Πέντε λεπτά με έναν συγγραφέα. Σήμερα, με την Tίνα Κατσούλη με αφορμή το νέο της βιβλίο «Η σκιά του κηπουρού» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια: Book Press
Κάποιοι λένε «ένα καλό βιβλίο χρειάζεται ένα μεγάλο θέμα». Ποιο θα λέγατε ότι είναι το βαθύτερο θέμα στο Η σκιά του κηπουρού;
Το βιβλίο θίγει σύγχρονα ζητήματα με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι οι ήρωες μου, που ζουν μέσα σε μια δυστοπία λόγω ενός μολυσματικού ιού. Ο φόβος για το διαφορετικό, η βία, η μοναξιά, ο ναρκισσισμός του ψηφιακού κόσμου, οι επώδυνοι συμβιβασμοί είναι κάποια από τα προβλήματα αυτά. Έγκλειστοι όχι τόσο στον χώρο όσο στο «Εγώ» επιχειρούν να σπάσουν τα «δεσμά» τους, αφυπνίζονται, τολμούν να απλώσουν το χέρι στον μετέωρο διπλανό τους και να επανασυνδεθούν με τη ζωή. Το θέμα, λοιπόν, στο υπόστρωμα της ιστορίας είναι η αναζήτηση του Ανθρώπου, της χαμένης ανθρωπιάς σε μια εποχή που η κοινωνική αποστασιοποίηση γίνεται επιταγή, που «απαγορεύεται ρητά η ρίψις δακρύων» κατά τη ρήση της Κ. Δημουλά.
Δεν υπάρχει πλοκή χωρίς ήρωες. Η ιστορία αναπτύσσεται καθώς οι ήρωες καταδύονται στη μνήμη, εξομολογούνται, συμπονούν, συγχωρούν, εξεγείρονται, τολμούν να ζήσουν, χαμογελούν πικρά, ελπίζουν
Οι χαρακτήρες ή η πλοκή ήταν ο οδηγός σας κατά τη συγγραφή του βιβλίου σας;
Ήρωες και πλοκή είναι αλληλένδετα. Δεν υπάρχει πλοκή χωρίς ήρωες. Η ιστορία αναπτύσσεται καθώς οι ήρωες καταδύονται στη μνήμη, εξομολογούνται, συμπονούν, συγχωρούν, εξεγείρονται, τολμούν να ζήσουν, χαμογελούν πικρά, ελπίζουν… Αυτοί καθοδηγούν την πλοκή και τον τρόπο που θα ειπωθεί η ιστορία τους. Καθένας γίνεται αφηγητής της προσωπικής του περιπέτειας με ενορχηστρωτή έναν κεντρικό ήρωα, θυρωρό και κηπουρό, που ρίχνει τη σκιά του πάνω τους, τους νοιάζεται και τους φροντίζει.
Ανάμεσα στα αληθινά γεγονότα και την επινόηση, που γέρνει η πλάστιγγα;
Στην περίπτωση του βιβλίου Η σκιά του κηπουρού (εκδ. Βακχικόν), που γράφτηκε στην περίοδο της πανδημίας, σε μια εποχή που η πραγματικότητα είχε ξεπεράσει τη φαντασία, δεν χρειάστηκε να μετρήσω: τόση αλήθεια, τόση μυθοπλασία. Στο βιβλίο μου όλα είναι πιστευτά και ταυτόχρονα απίστευτα.
Στο βιβλίο σας νομίζει κανείς πως θα διαβάσει μια δυστοπία ωστόσο στο τέλος του αποκομίζει είναι θετικό. Ήταν στις προθέσεις σας;
Οπωσδήποτε ήταν στις προθέσεις μου οι ήρωες μου να αναζητήσουν μια λυτρωτική διέξοδο, να επιχειρήσουν να επουλώσουν το τραύμα που υποβόσκει και εντείνεται μέσα στη δυστοπική συνθήκη ζωής τους -και λέω να επιχειρήσουν, γιατί τίποτα οριστικό και βέβαιο δεν προτείνεται ως λύση, η αναζήτηση είναι διαρκής και πώς θα μπορούσε άλλωστε να μην είναι. Η αισιόδοξη προοπτική λοιπόν είναι η εύρεση διεξόδου, εκεί που η ανθρωπιά βρίσκει ακόμα και σε καιρούς ζοφερούς μια χαραμάδα να ξετρυπώσει για να ανθήσει μια νέα σχέση με τον συνάνθρωπο και τον εαυτό μας. Η αισιόδοξη κατάληξη ανταποκρίνεται στη δική μου θεώρηση για τα πράγματα, στην ελπίδα για ανάταση που διατηρώ.
Το χιούμορ μέσα στην ιστορία είναι λυτρωτικό, αποφορτίζει από τις έντονες καταστάσεις, είναι καταφυγή, ένα ξανάσασμα όταν τα πράγματα ζορίζουν.
Το χιούμορ παίζει ρόλο στην ιστορία. Ποιο σκοπό θέλατε να επιτελέσει;
Το χιούμορ μέσα στην ιστορία είναι λυτρωτικό, αποφορτίζει από τις έντονες καταστάσεις, είναι καταφυγή, ένα ξανάσασμα όταν τα πράγματα ζορίζουν. Από την άλλη, το χιούμορ χαρακτηρίζει μια άλλη κοσμοθεωρία που εκπροσωπεί ο κεντρικός μου ήρωας, ο κηπουρός μου, που έχει νου πρακτικό, είναι απροσποίητα ειλικρινής και απολύτως εξοικειωμένος -ως πολύπαθος άνθρωπος ο ίδιος- με τις περιπέτειες, τις ανατροπές και τα δράματα της ζωής, επιδεικνύοντας αποφασιστικότητα για την αντιμετώπισή τους. Σε αντίστιξη με τους περισσότερους ήρωες αντιμετωπίζει τις καταστάσεις με κέφι, χιουμοριστική διάθεση, προσαρμοστικότητα, σωτήρια γι’ αυτόν λαϊκή θυμοσοφία και αντλεί δύναμη από το οπλοστάσιο των αξιών του.
Οι ήρωες στη νουβέλα σας είναι ολότελα διαφορετικοί μεταξύ τους κι όμως, τελικά, καταφέρνουν να «βρεθούν». Ήταν μια απόφαση που είχατε πάρει από την αρχή, ή μια λύση που προέκυψε γράφοντας;
Εξ αρχής η πλοκή στηρίζεται στη σε πρώτη ανάγνωση διαφορετικότητα των ηρώων. Οι ήρωες μου είναι ένοικοι στον ίδιο χώρο, που μοιάζει κάπως με την «Οδό Ονείρων» του Χατζηδάκι (όπως μου επεσήμανε μια φίλη και πρώτη αναγνώστρια των χειρογράφων μου). Ζουν σε μια αστική πολυκατοικία, άνθρωποι διαφορετικοί μεταξύ τους: μια λυρική τραγουδίστρια, ένα ομόφυλο ζευγάρι, μια ευκατάστατη ρακοσυλλέκτρια, ένας νοσταλγός του ολοκληρωτισμού μαζί με τον αντιρρησία γιο του και στα υπόγεια ένας μετανάστης, θυρωρός και κηπουρός.
Θα μπορούσε να δει κάποιος την πολυκατοικία ως αντανάκλαση της κοινωνική πυραμίδας, όμως εγώ αντιμετωπίζω τους ενοίκους της ως κατοίκους μιας άλλης οδού ονείρων, πρωταγωνιστές της ίδιας αβάσταχτης, συχνά, περιπέτειας με πολλή σιωπή, ταραχή, φόβο αλλά και ελπίδα και χαμόγελο, που τους σκεπάζει ένας τρυφερός απέραντα ευγενικός ουρανός που στο βιβλίο μου γίνεται σκιά, η σκιά του κηπουρού που στέργει τους ήρωες.