Με αφορμή το νέο της μυθιστόρημα «Δικά μας παιδιά» (εκδ. Μεταίχμιο) συναντήσαμε τη συγγραφέα Σοφία Νικολαΐδου στη Θεσσαλονίκη, στο περιθώριο της 20ής Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου και συζητήσαμε για τους κώδικες των νέων, τον ΛΕΞ και τα κλειστά δωμάτια.
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
Τι μας χωρίζει και τις μας ενώνει με τα νέα παιδιά; Τα καταβαίνουμε ή δεν θέλουμε καν να δώσουμε μια ευκαιρία σ’ αυτή την επικοινωνία που βρίσκεται συνήθως σε λήθαργο; Η Σοφία Νικολαΐδου στο καινούργιο της μυθιστόρημα Δικά μας παιδιά (εκδ. Μεταίχμιο) στρέφει το βλέμμα της στη νέα γενιά και προσπαθεί να την καταλάβει. Κάτι που θα έπρεπε να κάνουμε όλοι.
Τι δεν καταλαβαίνουμε από τη νέα γενιά;
Τα πάντα!
Είναι ένας άλλος κόσμος;
Είναι ένας άλλος κόσμος. Εμείς όταν ήμασταν στην ηλικία τους σκεφτόμασταν ότι ποτέ δεν θα γίνουμε σαν τους γονείς μας και πάντα θα καταλαβαίνουμε όσο και να μεγαλώσουμε και πάντα θα έχουμε το κλειδί. Τώρα αιφνιδιαζόμαστε παραπάνω όταν βλέπουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε τα νέα παιδιά. Κουβαλούσαμε μια σιγουριά εκ των προτέρων.
Ποια ήταν η αφορμή για να γράψεις το βιβλίο;
Ίσως αυτό. Όταν κοίταξα γύρω και είδα ότι δεν καταλαβαίνω. Ο άνθρωπος που γράφει, σε ένα τραπέζι, δεν είναι αυτός που μιλάει, αλλά αυτός που ακούει. Αν δεις σε ένα τραπέζι κάποιον που είναι σιωπηλός, είναι αυτός που ακούει. Έκανα ένα βήμα πίσω και προσπάθησα να αφουγκραστώ και να ακούσω.
Άρα, να υποθέσω ότι έστησες αυτί σε συζητήσεις πιτσιρικάδων;
Θα γυρίσω ξανά στη δική μας γενιά. Πολλές φορές η μουσική είναι το κλειδί. Ακούγοντας τη μουσική των νέων δεν μπορούσα να ακούσω τις λέξεις. Άκουγα τον στίχο και κυριολεκτικά δεν καταλάβαινα. Η δουλειά είναι αυτή, να στήνω αυτί. Σκέφτηκα ότι έπρεπε να μιλήσω με τα παιδιά. Μίλησα, αλλά δεν ήταν εύκολο. Είναι ιστορίες σε κλειστά δωμάτια ή με τα ακουστικά στ’ αυτιά. Τα κατάφερα, όμως. Η χειρότερη συνθήκη είναι να κλείσεις συνάντηση μέσω του γονιού, αλλά όταν δεν έχεις πρόσβαση ξεκινάς έτσι. Έτσι έκλεισα ραντεβού με έναν πιτσιρικά μέσω της μαμάς.
Καταλαβαίνω την αντίδραση του πιτσιρικά.
Η μαμά είπε αυτό που δεν έπρεπε να πει. «Είναι μια κυρία από το πανεπιστήμιο...». Στο μεταξύ, αυτόν τον πιτσιρικά τον είχα επιλέξει επειδή θα μου άνοιγε και όλο το σύμπαν παραπέρα. Δουλεύε Σαββατοκύριακα στα στούντιο και συνέθετε μουσική. Η απάντησή του ήταν: «Πες στη θεία ότι έχω μισή ώρα γιατί μετά έχω ραντεβού». Πάω στο ραντεβού και αρχίζει ένα πράγμα που αν δεν ήμουν τόσο έμπειρη και επίμονη θα με έπιανε απελπισία. Απαντούσε με «ναι» και «όχι». Περνάει ένα μισώαρο με σαράντα λεπτά έτσι. Δεν ξέρω τι τσέκαρε, γιατί αυτός με τσέκαρε. Εκεί στο 40λεπτο μου λέει «πάμε πάνω;» και με ανεβάζει στο δωμάτιο και μου ανοίγει τον υπολογιστή του. Γυρίζει το κινητό ανάποδα, δεν πήγε ποτέ στο ραντεβού και μετά το ένα έφερε το άλλο.
Πήγα σε πολλά live και άκουγα για πολλά χρόνια μόνο τη μουσική των νέων. Αφού ερχόταν ο Σερέφας στο σπίτι και μου έλεγε «έλεος». Ήταν ο μόνος τρόπος για να μπω σ’ αυτόν τον κόσμο.
Δες ας πούμε το κύμα των νέων που ακολουθούν τον ΛΕΞ. Άρα, όντως, η μουσική είναι ένα κλειδί.
Ναι, είναι ΤΟ κλειδί. Είναι τρομερά ενδιαφέρον πώς ολόκληρες μακρές αφηγήσεις τις ξέρουν όλες απέξω χωρίς να χάνουν ούτε μισή λέξη. Μια μακρά αφήγηση, που αν εξαιρέσεις το φλόου, δεν ριμάρει ή ριμάρει λίγο, επομένως δεν έχει ευκολίες για να το θυμάσαι. Η επανάληψη στήνει τον κόσμο. Πήγα σε πολλά live και άκουγα για πολλά χρόνια μόνο αυτό. Αφού ερχόταν ο Σερέφας στο σπίτι και μου έλεγε «έλεος». Ήταν ο μόνος τρόπος για να μπω σ’ αυτόν τον κόσμο.
Θα μπορούσες να πεις ότι όλο αυτό είναι μια μετά-αφήγηση.
Εγώ θα έλεγα λογοτεχνική αφήγηση.
Σαν τα έπη που μεταφέρονταν από στόμα σε στόμα.
Αυτό σκεφτόμουν. Είναι μια μακρά ιστορία που έχει ήρωα, πλοκή και κώδικα. Με είχε ρωτήσει μια Αμερικανίδα φοιτήτρια τι γράφω και όταν της είπα με κοίταξε και μου είπε «τους καταλαβαίνετε;» και της λέω «κανονικά χρειάζεται ερμηνευτικό υπόμνημα». Θέλει ένα είδος μύησης και προσπάθειας για έναν άνθρωπο της γενιάς μου. Από την άλλη δεν ήθελα να είναι το βιβλίο σαν ζωολογικός κήπος. Ήθελα να να είναι μια ιστορία που να είναι αληθινή.
Ένα από τα θετικά του βιβλίου είναι αυτό ακριβώς. Δεν σου δίνει την αίσθηση ενός διοράμματος όπου οι μεγάλοι παρατηρούν τα παράξενα «εκθέματα», τους νέους. Μου έδωσε την αίσθηση πως φτιάχνεις μια γέφυρα που οδηγεί από εσένα στα παιδιά.
Αυτό με ενδιέφερε. Για να το κάνεις αυτό από άποψη αφήγησης και βλέμματος και γλώσσας πρέπει να κάνεις ένα βήμα πίσω και να φύγεις από αυτό που είσαι. Να επιτρέψεις στους ήρωες να μιλήσουν αυτοί και να πουν τις ιστορίες τους. Αυτό πάντα με ενδιέφερε στη λογοτεχνία. Εδώ για έναν λόγο παραπάνω.
Μου έστειλε χθες ένας 25χρονος «φοβήθηκα ότι θα ήταν σαν ήταν τους κοιτάμε απέξω, αλλά είναι κανονικά σαν ζωή. Για πρώτη φορά υποχωρεί η μορφή για να ακουστούν οι ιστορίες των ανθρώπων». Και μου έγραψε ακόμη κάτι ωραίο: «Όταν τελείωσε, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν να πάρω τηλέφωνο τη μαμά μου». Ήταν η πιο τρυφερή φράση που είπε. Το πώς, ας πούμε, η νέα γενιά αντικρύζει την άλλη. Το πρώτο που σκέφτηκε ήταν ότι πόσα πράγματα δεν του έχουν πει και πόσα πράγματα έχει κάνει που τους έχουν πληγώσει και δεν το ξέρω.
Είσαι έμπειρη συγγραφέας, ωστόσο φοβήθηκες αυτό το βιβλίο ότι μπορεί να σου ξεφύγει;
Επειδή γραφόταν στην πιο δύσκολη περίοδο της ζωής μου και είχα άλλα ανοιχτά θέματα ζωής, δεν με απασχόλησε τίποτα από αυτά. Ήταν ο τρόπος μου και η χαρά μου. Λειτούργησα πρώτη φορά σαν κομάντο. Δηλαδή: τώρα μπορώ, τώρα γράφω. Ήταν όλο έτσι. Λόγω αυτής της κατάστασης, τίποτα από όσα θα μπορούσαν να είναι «λουσάτες» ανησυχίες ενός συγγραφέα δεν με απασχολούσαν. Με απασχολούσαν πολύ κρίσιμα ζητήματα ζωής.
Εχεις εκδώσει πολλά βιβλία. Εχεις ακόμη την αρχική φλόγα ή έχεις γίνει «επαγγελματίας» που κάθεται και γράφει γιατί έτσι πρέπει;
Στην παρουσίαση που έγινε στη ΔΕΒΘ, σήκωσε το χέρι της μια φίλη μου και είπε: «Εγώ θα σας πω που είμαι φίλη της. Το τι τραβήξαμε όσο έγραφε το βιβλίο δεν μπορώ να σας περιγράψω. Μας πήγαινε σε live, συνέχεια συζητούσε για το θέμα που έγραφε. Είχε αυτή τη φλόγα στα μάτια της». Εγώ θα σου πω ότι έχω χαρά. Καρδιοχτύπι που βγήκε το βιβλίο. Έγνοια για την παρουσίαση. Νομίζω ότι πρωτάκι ήμουν πιο άνετη.
Η Σοφία Νικολαΐδου έχει εκδώσει μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων, μελέτες και μεταφράσεις. Το μυθιστόρημά της Χορεύουν οι ελέφαντες (Μεταίχμιο, 2012) μεταφράστηκε στα αγγλικά και κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο Melville House. Το μυθιστόρημά της Απόψε δεν έχουμε φίλους (Μεταίχμιο, 2010) μεταφράστηκε στα εβραϊκά (Kester Books) και τα ρουμάνικα (Editura Omonia). Για το βιβλίο αυτό τιμήθηκε με το Athens Prize for Literature 2010. Το βιβλίο της Καλά και σήμερα: Το χρονικό του καρκίνου στο δικό μου στήθος (Μεταίχμιο, 2015) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας ως έργο που προάγει τον διάλογο πάνω σε ευαίσθητα κοινωνικά θέματα και μεταφράστηκε στα ρουμάνικα. |
Τι σου έχει προσφέρει η λογοτεχνία;
Χαρά, στήριγμα στα πολύ δύσκολα, το οποίο το κατάλαβα μεγαλώνοντας. Επαφή με τη ζωή με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Η λογοτεχνία είναι ζωή και ορισμένα πολύ ωραία ταξίδια. Αν δεν ήταν αυτό, δεν θα τα έκανα. Πήγα σε χώρες και σε μέρη που δεν θα πήγαινα αν δεν ήμουν συγγραφέας.
Χθες μου έλεγε ο Φάμπιο Στάσι ότι η λογοτεχνία μπορεί να σώσει ακόμη και τις ζωές των ανθρώπων. Το πιστεύεις;
Είναι μεγάλη κουβέντα, αλλά υπάρχουν στιγμές που μπορείς να στηριχθείς και από τη μεριά του ανθρώπου που γράφει και από τη μεριά του ανθρώπου που διαβάζει. Πρόσφατα σε ένα σινεμά έρχεται μια κυρία και μου λέει: «Δεν με ξέρετε, αλλά εγώ θέλω να σας πω ότι με την ‘’Ξανθιά πατημένη’’ κοιμόμουν εδώ (δείχνει το στήθος της). Αυτά είναι τα πολύτιμα που πάντα σε ένα βιβλίο θα έρθει κάποιος και θα σου πει μια τέτοια φράση ή μπορεί να μην το μάθεις ποτέ. Αλλά κι εμείς έτσι λειτουργούμε ως αναγνώστες. Στα ζόρικα καταφεύγουμε στα βιβλία, στη μουσική και στις ταινίες.
Η τέχνη αυτό δεν κάνει; Δεν μας αγκαλιάζει στα δύσκολά μας;
Θεωρώ, δε, πως τα έχουμε στο κεφάλι μας με στιγμές. Τότε που αυτό… τότε που εκείνο… Εγώ είμαι λίγο ανιέρη με τα βιβλία. Παλιά σημείωνα με τον χάρακα, τώρα σημειώνω παντού. Όταν τα ξαναδιαβάζεις και βλέπεις τι έχεις σημειώσει, είναι σαν να παρακολουθείς τον εαυτό σου. Τα μυαλά που κουβαλούσες.
Σαν να βλέπεις τα ίχνη σου.
Είναι το ημερολόγιο της ζωής σου.
Ενα βραβείο σημαίνει ότι κάποιοι άνθρωποι διάβασαν το βιβλίο σου, το αγάπησαν και κάτι σκέφτηκαν γι’ αυτό. Το ίδιο είναι κι ένας αναγνώστης που θα σε σταματήσει στο δρόμο και θα σου πει κάτι πολύ δικό του ή θα έρθει σε μια παρουσίαση και θα σου φέρει ένα δώρο.
Η επιτυχία τι είναι για σένα; Τα βραβεία σου λένε κάτι;
Είναι πολύ ωραία. Ενα βραβείο σημαίνει ότι κάποιοι άνθρωποι διάβασαν το βιβλίο σου, το αγάπησαν και κάτι σκέφτηκαν γι’ αυτό. Το ίδιο είναι κι ένας αναγνώστης που θα σε σταματήσει στο δρόμο και θα σου πει κάτι πολύ δικό του ή θα έρθει σε μια παρουσίαση και θα σου φέρει ένα δώρο. Αυτό είναι το κουτί με τα πολύτιμα. (μου δείχνει ένα βραχιόλι που της έφτιαξαν μαθητές Γ’ Λυκείου του Πειραματικού Μακεδονίας με 3D Printer εμπνευσμένο από βιβλίο της. Και το έκαναν για κάθε βιβλίο της).
Τώρα, καθώς περπατούσαμε στο δρόμο, είδα να σε χαιρετάει κόσμος. Είσαι οργανικό μέλος της πόλης.
Κυκλοφορώ πολύ. Δεν οδηγώ. Μένω κέντρο, στην Ευαγγελίστρια και όπως είπα: μόνο περπατάω.
Θα την άφηνες τη Θεσσαλονίκη;
Γράφω κάτι στο τέλος του βιβλίου στις ευχαριστίες και οφειλές που λέω «κάτι έχει που μας παίρνει τα μυαλά κι ας την βρίζουμε». Τη βρίζουμε, γιατί έχουμε όλοι θέματα με την πόλη. Γι’ αυτό με ενδιαφέρει στο βιβλίο πάντα η πόλη, αλλά να μην είναι φόντο. Να είναι κομμάτι της αφήγησης. Μου έλεγε το παιδί που ήθελε να πάρει τη μητέρα του, που σου έλεγα προηγουμένως, ότι πήγε και είδε συναυλία του ΛΕΞ και δεν καταλάβαινε πώς οι πιτσιρικάδες χοροπηδούσαν ενώ δεν έχουν περπατήσει ποτέ την Μπότσαρη ή δεν ξέρουν πώς είναι το Φάληρο. Μου είπε, λοιπόν, ότι και τα δικά μου βιβλία μπορεί να μην τα καταλάβει βαθιά κάποιος που δεν έχει περπατήσει την πόλη. Μετά σκέφτηκα, όμως: μα, δεν έχουμε μάθει πόλεις από τη λογοτεχνία;
Γίνεται να έχουμε πάει στην Αγία Πετρούπολη του 19ου αιώνα; Κι όμως, διαβάζεουμε τους κλασικούς Ρώσους.
Είναι σαν να έχεις πάει εκεί και να περπατάς μαζί τους.
Η συγχρονία της τέχνης.
Αυτό! Οπότε η πόλη είναι σημαντική.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.