Με αφορμή το βιβλίο του «Το όραμα των Ελλήνων για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής» (εκδ. Αλεξάνδρεια) συνομιλούμε με τον ιστορικό και συγγραφέα Κωνσταντίνο Διώγο για την αμφίθυμη στάση που έχουμε κρατήσει απέναντι στην Αμερική, από την Επανάσταση του 1821 έως σήμερα.
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
Εμείς και οι ΗΠΑ: μια σχέση στοργής και οργής. Σαν να μην ξέρουμε αν πρέπει να χαιρόμαστε που είμαστε σύμμαχοί τους ή να «αυτομαστιγωνόμαστε» για το ότι έχουμε προσδεθεί στο άρμα τους.
Τείνουμε να πιστεύουμε πως αυτή η αμφίθυμη στάση είναι απότοκη της Μεταπολίτευσης. Κι όμως, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ήδη από την Επανάσταση του 1821 υπήρχαν διαφορετικές απόψεις εντός των Ελλήνων για το αν θα έπρεπε να προστρέξουμε στους Αμερικανούς να μας βοηθήσουν ή όχι.
Το βιβλίο του Κωνσταντίνου Διώγου Το όραμα των Ελλήνων για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (από την Ελληνική Επανάσταση έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, φιλοδοξεί να ξεδιπλώσει όλες τις πτυχές της σχέσης που αποκτήσαμε (ή δεν αποκτήσαμε) με τον υπερατλαντικό μας σύμμαχο.
Θεωρούμε, μάλλον λανθασμένα, πως οι εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις που εκφράζονται εντός της Ελλάδας για τις ΗΠΑ είναι σύγχρονο φαινόμενο. Εντούτοις αμφίθυμη στάση υπήρξε σχεδόν πάντα. Υπάρχει εξήγηση γι’ αυτό;
Πράγματι, η αμφιθυμία υπήρξε δομικό χαρακτηριστικό της στάσης των Ελλήνων απέναντι στις ΗΠΑ και του τρόπου «πρόσληψης» του αμερικανικού τρόπου ζωής, σε όλη τη διάρκεια του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Η υπερατλαντική χώρα συνιστούσε ανέκαθεν, όχι μόνο για τους Έλληνες, αλλά για όλη την Ευρώπη, μια συνεχή ιδεολογική πρόκληση. Εξαρχής ο «Νέος Κόσμος» αντιπροσώπευε το άγνωστο, το διαφορετικό, το ξένο, το βάρβαρο, αλλά συνάμα κι έναν χώρο πραγμάτωσης του ονείρου, της ουτοπίας, τον πόθο μιας ιδανικής κοινωνίας, καλύτερης από εκείνη του Παλαιού Κόσμου. Από την Αμερικανική Επανάσταση και μετά οι ΗΠΑ απέκτησαν τα χαρακτηριστικά ενός οικουμενικού συμβόλου δημοκρατίας και φιλελευθερισμού. Παράλληλα, όμως, το «δημοκρατικό πείραμα» που συντελούνταν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού συνιστούσε απειλή για τα μοναρχικά καθεστώτα και τους οπαδούς τους. Από τα τέλη, μάλιστα, του 19ου αιώνα, οι πρόοδοι των Αμερικανών στους τομείς της βιομηχανίας, της τεχνολογίας, των εφευρέσεων, της μαζικής παραγωγής και των κατασκευών έκαναν τις ΗΠΑ να μοιάζουν με χώρα του μέλλοντος, με επιτομή του μοντέρνου. Γι’ αυτό και αποτελούσαν αντικείμενο θαυμασμού και σημείο αναφοράς στον ελληνικό δημόσιο περί εκσυγχρονισμού λόγο. Από την άλλη, οι καινοτομίες του αμερικανού τρόπου ζωής αντιμετωπίζονταν φοβικά από μια μερίδα της ελληνικής κοινωνίας που ερμήνευε τον εκσυγχρονισμό ως απειλή για τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, ως ένα εξ Εσπερίας «κοστούμι» που δεν ήταν ραμμένο για τα μέτρα των Ελλήνων.
Αυτή η αμφιθυμία, η συνεχής σχέση αγάπης και μίσους, επαίνου και επίκρισης των ΗΠΑ οφείλεται στο γεγονός ότι επάνω στο «σώμα» της Αμερικής προβλήθηκαν οι προσδοκίες, οι ελπίδες, τα οράματα των Ελλήνων για μια καλύτερη κοινωνία αλλά και οι φόβοι, οι ανασφάλειες και οι ανησυχίες τους για το παρόν και το μέλλον της Ελλάδας. Οι προκλήσεις που έθετε το αμερικανικό παράδειγμα αφορούσαν έναν κόσμο που άλλαζε ραγδαία κάτω από την επίδραση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, του καπιταλισμού, της μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης και της μαζικής κουλτούρας. Για τους Έλληνες στο μεταίχμιο των δύο αιώνων (του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου), η θετική ή αρνητική στάση απέναντι στο αμερικανικό πρότυπο αποτελούσε έκφραση μιας αγωνιώδους προσπάθειας να ερμηνεύσουν αυτόν τον κόσμο που άλλαζε ερήμην τους και ραγδαία. Επρόκειτο για την έκφραση ενός προβληματισμού γύρω από την αποδοχή ή απόρριψη ενός νεωτερικού μοντέλου οργάνωσης της δημοκρατίας, της οικονομίας και της κοινωνίας, που φαινόταν να διαλύει τον παραδοσιακό τρόπο ζωής. Αφορούσε εντέλει το ταυτοτικό δίλημμα της τοποθέτησης ανάμεσα στο δίπολο «Ανατολή»/«Δύση», συντήρηση/εκσυγχρονισμός, καθώς, σε τελευταία ανάλυση, ο δημόσιος λόγος για την Αμερική συνιστούσε μια αλληγορία για την Ελλάδα.
Οι προσδοκίες των Ελλήνων από τις ΗΠΑ διαφοροποιήθηκαν στη διάρκεια της Επανάστασης και δεν ήταν ίδιες για όλους τους Έλληνες.
Αν και κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης οι ΗΠΑ διατήρησαν το καθεστώς ουδετερότητας, οι Έλληνες δεν στράφηκαν ποτέ εναντίον τους. Τι προσδοκούσαν;
Οι προσδοκίες των Ελλήνων από τις ΗΠΑ διαφοροποιήθηκαν στη διάρκεια της Επανάστασης και δεν ήταν ίδιες για όλους τους Έλληνες. Τα πρώτα χρόνια, στο πλαίσιο της προσπάθειας διεθνοποίησης του μηνύματος της Ελληνικής Επανάστασης, διάφοροι πολιτικοί φορείς και ηγέτες του Αγώνα επιδίωξαν την έναρξη επίσημων επαφών με την υπερατλαντική χώρα. Κύριος στόχος ήταν η αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας από τους Αμερικανούς και η αναζήτηση κάθε δυνατής βοήθειας, υλικής, οικονομικής ή στρατιωτικής. Η «έκκληση βοήθειας» που απέστειλε στις 25 Μαΐου 1821 ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ως πρόεδρος της Μεσσηνιακής Γερουσίας, στον αμερικανικό λαό έκανε λόγο, μεταξύ άλλων, για συμπλέοντα εμπορικά και οικονομικά συμφέροντα των δύο χωρών και υπονοούσε πως μια ελεύθερη και δημοκρατούμενη Ελλάδα θα αποτελούσε, εν δυνάμει, αξιόπιστο σύμμαχο των ΗΠΑ στη Μεσόγειο.
Διόλου τυχαία δύο φορές μέσα στα επόμενα χρόνια (το 1823 και το 1825) οι Έλληνες συζήτησαν την προοπτική παραχώρησης ενός νησιού (της Μήλου και της Πάρου αντίστοιχα) για τη δημιουργία μιας αμερικανικής εμπορικής ναυτικής βάσης στο Αιγαίο. Και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ως κατεξοχήν υπεύθυνος για την εξωτερική πολιτική, θεωρούσε ότι τη δεδομένη χρονική στιγμή, στην αρχή δηλαδή του Αγώνα, η προσκόλληση σε μια μόνο ευρωπαϊκή δύναμη θα ήταν βλαπτική για τα ελληνικά συμφέροντα. Αντίθετα, η επίκληση μιας εξωευρωπαϊκής δύναμης, όπως οι ΗΠΑ, οι οποίες απείχαν από τις διπλωματικές μηχανορραφίες, φάνταζε πιο ασφαλής επιλογή, γι’ αυτό και έγραφε τον Οκτώβριo του 1821 στους Κουντουριώτηδες: «Επί το παρόν εις μόνην την Αμερικήν να εμπιστευθώμεν και όχι εις τας άλλας ευρωπαϊκάς δυνάμεις». Μάλιστα οι αμερικανικές τράπεζες αποτέλεσαν μια πιθανή πηγή αναζήτησης δανείου για την χρηματοδότηση του Αγώνα.
Το Δόγμα Μονρόε (2 Δεκεμβρίου 1823), που εγκαινίασε την πολιτική απομονωτισμού και μη εμπλοκής των ΗΠΑ στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, και η τήρηση αυστηρής ουδετερότητας απέναντι στους εμπόλεμους Έλληνες και Οθωμανούς κατέστησαν την προοπτική ενεργότερης εμπλοκής των Αμερικανών στο Ελληνικό Ζήτημα μη ρεαλιστική. Ωστόσο, αυτή η εξέλιξη δε σήμανε ούτε τη διακοπή των ελληνο-αμερικανικών επαφών ούτε την καλλιέργεια ουτοπικών προσδοκιών ούτε καν τη φθορά της εικόνας της Αμερικής στα μάτια των Ελλήνων. Οι ελληνο-αμερικανικές επαφές, που συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης, χρησίμευαν στους Έλληνες ως μέσο πίεσης προς τη Βρετανία για να τη δεσμεύσουν ακόμη περισσότερο στην ελληνική υπόθεση, υπό τον φόβο του αμερικανικού παράγοντα.
Από την άλλη ο Αδαμάντιος Κοραής, ο συνεπέστερος εκφραστής του αμερικανικού οράματος στην ελληνική πολιτική σκέψη, βλέποντας μετά τους εμφυλίους του 1824-1825 την Επανάσταση να κινδυνεύει, έχοντας ξεφύγει από τους αρχικούς φιλελεύθερους στόχους της, και να εγκλωβίζεται στον «σφικτό εναγκαλισμό» με τη Βρετανία, πρότεινε ευθέως να καταφύγουν οι Έλληνες στην αμερικανική βοήθεια. Ζήτησε, μάλιστα, από τον προσωπικό του φίλο και βουλευτή Έντουαρντ Έβερετ, να στείλουν οι Αμερικανοί πολεμικά πλοία στις ελληνικές θάλασσες, αν επιθυμούσαν τη διατήρηση της προοπτικής ελεύθερου εμπορίου στο Αιγαίο, καθώς και έναν «από τους φρονιμωτέρους βουλευτάς», ώστε να γίνει «νομοθέτης και ακόμη Δικτάτωρ»‧ ένα πρόσωπο, δηλαδή, με έκτακτες εξουσίες, όπως ο θεσμός του Dictator στην αρχαία Ρώμη διέσωζε την Res Publica σε κρίσιμες περιστάσεις
Φυσικά η κυριότερη προσδοκία των Ελλήνων αφορούσε την τόνωση του κινήματος του αμερικανικού φιλελληνισμού και τη συνέχιση της υπερατλαντικής βοήθειας, που από το 1827 άρχισε να προσανατολίζεται όχι τόσο στην ενίσχυση του στρατιωτικού αγώνα, αλλά στην παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στον πενόμενο και υποσιτισμένο άμαχο πληθυσμό. Ο αμερικανικός φιλελληνισμός είχε λαϊκά χαρακτηριστικά και λειτούργησε ως αντίρροπη δύναμη προς τις αμερικανικές κυβερνητικές επιλογές της ουδετερότητας, τις οποίες προσπάθησε –χωρίς μεγάλη επιτυχία– να επηρεάσει. Από τα χρόνια της Επανάστασης περίσσεψε στους Έλληνες μια αίσθηση πελώριας ευγνωμοσύνης απέναντι στους Αμερικανούς. Έκτοτε το επίθετο «φιλάνθρωποι» ακολουθούσε τους Αμερικανούς σε όλη της διάρκεια του 19ου αι. μέχρι και τον Α΄ Π.Π.
Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα τα μεταφρασμένα στα ελληνικά έργα του Σατωβριάνδου και άλλων ρομαντικών συγγραφέων υπήρξαν ο συνεπέστερος τροφοδότης του φαντασιακού των Ελλήνων με ρομαντικές, ειδυλλιακές και εξιδανικευμένες εικόνες της αμερικανικής φύσης.
Πώς επηρέασε το αισθητικό-λογοτεχνικό ρεύμα του ρομαντισμού στην ιδέα που αποκτήσαμε για την Αμερική;
Η ρομαντική διάσταση της Αμερικής αποτέλεσε συνέπεια της επίδρασης του αισθητικού και ιδεολογικού ρεύματος του ρομαντισμού, που κυριαρχούσε στην Ευρώπη από τον 18ο αιώνα. Ευρωπαίοι και Αμερικανοί συγγραφείς όπως ο Βολταίρος, ο Ρουσσώ, ο Σατωβριάνδος, ο Γκαίτε, ο Μπάυρον, ο Φένιμορ Κούπερ, ο Λονγκφέλλοου κ.ά. είδαν στο αμερικανικό τοπίο την αποθέωση της ανέγγιχτης φύσης που έψαχναν στις ρομαντικές αναζητήσεις τους. Στα κείμενά τους περιέγραφαν την Αμερική ως επίγεια εκδοχή του «Κήπου της Εδέμ», προικισμένη με απαράμιλλη φυσική ομορφιά και αναζωογονητικές ιδιότητες, κατοικούμενη από φιλήσυχους ιθαγενείς, χωρίς ανταγωνισμούς. Το μοτίβο του «ευγενούς αγρίου» είχε εισαχθεί στα ελληνικά γράμματα ήδη από το 1805, όταν ο Κωνσταντίνος Σταμάτης μετέφρασε το Αταλά του Σατωβριάνδου, βιβλίο που γνώρισε έξι διαφορετικές μεταφράσεις μέχρι το 1886 και δεκάδες επανεκδόσεις. Στη ρομαντική φαντασία του Σατωβριάνδου η αμερικανική φύση, βιωμένη με όρους θρησκευτικής έκστασης, προσομοίαζε με την ελληνική σε εκπληκτικό βαθμό και ο βίος των «Ινδιάνων» παραλληλιζόταν με τον παραδοσιακό βίο των ορεσίβιων Ελλήνων, κλεφτών και αρματολών.
Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα τα μεταφρασμένα στα ελληνικά έργα του Σατωβριάνδου και άλλων ρομαντικών συγγραφέων υπήρξαν ο συνεπέστερος τροφοδότης του φαντασιακού των Ελλήνων με ρομαντικές, ειδυλλιακές και εξιδανικευμένες εικόνες της αμερικανικής φύσης και των ιθαγενών κατοίκων της και αποτέλεσαν έμπνευση για νέες, πρωτότυπες δημιουργίες. Πολλοί Έλληνες ρομαντικοί ποιητές (όπως οι Αλέξανδρος Ρ. Ραγκαβής, Αλέξανδρος Σούτσος, Ιωάννης Καρασούτσας, Γεώργιος Σκόκος κ.ά.) ενέταξαν στο έργο τους την εικόνα της Αμερικής ως σύμβολο της Φύσης και της Ελευθερίας, προσαρμόζοντάς το στα προτάγματα του αλυτρωτισμού, της Μεγάλης Ιδέας και του ρομαντικού εθνικισμού. Οι ποιητές αυτοί φαντασιώθηκαν τις ΗΠΑ άλλοτε ως καταφύγιο-άσυλο ελευθερίας για τους απογοητευμένους από την πολιτική πραγματικότητα του ελληνικού βασιλείου και άλλοτε ως νέα υπερδύναμη, δίκαιη και ισχυρή, σύμμαχο και αρωγό στα αλυτρωτικά σχέδια των Ελλήνων. Έτσι, η Αμερική ενσωματώθηκε στην ελληνική ρομαντική ποίηση, εκφράζοντας τις απογοητεύσεις των Ελλήνων για τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων στο Ανατολικό Ζήτημα.
Έλληνες μετανάστες στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αιώνα. |
Αν και η μαζική μετανάστευση στις ΗΠΑ, πλέον, αποτιμάται με διαφορετικό τρόπο, στην αρχή του φαινομένου αποτέλεσε θετικό παράγοντα εξέλιξης. Τι ήταν αυτό που άλλαξε τη στάση των αρνητών;
Η περίοδος της μαζικής μετανάστευσης στις ΗΠΑ παρήγαγε έναν τεράστιο όγκο νέων εικόνων, μοτίβων και στερεοτύπων για την Αμερική. Κι εδώ έχουμε να κάνουμε εξαρχής με έναν λόγο αμφιθυμίας, δεν υπήρξε κάποια αλλαγή στάσης. Εικόνες θετικές και αρνητικές κυκλοφορούσαν ταυτόχρονα και εξαρτιόνταν από τη στάση των φορέων τους απέναντι στο ζήτημα της μετανάστευσης. Η υπερατλαντική μετανάστευση δεν ήταν μόνο ένα κοινωνικό φαινόμενο. Ήταν και μια μεγάλη «επιχείρηση», από την οποία πολλές κοινωνικές ομάδες πλούτιζαν οικονομικά. Πλοιοκτήτες, ναυτιλιακοί πράκτορες, βουλευτές-μέτοχοι ναυτιλιακών εταιρειών, τοπικοί παράγοντες σε πόλεις-λιμάνια που καρπώνονταν τεράστια κέρδη από τη μεταναστευτική κίνηση, εκδότες που βάσιζαν την κυκλοφορία των φύλλων τους στους μετανάστες, μετανάστες που είχαν συμφέρον να προσκαλέσουν κι άλλα μέλη του συγγενικού τους δικτύου στις ΗΠΑ, ήταν μερικές μόνο από τις κοινωνικές ομάδες που στήριζαν την οικονομική ευημερία τους στη συνέχιση και επέκταση του μεταναστευτικού ρεύματος. Όλοι αυτοί οι «επαγγελματίες της μετανάστευσης» καλλιεργούσαν συστηματικά το «αμερικανικό όνειρο», την προοπτική δηλαδή εύκολου και γρήγορου πλουτισμού στις ΗΠΑ. Έτσι μεταβλήθηκαν σε «σπόνσορες του αμερικανικού ονείρου» και «ευαγγελιστές της ελπίδας». Επιδόθηκαν στη συστηματική προώθηση και αναπαραγωγή θετικών εικόνων για τις ΗΠΑ, προέβαλλαν τις θετικές επιπτώσεις της υπερατλαντικής μετανάστευσης στην ελληνική οικονομία και κοινωνία και τόνιζαν τις ιστορίες επιτυχίας των Ελλήνων μεταναστών.
Από την άλλη, υπήρχαν και οι πολέμιοι της υπερατλαντικής μετανάστευσης, οι οποίοι χαρακτήριζαν το φαινόμενο «πληγή», «νόσος», «γάγγραινα», «πανούκλα», «αφαίμαξις», «επιδημία». Διανοούμενοι, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, τοπικοί παράγοντες, δανειστές-τοκογλύφοι, ενοικιαστές γης κ.ά. συστρατεύθηκαν σε μια «αντιμεταναστευτική εκστρατεία» με στόχο τον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών, είτε γιατί θίγονταν τα προσωπικά τους συμφέροντα είτε γιατί διέβλεπαν στη μετανάστευση εθνικούς κινδύνους. Μιλούσαν για πληθυσμιακή απονέκρωση της επαρχίας, διάλυση της αγροτικής οικονομίας, απώλεια εργατικού δυναμικού και στρατιωτική αποδυνάμωση της Ελλάδας. Ωστόσο, η προβολή των εθνικών κινδύνων δεν αρκούσε για να αποθαρρυνθεί ο υποψήφιος μετανάστης. Έτσι, οι πολέμιοι της μετανάστευσης στράφηκαν συνειδητά στην αποδόμηση του αμερικανικού ονείρου και στην απαξίωση της εικόνας των ΗΠΑ ως «γη της επαγγελίας». Αυτή η αντιμεταναστευτική–αντιαμερικανική προπαγάνδα προέβαλε τις πλέον ζοφερές στιγμές της μεταναστευτικής εμπειρίας, σκιαγραφούσε τις αμερικανικές πόλεις ως χώρους αστικής δυστοπίας και αύξησε τις πιέσεις προς τις ελληνικές κυβερνήσεις για τη λήψη μέτρων ώστε αφενός να αναχαιτιστούν οι μεταναστευτικές ροές και αφετέρου να μη χαθεί το «εθνικό κεφάλαιο» του ελληνισμού της Αμερικής.
Ο Κωνσταντίνος Διώγος είναι ιστορικός, διδάκτωρ Νεότερης Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1978, σπούδασε Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (1997-2001) και συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία στο ΑΠΘ, από όπου και έλαβε τον διδακτορικό τίτλο το 2019. Την περίοδο 2004-2007 εργάστηκε ως ερευνητής σε διάφορα προγράμματα του Κέντρου Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΙΤ) του Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα (ΙΜΜΑ) στη Θεσσαλονίκη. Την περίοδο 2010- 2013 διετέλεσε επιστημονικός συνεργάτης του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα. |
Το «γυναικείο ζήτημα» τέθηκε επί τάπητος στη χώρα μας και εξαιτίας της θέσης που είχε αποκτήσει η μέση Αμερικανίδα στην οικογένεια και την κοινωνία. Βοήθησε ουσιαστικά τις Ελληνίδες να αποκτήσουν με τη σειρά τους κάποια δικαιώματα;
Βοήθησε στο βαθμό που προσέφερε ρεαλιστικά παραδείγματα και πειστικά επιχειρήματα για τον θετικό ρόλο που μπορούσαν να έχουν οι χειραφετημένες γυναίκες, στο πλαίσιο μιας προοδευμένης δυτικής κοινωνίας, όπως αυτή των ΗΠΑ. Οι κατακτήσεις των γυναικών στην Αμερική, οι οποίες είχαν σπάσει τα δεσμά του οικιακού χώρου και διεκδικούσαν ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση, την αγορά εργασίας και την πολιτική, καθιστούσαν την «Αμερικανίδα» ως το απόλυτο πρότυπο χειραφετημένης γυναίκας. Οι εκπρόσωποι του πρώιμου γυναικείου κινήματος στην Ελλάδα ήταν φυσικό να στρέψουν το βλέμμα τους στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Τρεις Ελληνίδες, η Καλλιόπη Κεχαγιά, η Καλλιρόη Παρρέν και η Σεβαστή Καλλισπέρη ταξίδεψαν οι ίδιες στις ΗΠΑ, μελέτησαν από κοντά τη θέση της γυναίκας στην αμερικανική κοινωνία και στη συνέχεια μετέφεραν τις εμπειρίες τους στο ελληνικό κοινό.
Αξίζει λίγο να σταθούμε στην παιδαγωγό Καλλιόπη Κεχαγιά η οποία το 1888 περιηγήθηκε τις ΗΠΑ για οκτώ μήνες. Το ταξίδι αυτό συνέβαλε καταλυτικά στη ριζοσπαστικοποίηση της αντίληψης της Κεχαγιά για τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας. Στις ΗΠΑ η Κεχαγιά γνώρισε μια άλλη εκδοχή της γυναικείας κοινωνικής προσφοράς, πολύ διαφορετική από αυτήν της Ελλάδα. Στην Ελλάδα η έννοια της γυναικείας φιλανθρωπίας ήταν προέκταση της «στοργικής και θεοσεβούς φύσης» της γυναίκας, χωρίς να αμφισβητεί τα παραδοσιακά στερεότυπα της γυναίκας. Στην Αμερική, όμως, η Κεχαγιά συνάντησε την «αριστοκρατία» της γυναικείας φιλανθρωπίας‧ γυναίκες της ανώτερης αστικής τάξης, οι οποίες ήταν διευθύντριες σε σχολεία, νοσοκομεία, φυλακές, βιβλιοθήκες, κολλέγια. Οι γυναίκες αυτές διαχειρίζονταν ιδρύματα-επιχειρήσεις με αυστηρή ιεραρχία, τεράστιους προϋπολογισμούς, εκατοντάδες εργαζόμενους, που εξασφάλιζαν φήμη και κοινωνική προβολή στις διευθύνουσες. Το φιλανθρωπικό τους έργο ήταν ο προθάλαμος και το εκκολαπτήριο της κοινωνικής και πολιτικής τους απελευθέρωσης, αφού μέσα από αυτές τις θέσεις οι γυναίκες εξέφραζαν τις απόψεις τους πάνω σε κρίσιμα ζητήματα της αμερικανικής κοινωνίας όπως την απελευθέρωση των Αφροαμερικανών, την αφομοίωση των μεταναστών, τη βελτίωση της θέσης της εργατικής τάξης, τον περιορισμό της φτώχειας, την καταπολέμηση του αλκοολισμού, την ηθική διαπαιδαγώγηση της νεολαίας. Η Κεχαγιά προσπάθησε να μεταφέρει στην Ελλάδα αυτό το μοντέλο γυναικείας φιλανθρωπίας, ως μέσο χειραφέτησης της Ελληνίδας.
Στα πρώτα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εθνικού Διχασμού ο αμερικανικός παράγοντας δεν είχε απασχολήσει ιδιαίτερα τον Βενιζέλο.
Ποια ήταν η στάση του Βενιζέλου απέναντι στις ΗΠΑ; Φαίνεται πως περνάει διάφορες φάσεις η «εμπλοκή» του με τον αμερικανικό παράγοντα.
Στα πρώτα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εθνικού Διχασμού ο αμερικανικός παράγοντας δεν είχε απασχολήσει ιδιαίτερα τον Βενιζέλο. Όσο οι ΗΠΑ παρέμεναν ουδέτερες, αποτελούσαν σημείο αναφοράς για την παράταξη των βασιλικών και τους οπαδούς της ουδετερότητας. Η κατάσταση άλλαξε άρδην με τη δημιουργία της κυβέρνησης Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη (Σεπτέμβριος 1916) και με την προσπάθεια του Βενιζέλου να παρατάξει αξιόμαχες δυνάμεις στο Μακεδονικό Μέτωπο. Το φθινόπωρο του 1916 οι ΗΠΑ, αν και ουδέτερες ακόμη, αποτελούσαν έναν παράγοντα που ο Βενιζέλος έπρεπε να λάβει υπόψη του για δύο λόγους. Πρώτον, μια πιθανή αναγνώριση της προσωρινής κυβέρνησης από την αμερικανική θα αποτελούσε σημαντική διπλωματική επιτυχία. Δεύτερον, η παρουσία χιλιάδων Ελλήνων μεταναστών καθιστούσε τις ΗΠΑ πιθανή δεξαμενή στρατολόγησης εθελοντών για τον στρατό της Εθνικής Άμυνας. Για την επίτευξη αυτών των στόχων στάλθηκε τον Νοέμβριο του 1916 στις ΗΠΑ αποστολή με επικεφαλής τους Γεώργιο Καφαντάρη και Παναγιώτη Αραβαντινό, χωρίς ωστόσο να επιτύχει κανέναν από τους παραπάνω στόχους.
Μετά την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο (Απρίλιος 1917), οι Αμερικανοί δεν ήταν πια ουδέτεροι, αλλά σύμμαχοι, κι αυτό δημιούργησε νέες προοπτικές. Ωστόσο, όσο ελπιδοφόρα για τη νίκη των Συμμάχων ήταν η συμμετοχή των ΗΠΑ, άλλα τόσα προβλήματα προκάλεσε στον Βενιζέλο. Κι αυτό γιατί οι Αμερικανοί εισέρχονταν στον πόλεμο με μια πολιτική ατζέντα εκ διαμέτρου διαφορετική από εκείνη της Βρετανίας και της Γαλλίας και σε κάποια σημεία διόλου φιλική προς τις ελληνικές επιδιώξεις. Ως βασικοί, πλέον, δανειοδότες της Αντάντ, απαιτούσαν τον εξορθολογισμό των εξόδων, αρνούνταν την ενίσχυση του Μακεδονικού Μετώπου και απέρριπταν την προοπτική να στείλουν έστω κι έναν Αμερικανό στρατιώτη εκεί. Αυτό προβλημάτιζε τον Βενιζέλο, ο οποίος, από τον Ιούνιο του 1917, μετά την έξωση του βασιλιά, βρισκόταν και πάλι στην εξουσία όλης της χώρας με τη βοήθεια των Αγγλογάλλων, προσπαθώντας να εξασφαλίσει συμμαχικό δάνειο, προϋπόθεση απαραίτητη για τη χρηματοδότηση του ελληνικού στρατού στο Μακεδονικό Μέτωπο. Το πιο ανησυχητικό, όμως, ήταν ότι οι Αμερικανοί, ενώ είχαν κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία, δεν έκαναν το ίδιο με τη Βουλγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα μπορούσαν ακόμη και να συνάψουν ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης μαζί τους, αν απόσπονταν από τη γερμανική επιρροή.
Ακόμη και μετά το τέλος του πολέμου, ο αμερικανικός παράγοντας χαρακτηριζόταν από την ελληνική διπλωματία ως εξαιρετικά αστάθμητος. Ο γενικόλογος χαρακτήρας των «14 Σημείων» του Ουίλσον δημιουργούσε ασάφειες ως προς τον τρόπο εφαρμογής τους στην περιοχή της Θράκης και της Μικράς Ασίας. Καθώς ο Βενιζέλος έχαιρε της εμπιστοσύνης Βρετανών και Γάλλων, καθίστατο αναγκαίο να βρεθεί τρόπος να γοητεύσει και τους Αμερικανούς, γιατί ο λόγος τους θα μετρούσε στη διαμόρφωση του μεταπολεμικού κόσμου. Γι’ αυτό, ενορχηστρώθηκε μια εκστρατεία προπαγάνδας στις ΗΠΑ, μέσα από σειρά διπλωματικών αποστολών, ώστε να προβληθούν οι ελληνικές θέσεις και διεκδικήσεις ως συμβατές με τις διακηρύξεις του Ουίλσον. Ο Βενιζέλος συναντήθηκε και προσωπικά με τον αμερικανό πρόεδρο στη Γαλλία και προσπάθησε να καλλιεργήσει την αντίληψη που επί χρόνια καλλιεργούσε και στους Αγγλογάλλους: ότι η Ελλάδα ήταν μια σύγχρονη, δυτικόστροφη χώρα, νομοταγής, παράγοντας «εκπολιτισμού της Ανατολής», αξιόπιστη για τα δυτικά συμφέροντα, ικανή να λειτουργήσει ως δύναμη ασφαλείας και προόδου στην Ανατολική Μεσόγειο. Παράλληλα στο εσωτερικό της χώρας ενορχηστρώθηκε μια άνευ προηγουμένου «επίθεση φιλίας» προς κάθε τι αμερικανικό, που αυξανόταν όλο και περισσότερο όσο πλησίαζε το Συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι (1919). Ωστόσο, ο Βενιζέλος δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει την υποστήριξή των Αμερικανών για το σύνολο των ελληνικών διεκδικήσεων. Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς ποια θα ήταν η εξέλιξη των πραγμάτων αν οι Αμερικανοί δεν αποσύρονταν τελικά από τα ευρωπαϊκά πράγματα, μετά το Νοέμβριο του 1920. Η απουσία των Αμερικανών από τα τεκταινόμενα στην Εγγύς Ανατολή ίσως στέρησε, τελικά, από την περιοχή έναν σημαντικό παράγοντα ειρήνης, σταθερότητας και ασφάλειας, εις βάρος της Ελλάδας.
Η παροχή βοήθειας των Αμερικανών προς τους Έλληνες ξεκίνησε στα χρόνια της Επανάστασης. Τα αμερικανικά φιλελληνικά κομιτάτα οργάνωσαν εράνους για τη συλλογή χρημάτων στις μεγαλύτερες πόλεις των ΗΠΑ και πραγματοποίησαν πολλές αποστολές υλικού στην Ελλάδα.
Η έννοια της φιλανθρωπίας αποτέλεσε μια ήπια μορφή «εισόδου» της Αμερικής στα ελληνικά πράγματα. Βοήθησαν ουσιαστικά οι οικονομικές «ενέσεις» από την άλλη άκρη του Ατλαντικού;
Η φιλανθρωπία και η παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας από μια χώρα σε μια άλλη λειτουργεί πάντοτε σε δύο επίπεδα. Αφενός ανακουφίζει τον ανθρώπινο πόνο και βοηθά στην κάλυψη επειγουσών αναγκών και αφετέρου συσφίγγει τις σχέσεις των λαών, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την καλλιέργεια αυτού που ονομάζουμε «διπλωματία της φιλανθρωπίας».
Η παροχή βοήθειας των Αμερικανών προς τους Έλληνες ξεκίνησε στα χρόνια της Επανάστασης. Τα αμερικανικά φιλελληνικά κομιτάτα οργάνωσαν εράνους για τη συλλογή χρημάτων στις μεγαλύτερες πόλεις των ΗΠΑ και πραγματοποίησαν πολλές αποστολές υλικού στην Ελλάδα. Η βοήθεια επαναλήφθηκε και στα χρόνια της μεγάλης Κρητικής Επανάστασης (1866-1869) με πρωταγωνιστή τον γνωστό φιλέλληνα γιατρό Σάμουελ Χάου. Μάλιστα συστάθηκε και μια «Αμερικανοελληνική Επιτροπή» με στόχο την επίτευξη «στενότερων σχέσεων και ισχυροτέρας συμπαθείας μεταξύ των δύο εθνών». Μεγαλύτερη ήταν η ανθρωπιστική προσφορά προς την Ελλάδα μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την περίοδο 1918-1920, από τον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό (ΑΕΣ) και την Αμερικανική YMCA (ΧΑΝ)‧ δύο οργανισμούς που, αν και μη κυβερνητικοί, ήταν απόλυτα συμβατοί με τους στόχους της κυβέρνησης Γούντροου Γουίλσον για την προαγωγή της «διπλωματίας της φιλανθρωπίας» και την προώθηση πολιτικών «ήπιου πολιτισμικού εξαμερικανισμού», σε περιοχές στις οποίες οι Αμερικανοί δεν διέθεταν ακόμη ισχυρά πολιτικά ερείσματα.
Η δράση του ΑΕΣ (Νοέμβριος 1918 μέχρι Ιούνιο 1919) επικεντρώθηκε στην περιοχή της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας που είχε καταληφθεί από τους Βούλγαρους στη διάρκεια του πολέμου, αλλά και σε νησιά του Αιγαίου, την Ήπειρο, την Πελοπόννησο και την Αττική.
Ο Αμερικανοί προσέφεραν τρόφιμα, ρουχισμό και ιατρική περίθαλψη σε περίπου 200.000 ανθρώπους, χωρίς να κάνουν διαχωρισμό ανάμεσα σε χριστιανούς, μουσουλμάνους και εβραίους. Παράλληλα ο ΑΕΣ λειτούργησε ως συμβουλευτικό-τεχνικό σώμα, προτείνοντας σχέδια για την παραγωγική και αγροτική ανασυγκρότηση της χώρας, τον εκσυγχρονισμό των υγειονομικών υπηρεσιών και της κοινωνικής πρόνοιας, πάντοτε κατά τα αμερικανικά πρότυπα και με στόχο την ενίσχυση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και την εισαγωγή αμερικανικών προϊόντων και κεφαλαίων στη χώρα.
Ακόμη μεγαλύτερη ήταν η προσφορά της Αμερικανικής YMCA, αρχικά στους στρατιώτες και αργότερα, με την ίδρυση των ΧΑΝ Θεσσαλονίκης και Αθηνών, στους πολίτες. Με τις ευλογίες του Βενιζέλου, ο οποίος ευνοούσε την παρουσία των Αμερικανών στην Ελλάδα για λόγους διπλωματικούς, η Αμερικανική YMCA ίδρυσε δεκάδες «Σπίτια του Στρατιώτη» σε όλα τα μέρη όπου βρισκόταν ο ελληνικός στρατός. Αυτά ήταν κέντρα παροχής υπηρεσιών ψυχαγωγίας, εκπαίδευσης και αθλητισμού και εστίες ξεκούρασης και ανακούφισης από την τραυματική εμπειρία του πολέμου. Παράλληλα αποτέλεσαν μέσο προβολής του αμερικανικού τρόπου ζωής στην Ελλάδα. Στα στολισμένα από αμερικανικές σημαίες «Σπίτια» παραδίδονταν μαθήματα επιστημονικής γεωργίας και χημείας, πρακτικών μαθηματικών, επιχειρηματικότητας, διαχείρισης οικονομικών και λογιστικής, προβάλλονταν εκπαιδευτικά φιλμ της Εταιρείας Ford για τη χρήση αγροτικών μηχανημάτων καθώς και διαφημίσεις της αμερικανικής εταιρείας πετρελαίων Standard Oil. Οι υπεύθυνοι της YMCA δεν αρνούνταν ότι στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού της χώρας οι Έλληνες «δύνανται να μάθωσιν πολλά πράγματα από την Αμερικήν».
Όλες αυτές οι φιλανθρωπικές δράσεις υπέβαλλαν την ιδέα της πολιτικής, τεχνολογικής και οικονομικής ανωτερότητας των ΗΠΑ, οι οποίες μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πρότυπο ανάπλασης της ελληνικής κοινωνίας. Ο ειλικρινής χαρακτήρας της παρεχόμενης ανθρωπιστικής βοήθειας από πλευράς Αμερικανών δεν αναιρούσε την προσπάθεια «εξαμερικανισμού» της κοινωνίας και «ήπιας εισόδου» στην Ελλάδα, ούτε και το αντίστροφο. Ήταν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, στο πλαίσιο πάντοτε της «διπλωματίας της φιλανθρωπίας».
Δεν θεωρώ τις όποιες εκδηλώσεις αντιαμερικανισμού στον 19ο αιώνα ως προάγγελο του μετέπειτα αντιαμερικανισμού.
Συνολικά θα λέγαμε πως οι ΗΠΑ θεοποιήθηκαν, αλλά και κατηγορήθηκαν από τις εδώ πολιτικές δυνάμεις. Μπορούμε να πούμε πως αυτό αποτέλεσε τον προάγγελο για τις μετέπειτα ιδεολογικές συγκρούσεις (τηρουμένων των διαφορετικών ιστορικών συγκυριών, φυσικά) που σημειώθηκαν στα μέσα του 20ου αιώνα και φτάνουν έως τις μέρες μας;
Ως ιστορικός επιδιώκω να ερμηνεύω τα γεγονότα στη συγχρονία και ιστορική συγκυρία τους και αποφεύγω να προβαίνω σε εύκολες αναλογίες μεταξύ διαφορετικών χρονικών περιόδων. Ο αντιαμερικανισμός που εμφανίστηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε συστημικά και πολιτικά χαρακτηριστικά και αφορούσε την αντίδραση μιας μερίδας της κοινωνίας στην προσπάθεια των ΗΠΑ για παγκόσμια κυριαρχία και άσκηση παρεμβατικής πολιτικής, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου και της σύγκρουσης καπιταλισμού-κομμουνισμού. Επομένως, δεν θεωρώ τις όποιες εκδηλώσεις αντιαμερικανισμού στον 19ο αιώνα ως προάγγελο του μετέπειτα αντιαμερικανισμού. Τον 19ο αι. οι ΗΠΑ δε συνιστούσαν πολιτικό φόβο, αλλά ιδεολογικό, μέσω της αναγωγής τους σε σύμβολο των μοντέρνων καιρών. Άλλωστε, όπως αναφέρω και στο βιβλίο, επρόκειτο για έναν έμμεσο αντιαμερικανισμό, κεκαλυμμένο πίσω από άλλες προσπάθειες και στοχεύσεις.
Η πρώτη εκδήλωση ενός ιδιότυπου, πρώιμου «αντιαμερικανισμού» εμφανίστηκε στο πλαίσιο του αντιπροτεσταντισμού. Αφορούσε την αντίδραση ενός πυρήνα συντηρητικών, φιλορθόδοξων Ελλήνων, ο οποίος πρωταγωνίστησε στις διώξεις εναντίον των αμερικανών ιεραποστόλων που δρούσαν στην Ελλάδα, σκιαγραφώντας τις ΗΠΑ ως χώρα της θρησκευτικής βαρβαρότητας και ανηθικότητας.
Η δεύτερη περίπτωση αντιαμερικανικού λόγου σχετιζόταν με το ταυτοτικό δίλημμα εκσυγχρονισμός-συντήρηση, αν δηλαδή ανήκουμε ως χώρα στη Δύση ή την Ανατολή. Εκφράστηκε κυρίως μετά την πτώχευση του 1893, στο πλαίσιο ενός αναδυόμενου αντιδυτικισμού, ο οποίος αμφισβήτησε την έννοια του εκσυγχρονισμού. Αυτό έκανε πολλούς Έλληνες να εκφράζουν αμφιβολία, επιφυλακτικότητα, φόβο και εχθρότητα για τον αμερικανικό νεωτερικό τρόπο ζωής, τον οποίο ερμήνευαν ως απειλή για τον παραδοσιακό ελληνικό βίο. Η τρίτη περίπτωση εμφανίστηκε στα χρόνια της μαζικής υπερατλαντικής μετανάστευσης (1890-1924) στο πλαίσιο μιας αντιμεταναστευτικής εκστρατείας. Στο επίκεντρο είχε την αμφισβήτηση του «αμερικανικού ονείρου» και την αποδόμηση των ΗΠΑ ως «γη της επαγγελίας», σε μια προσπάθεια να αναχαιτιστεί η μετανάστευση, η οποία αντιμετωπίστηκε ως εθνική πληγή και αφαίμαξη. Όπως βλέπετε, και στις τρεις περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με έναν έμμεσο αντιαμερικανισμό.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.