοήθησαν πολύ οι λέσχες ανάγνωσης. Το ανακάλυψα εδώ στη Θεσσαλονίκη όπου με προσέγγισαν διάφοροι άνθρωποι και μου έλεγαν ότι το είχαν διαβάσει σε διάφορες λέσχες. Οπότε κατάλαβα ότι πήγε κάπως έτσι. Συνήθως στα βραβεία κοινού ψηφίζονται τα βιβλία που δεν τα προκρίνουν οι κριτικοί. Εγώ βρίσκομαι κάπου στο ενδιάμεσο.
Σε πειράζει αυτό;
Όχι, ίσα ίσα. Μου αρέσει. Τώρα έχω αγωνία πώς θα αντιμετωπίσουν το καινούργιο βιβλίο αυτοί που διάβασαν το προηγούμενο.
Ο Μιχάλης Αλμπάτης γεννήθηκε το 1973 στον Ζαρό, στους νότιους πρόποδες του Ψηλορείτη. Ζει στο Ηράκλειο. |
Νομίζω είναι λογικό και ανθρώπινο να έχεις αγωνία. Οπως και χαρά για την επιτυχία του προηγούμενου.
Ναι το χάρηκα, αλλά δεν το έγραψα προσπαθώντας να τραβήξω περισσότερο κοινό. Ήξερα όμως ότι διαφορετικοί άνθρωποι μπορούσαν να βρουν διαφορετικά πράγματα σ’ αυτό. Κάποιοι έδωσαν βάση στο παραμυθένιο στοιχείο, άλλοι στο ερωτικό, άλλοι στο λαογραφικό. Με το καινούργιο, το ξέρω, πως δεν συμβαίνει αυτό. Δεν περιμένω ανάλογη επιτυχία. Περιμένω να αρέσει σε ένα πιο ειδικό κοινό. Στους βιβλιόφιλους και σε κάποιους που έχουν πολιτικές ανησυχίες. Δεν θα έχω την ίδια επιτυχία, αλλά ξεκινάω από άλλη βάση. Υπάρχουν ήδη πολλοί αναγνώστες που με ξέρουν πια.
Μα ήδη υπάρχει κίνηση για το νέο σου βιβλίο. Τα social media σε βοήθησαν πολύ. Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε πως έχει αλλάξει ο τρόπος που ένα βιβλίο δέχεται «πουσάρισμα».
Νομίζω πως το κοινό έχει αρχίσει να μην εμπιστεύεται τις κριτικές. Θεωρεί πως όλες είναι ευνοϊκές και έχει βαρεθεί να διαβάζουν πως όλα είναι αριστουργήματα. Οπότε υπάρχει μια κατανοητή δυσπιστία.
Κάποια στιγμή είχα ξεκινήσει οκτώ εγχειρήματα και δεν με ικανοποιούσε κανένα. Εγραφα ένα μυθιστόρημα για ένα χρόνο και το παράτησα.
Ετοιμάζεις τώρα κάτι;
Πάντα γράφω. Εχω πολλές ιδέες. Κάποια στιγμή είχα ξεκινήσει οκτώ εγχειρήματα και δεν με ικανοποιούσε κανένα. Εγραφα ένα μυθιστόρημα για ένα χρόνο και το παράτησα. Κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να βγάλω αυτό που ήθελα. Είναι δύσκολο και ζόρικο. Τώρα ολοκληρώνω την πρώτη γραφή ενός μυθιστορήματος. Δεν είμαι πολύ ικανοποιημένος, αλλά δεν είναι ασυνήθιστο αυτό. Περιμένω να δω αν θα το βελτιώσω στη δεύτερη και στην τρίτη γραφή.
Περισσότερο πετάς λέξεις ή κρατάς;
Εχω πετάξει πολλές. Εχω αφήσει πολλά μισοτελειωμένα και αυτό είναι το χειρότερο γιατί λες «ωραία, και τώρα; Δούλευα τόσο καιρό και δεν κατάφερα τίποτα;». Τελικά κάτι καταφέρνεις γιατί κι αυτό είναι άσκηση κι εκεί μαθαίνεις να γράφεις. Είναι ένα βασανιστήριο που δεν σταματάει ποτέ.
Το κριτήριό σου για να πεις ότι κάτι είναι καλό ποιο είναι;
Είναι μυστήριο, γιατί θέλεις να σε συνεπαίρνει εσένα όταν το διαβάζεις. Οταν το κάνει, τότε πιστεύεις πως αυτό το αίσθημα θα περάσει και στον αναγνώστη. Με τους «Νεκρούς» γελούσα την ώρα που έγραφα σε πολλά σημεία και σε άλλα με έπιανε συγκίνηση. Εστω και το μισό συναίσθημα να περάσει στους αναγνώστες τους έχω κερδίσει και τελικά συνέβη. Αυτό το θεωρώ σημαντικό. Δεν πρέπει να φοβόμαστε το συναίσθημα. Να βρεις μια ισορροπία για να μην γίνει μελό, αλλά γενικά δεν πρέπει να φοβόμαστε το συναίσθημα.
Εχεις στο μυαλό σου αυτό που λέμε ιδανικός αναγνώστης;
Όχι! Δεν υπάρχει ιδανικός αναγνώστης. Είμαστε όλοι τόσο διαφορετικοί.