Με αφορμή το πρώτο του μυθιστόρημα «Νικήτρια σκόνη» (εκδ. Ψυχογιός) που κυκλοφόρησε πρόσφατα, συνομιλούμε με τον μεταφραστή και συγγραφέα Κώστα Καλτσά για τα Δεκεμβριανά, το πρόσφατο Δημοψήφισμα, αλλά και τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας. Κεντρική εικόνα: © Μαρίνα Δογάνου.
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
Η σκόνη του χρόνου νικάει τα πάντα και τους πάντες: νικητές και ηττημένοι έχουν την ίδια ακριβώς μοίρα. Αυτή είναι η αίσθηση που αποκομίζεις διαβάζοντας το πρώτο μυθιστόρημα του γνωστού μεταφραστή Κώστα Καλτσά, Νικήτρια σκόνη (εκδ. Ψυχογιός).
Τι μπορεί να συνδέει τα Δεκεμβριανά με το πρόσφατο Δημοψήφισμα; Τι είναι αυτό που χωρίζει και ενώνει τους Έλληνες; Η ανασύνθεση του παρελθόντος, στο βιβλίο γίνεται από τον κεντρικό ήρωα, Ανδρέα Ξενίδη, που ψάχνει τα ίχνη των περασμένων γενεών, αλλά μήπως αυτό δεν κάνει συνεχώς κάθε κοινωνία; Ψάχνουμε κάτω από στοιβάδες γεγονότων και προσώπων κάποιο νόημα για τα περασμένα. Είτε τα έχουμε ζήσει είτε όχι.
Έγραψες το μυθιστόρημα στο αγγλικά και στη συνέχεια μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Γιώργο Μαραγκό. Ως διαδικασία είναι ασυνήθιστη. Εσένα πώς σου φάνηκε καθώς το έγραφες; Σου έλειπαν οι ελληνικές λέξεις ή σε βοήθησε η ξένη γλώσσα να πάρεις μιαν απόσταση;
Μεγάλωσα σε ένα ουσιαστικά δίγλωσσο περιβάλλον και, έχοντας περάσει σχεδόν δύο δεκαετίες της ζωής μου στην Αγγλία, για μεγάλες περιόδους έγραφα σχεδόν αποκλειστικά στα αγγλικά. Οπότε δεν μπορώ να πω ότι μου «έλειψαν» τα ελληνικά, ούτε και ότι τα αγγλικά οδήγησαν αυτομάτως στην διατήρηση κάποιας μεγαλύτερης απόστασης. Θεωρώ πάντως ότι το γεγονός πως η βιβλιογραφία στην οποία προσέτρεχα (ιδίως για τα Δεκεμβριανά) ήταν και στις δύο γλώσσες αποδείχθηκε καίριας σημασίας για τα διαφορετικά ύφη και τρόπους αφήγησης που υιοθετεί το μυθιστόρημα.
Το βιβλίο σου κινείται ανάμεσα σε δύο ιστορικές περιόδους που έχουν χρωματιστεί, για διαφορετικούς λόγους, με μελανά χρώματα και που έχουν διχάσει τους Έλληνες: τα Δεκεμβριανά και την περίοδο του πρόσφατου δημοψηφίσματος. Γιατί επέλεξες αυτές τις δύο ιστορικές στιγμές;
Δεν επέλεξα εγώ τις στιγμές, και αυτό ήταν και το έναυσμα για να γράψω το μυθιστόρημα. Το δημοψήφισμα δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε κι η τελευταία στιγμή εθνικού διχασμού στην νεότερη ελληνική ιστορία, ήταν όμως μια στιγμή κατά την οποία η πολιτική αντιπαράθεση για το μέλλον της χώρας έμοιαζε σε κυριολεκτικά τρομακτικό βαθμό να γίνεται με εξαιρετικά βίαιους όρους που παρέπεμπαν απευθείας στην Κατοχή και τον Εμφύλιο και μάλιστα –και αυτό ήταν ταυτόχρονα το πιο τρομακτικό και το πιο ενδιαφέρον– από ανθρώπους που ως επί το πλείστον δεν είχαν οι ίδιοι εμπειρία αυτών των γεγονότων, ούτε καν της πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου. Οπότε δεν ήταν τόσο πως ήθελα να προβώ σε έναν ιστορικό παραλληλισμό, όσο να ανιχνεύσω τους λόγους που ένας τέτοιος παραλληλισμός γινόταν ήδη, και τους κινδύνους που συνεπαγόταν.
Λέει ένας από τους ήρωές σου: «Τα παιδιά δεν κρατάνε από καμία ιστορία. Ούτε κι εμείς. Και εμάς μας τη δώσαν. Μας πέταξαν μέσα. Είδα καλό που μας έκανε». Μήπως «καταναλώνουμε περισσότερη ιστορία από όση μπορούμε να αντέξουμε» στην Ελλάδα; Κουβαλάμε ένα φορτίο που ούτε το ζητήσαμε και ούτε μπορούμε να το σηκώσουμε;
Ίσως; Στα πρώτα στάδια συγγραφής του μυθιστορήματος σκεφτόμουν συχνά το γνωστό κλισέ της άγνοιας της ιστορίας που οδηγεί στην επανάληψή της, και αναρωτιόμουν: Kι αν τελικά ισχύει το αντίθετο; Για ποια ιστορία μιλάμε; Είναι ίδια για όλους; Σε μια παρουσίαση της Ανοχύρωτης Πόλης του Τέτζου Κόουλ (Εκδόσεις Πλήθος) τον Αύγουστο του ’22, σχολίασα πως η απλή «γνώση» της ιστορίας είναι έτσι κι αλλιώς προβληματική έννοια: Ένας λαός μπορεί να μοιράζεται μια κοινή επίσημη ιστορία, η εμπειρία αυτής της ιστορίας όμως δεν είναι ποτέ κοινή. Η καταπληκτική απάντησή του ήταν: «Και μόνο που λέμε "η ιστορία μας", βάζουμε λόγια στο στόμα του μάρτυρα». Στα δικά μας, δεν χρειάζεται να εξηγήσω γιατί, έστω εντελώς χοντρικά και σχηματικά, η εμπειρία των ετών 1936-1974 δεν ήταν κοινή για την Αριστερά και τη Δεξιά. Οπότε και το βάρος αυτής της ιστορίας θα πέσει διαφορετικά σε διαφορετικούς ώμους, ασχέτως αν είναι ένα φορτίο που θέλουμε ή όχι να κουβαλάμε.
Άλλωστε, τι μπορεί να επιτύχει η προσωπική επιλογή να απορρίψεις αυτή την ιστορία, όταν έχει διαμορφώσει τόσο απόλυτα όλα όσα σε περιβάλλουν; Υπάρχει μια σχολή ιστορικού μυθιστορήματος που αντιμετωπίζει το ιστορικό τραύμα με ποπ-ψυχαναλυτικούς όρους, και μοιάζει να ισχυρίζεται πως η ιστορία δεν επιδέχεται ερμηνείας και επαναδιαπραγμάτευσης – αντιθέτως μας είναι είτε γνωστή (πράγμα καλό), είτε άγνωστη (πράγμα κακό). Υπάρχει δηλαδή ένα και μοναδικό παρελθόν που μπορεί να γίνει απολύτως γνωστό και κατανοητό, και στο οποίο οφείλουμε κάποιο είδος αφοσίωσης. Τα ιστορικά τραύματα επομένως, έχουν τη δύναμη να μας καθορίζουν μόνο όσο παραμένουν καλά κρυμμένα μυστικά, ώσπου η αποκάλυψή τους να οδηγήσει αυτόματα και σε κάποιου είδους κάθαρση. Έπειτα μπορούμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας απαλλαγμένοι από το βάρος τους, γιατί γνωρίζουμε ακριβώς τι έγινε. Εννοείται πως τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει. Η αναμέτρηση με το παρελθόν δεν τελειώνει ποτέ, και σίγουρα όχι με τέτοιους απλουστευτικούς όρους. Το μυθιστόρημα το έγραψα εν μέρει για να ρωτήσω: Και μετά τη γνώση της ιστορίας, τι;
Το βιβλίο δεν είναι μεν αυτοβιογραφικό, αλλά δεν μπορεί παρά να είναι έντονα προσωπικό, τόσο γιατί γράφτηκε για να επιχειρήσω να εξετάσω κάποια ερωτήματα που με απασχολούσαν και σε προσωπικό επίπεδο.
Ο Ανδρέας Ξενίδης που αναζητεί το παρελθόν της οικογένειας είναι αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον. Στην ίδια πόλη έκανες το διδακτορικό σου στη δημιουργική γραφή. Να υποθέσω ότι υπάρχει ένα αυτοβιογραφικό στοιχείο εδώ; Γενικότερα, πόσο από τον εαυτό σου έχεις βάλει μέσα σε αυτό το μυθιστόρημα;
Εκ των υστέρων, έπρεπε να έχω επιλέξει άλλη πόλη. Απλώς συνηθίζω να τοποθετώ τους χαρακτήρες μου σε μέρη που μου είναι γνώριμα, ώστε ακόμα και όταν δεν τα περιγράφω να έχω μια ισχυρή αίσθηση της πραγματικότητάς τους. Κατά τα άλλα, όχι, το βιβλίο δεν είναι αυτοβιογραφικό, και ο Αντρέας δεν είναι κάποιου είδους άλτερ έγκο, δεν έχουμε καν πολλά κοινά πέρα από κάποιες από τις λογοτεχνικές και μουσικές μας προτιμήσεις, που και πάλι του τις δάνεισα γιατί εξυπηρετούσαν τις θεματικές του μυθιστορήματος.
Το πόσο από τον εαυτό μου έχω βάλει μέσα είναι βέβαια άλλο ζήτημα. Το βιβλίο δεν είναι μεν αυτοβιογραφικό, αλλά δεν μπορεί παρά να είναι έντονα προσωπικό, τόσο γιατί γράφτηκε για να επιχειρήσω να εξετάσω κάποια ερωτήματα που με απασχολούσαν και σε προσωπικό επίπεδο, όσο και γιατί όπως οι περισσότεροι νομίζω συγγραφείς, δανείστηκα (βλ. έκλεψα) πάρα πολλά στοιχεία από το περιβάλλον μου: όχι μόνο γνώριμα μέρη, όπως ανέφερα, αλλά και ιστορίες, και στοιχεία του χαρακτήρα και της εμφάνισης συγγενών, φίλων, γνωστών κλπ.
Ο Κώστας Καλτσάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Πτυχιούχος βιολόγος, εργάστηκε σε βιβλιοπωλείο πριν ολοκληρώσει το διδακτορικό του στη δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον ως υπότροφος του Arts and Humanities Research Council UK, με τη ΝΙΚΗΤΡΙΑ ΣΚΟΝΗ ως μέρος της διατριβής του. Έχει μεταφράσει έργα των Τζόναθαν Λέθεμ, Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας κ.ά. Έχει εκδώσει μία νουβέλα (Postlude, Pilotless Press, Αθήνα 2014). Η Νικήτρια σκόνη είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. |
Είσαι της άποψης ότι η λογοτεχνία χρειάζεται να πάρει απόσταση από τα γεγονότα για να μπορέσει να εμβαθύνει σ’ αυτά και να συλλέξει μόνο τα χρήσιμα υλικά τους; Ή και η εν θερμώ γραφή έχει τη δική της δυναμική;
Θα κάνω νομίζω έναν διαχωρισμό, μεταξύ του μυθιστορήματος και άλλων ειδών λογοτεχνικής γραφής. Χωρίς να είναι πιο «εύκολα» είδη (κάθε άλλο), το διήγημα, το ποίημα, ενίοτε το δοκίμιο (ανάλογα με τη μορφή του), λόγω και της πυκνότητας που απαιτούν, μπορούν να λειτουργήσουν ενίοτε καλύτερα από το μυθιστόρημα γραμμένα εν θερμώ –όχι χωρίς ξανακοίταγμα, προς Θεού– αλλά τέλος πάντων μπορούν να λειτουργήσουν ως αποτύπωση ή και ανάλυση μιας στιγμής, μιας κατάστασης, ενός γεγονότος, χωρίς να συνοδεύεται αυτή κατ’ ανάγκη από κάποια απόπειρα δημιουργίας ευρύτερου πλαισίου, ένα άνοιγμα της ματιάς. Το μυθιστόρημα από την άλλη είναι κατεξοχήν αναλυτικό, κοινωνικό είδος. Οπότε απαιτεί απόσταση, όχι μόνο λόγω του χρόνου που χρειάζεται για τη συγγραφή του, αλλά και επειδή έχει ανάγκη ένα είδος εποπτείας που είναι δύσκολο να επιτευχθεί στη συγγραφή εν θερμώ. (Θα αναφέρω ως πρόσφατο παράδειγμα πως στην Αγγλία έχει ήδη γραφτεί και εκδοθεί, από καλούς συγγραφείς, μια ολόκληρη φουρνιά πολύ κακών μυθιστορημάτων για την πανδημία.)
Για να στραφώ και στη σχέση Ιστορίας-λογοτεχνίας που με απασχολεί στο μυθιστόρημα, ένα από τα πράγματα που επιχειρώ να δραματοποιήσω μέσω της παρουσίας ενός ερασιτέχνη-ιστορικού αφηγητή που προσπαθεί να ανασυνθέσει την οικογενειακή του ιστορία (και ο λόγος που πολύ εσκεμμένα επιτρέπω στον αναγνώστη να βιώσει την εμπειρία αυτής της ανασύνθεσης, να διακρίνει τον σκελετό της αφήγησης, να μην μπορεί να αγνοήσει το γεγονός πως η όποια ενότητά της είναι επιβεβλημένη εκ των υστέρων) είναι ακριβώς αυτή η διαφορά μεταξύ του δρώντος ιστορικού υποκειμένου και του ιστορικού: Όπως σχολιάζει κάπου ο ιστορικός Χέιντεν Γουάιτ, κανένα δρων υποκείμενο δεν μπορεί να έχει την εποπτεία της ιστορικής του στιγμής που είναι διαθέσιμη στον ιστορικό, με την εκ των υστέρων γνώση του και τις αμέτρητες πηγές στις οποίες μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανατρέξει.
Ακούω συχνά την άποψη για τους ταραγμένους καιρούς που τουλάχιστον οδηγούν σε σπουδαία τέχνη και, πέραν του ότι διαφωνώ για το κατά πόσο οι καλλιτέχνες θα ξέμεναν από υλικό αν υπήρχε λιγότερη δυστυχία στον κόσμο, στην τελική δεν πειράζει κιόλας, ας ήταν οι καιροί λιγότερο ταραγμένοι κι η δυστυχία λιγότερη.
Είναι προτιμότερο να ζούμε σε ενδιαφέροντες, πλην ταραγμένους, καιρούς ή σε ανέφελους, αλλά και συνάμα αδιάφορους, καιρούς;
Δεν είμαι σίγουρος πόσο ξεκάθαρος μπορεί να είναι αυτός ο διαχωρισμός, τουλάχιστον αν δεν συνοδεύεται και από κάποιον πολύ στενό γεωγραφικό προσδιορισμό. Για παράδειγμα, το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος διαδραματίζεται στα μέσα της δεκαετίας του ’90, περίοδο σχετικής πολιτικής και οικονομικής ηρεμίας και αισιοδοξίας για τη χώρα. Ταυτόχρονα, κάποια στιγμή γίνεται αναφορά στον πόλεμο στη Βοσνία, που για τους χαρακτήρες μοιάζει σαν να συμβαίνει στην άλλη άκρη του κόσμου. Ενώ κάποια νήματα που οδηγούν από το ’44 στο ’15 διατρέχουν σχεδόν αδιόρατα τη στιγμή. Αλλά, τέλος πάντων, αν έχει νόημα να επιλέξει κανείς έστω θεωρητικά, σίγουρα ανέφελους και αδιάφορους. Ακούω συχνά την άποψη για τους ταραγμένους καιρούς που τουλάχιστον οδηγούν σε σπουδαία τέχνη και, πέραν του ότι διαφωνώ για το κατά πόσο οι καλλιτέχνες θα ξέμεναν από υλικό αν υπήρχε λιγότερη δυστυχία στον κόσμο, στην τελική δεν πειράζει κιόλας, ας ήταν οι καιροί λιγότερο ταραγμένοι κι η δυστυχία λιγότερη, κι ας μέναμε κυρίως με την τέχνη των περασμένων δύσκολων καιρών.
Λέμε ότι η λογοτεχνία θέτει ερωτήματα και δεν δίνει απαντήσεις. Εντούτοις, εκεί που η επίσημη Ιστορία δεν καταφέρνει να εισχωρήσει, μήπως η λογοτεχνία μόνο μπορεί να σκιαγραφήσει απαντήσεις;
Από τη μία, η επιστημονική ιστορία ως έναν βαθμό μοιραία θα εστιάσει σε μια πιο μακροσκοπική θεώρηση των πραγμάτων, θα πριμοδοτήσει τα γεγονότα και τις ερμηνείες τους σε συλλογικό επίπεδο, και όχι την άμεση εμπειρία των γεγονότων σε ατομικό, ίσως με εξαίρεση τις προσωπικότητες εκείνες που θεωρούνται αρκετά σημαντικές για να εξεταστούν και ατομικά. Βέβαια αυτό δεν παύει να είναι μια απλούστευση εκ μέρους μου, τουλάχιστον για τις τελευταίες δεκαετίες, κατά τις οποίες και έχει αυξηθεί το ενδιαφέρον για την λεγόμενη «προφορική ιστορία», και η παρατεταμένη κρίση στον ακαδημαϊκό χώρο έχει οδηγήσει μια νέα γενιά ιστορικών να γράψουν ιστορία εκτός των στεγανών αυτής της πιο ας πούμε «ξερής» εξιστόρησης. Σκέφτομαι για παράδειγμα το πολύ πρόσφατο Ελληνικός κομμουνισμός: Μια διεθνική ιστορία (1912-1974) του Κωστή Καρπόζηλου (εκδ. Αντίποδες), που ναι μεν σκιαγραφεί την περιπέτεια του ελληνικού κομμουνισμού σε μακροσκοπικό επίπεδο, το κάνει δε εστιάζοντας ταυτόχρονα και στο προσωπικό με τρόπο πιο «λογοτεχνικό», χρησιμοποιώντας την προσωπική λεπτομέρεια και περίσταση ως μέθοδο για να φωτίσει το συλλογικό εκ των έσω.
Η λογοτεχνία μπορεί να σκιαγραφήσει και πιο ανθρώπινης κλίμακας ερωτήματα, τουλάχιστον με τη μορφή της απόπειρας ανασύνθεσης όχι μόνο του ιστορικού γεγονότος αλλά και της ίδιας της συγχρονικής εμπειρίας του.
Από την άλλη, όπως μας έχει ήδη δείξει πολύ πειστικά ο Χέιντεν Γουάιτ από τη δεκαετία του ’70, ακόμα και η πιο «επιστημονική» ιστορία μετέχει ήδη των τροπισμών μιας λογοτεχνικής αφήγησης, με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται για τον τρόπο με τον οποίο τα ιστορικά γεγονότα τελούν ήδη πάντα υπό περιγραφή, είναι αναπόφευκτα ιδωμένα από κάποια οπτική γωνία. Που δεν σημαίνει, παρόλα αυτά, ότι η αντίληψη του παρελθόντος είναι καταδικασμένη να μην είναι ποτέ τίποτα παραπάνω από σκιά στον τοίχο του πλατωνικού σπηλαίου, αναπαράσταση που την περνάμε για το Πραγματικό.
Περνώντας στη λογοτεχνία: Νομίζω είναι προφανής η εγγενής ένταση μεταξύ των λέξεων ιστορικό και μυθιστόρημα. Σίγουρα, η λογοτεχνία μπορεί να σκιαγραφήσει και πιο ανθρώπινης κλίμακας ερωτήματα, τουλάχιστον με τη μορφή της απόπειρας ανασύνθεσης όχι μόνο του ιστορικού γεγονότος αλλά και της ίδιας της συγχρονικής εμπειρίας του. Ο Γουίλιαμ Βόλμαν έχει σχολιάσει κάπου πως το κεντρικό ζητούμενο στο ιστορικό μυθιστόρημα είναι η ικανότητα να φανταστούμε τους εαυτούς μας στο ιστορικο-ιδεολογικό συγκείμενο ενός συγκεκριμένου δρώντος υποκειμένου. Κρατώντας βέβαια πάντα στο νου ακριβώς αυτή τη φαντασιακή διάσταση, το γεγονός πως επιχειρούμε κάτι το αδύνατο να επιτευχθεί πλήρως, ενώ έχουμε ταυτόχρονα την ηθική υποχρέωση να συνεχίσουμε να το επιχειρούμε. (Δεν είναι τυχαίο πως το πρώτο μέρος του μυθιστορήματός μου, που διαδραματίζεται το 1944, ανοίγει με τη φράση «Φαντάσου λοιπόν…»).
Ταυτόχρονα, το ιστορικό μυθιστόρημα, όπως κάθε είδος, έχει κι αυτό τα κλισέ του, που συχνά παραμορφώνουν την ιστορία προς χάρη του «δράματος». Ένα προφανές παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο, στην ιστορική σάγκα που καλύπτει τρεις γενιές, το κλισέ θέλει όλοι οι απόγονοι οικογενειών που είχαν κάποια σχέση μεταξύ τους ή συμμετείχαν στα ίδια γεγονότα πριν από 70-80 χρόνια, να έχουν και οι ίδιοι κάποια σχέση μεταξύ τους ή να εμπλέκονται στα ίδια γεγονότα στο παρόν. Οπότε συχνά προκύπτει ένα μυθιστόρημα που μοιάζει στην πραγματικότητα να αφορά το πολύ 10-15 χαρακτήρες, με την ιστορία να λειτουργεί απλώς ως μακρινό, «εξωτικό» φόντο για ερωτικά τρίγωνα. Ήταν κι αυτό ένα ζητούμενο, όταν έγραφα το βιβλίο: Σε ένα δεύτερο επίπεδο, να ασκήσω κριτική σε τέτοια κλισέ.
Έχεις μεταφράσει ορισμένους εμβληματικούς σύγχρονους συγγραφείς, κυρίως Αμερικανούς (π.χ. Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας). Πόσο καθοριστική υπήρξε η εμπειρία της μετάφρασης για τον συγγραφέα που έγινες στη συνέχεια;
Νομίζω πολύ, μα όχι απαραίτητα εξαιτίας της μετάφρασης κάποιου συγκεκριμένου συγγραφέα. Ιδίως αν αυτός είναι ο Γουάλας, που όσο πιο πολύ τον διαβάζεις, θεωρώ, τόσο πιο προφανές γίνεται γιατί αυτό το τόσο ιδιόρρυθμο προσωπικό στιλ είναι αδύνατο να το μιμηθείς με αξιώσεις, ακόμα κι αν ήθελες να κάνεις κάτι τέτοιο. Ως μεταφραστής δεν λειτουργείς τελικά παρά ως πολύ προσεκτικός αναγνώστης, που θα διαβάσει αργά, ξανά και ξανά, θα προσπαθήσει να κατανοήσει τι (και πώς) επιχειρεί να κάνει ένα κείμενο, και να βρει τρόπο στην μεταφορά σε μια άλλη γλώσσα να διατηρήσει τόσο το τι όσο και το πώς. Και όταν το δεύτερο δεν είναι δυνατό λόγω των διαφορών γλώσσας προέλευσης και γλώσσας-αποδέκτη, να το διατηρήσει μεταγράφοντάς το – στην ουσία να το προδώσει για να μην το προδώσει. Οπότε η μετάφραση σου επιτρέπει να εκτίθεσαι σε διαφορετικούς τρόπους γραφής, και σε απελευθερώνει ίσως από την προσκόλληση σε έναν συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο αισθάνεσαι πιο «άνετα», ας πούμε. Ή τουλάχιστον αυτό νομίζω έκανε για μένα.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Παρακολουθείστε τη συνομιλία του συγγραφέα με τον Κώστα Κατσουλάρη στη σειρά «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ»