Συνέντευξη με τον κλινικό ψυχολόγο, κοινωνικό ανθρωπολόγο και συγγραφέα Μιχάλη Πέτρου με αφορμή το βιβλίο του «Σπαράγματα της γλυκείας χώρας» (εκδ. Αρμός). Μέσω του ατελεύτητου πένθους των συγγενών των Κυπρίων αγνοουμένων εξηγεί τη σχέση της ατομικής και της κοινωνικής οδύνης.
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
Πόσο ατομικό είναι το πένθος και πόσο αποζητάει την κοινωνική αποδοχή έτσι ώστε να ολοκληρώσει τον κύκλο του εντός του υποκειμένου; Η οδύνη για την απώλεια ενός οικείου προσώπου, όσο κι αν φαίνεται πως επιδρά καταλυτικά μόνο στους συγγενείς του εκλιπόντα, στην ουσία της είναι ένα κοινωνικό γεγονός που μας αφορά όλους.
Ειδικά στην περίπτωση της Κύπρου και των αγνοουμένων της, το ιστορικό και πολιτικό τραύμα παραμένει ανεπούλωτο όχι μόνο για τις οικογένειες που ακόμη θρηνούν, αλλά και για ολόκληρη τη χώρα. Ο κλινικός ψυχολόγος, κοινωνικός ανθρωπολόγος και συγγραφέας Μιχάλης Πέτρου με αφορμή το βιβλίο του Σπαράγματα της γλυκείας χώρας (εκδ. Αρμός) αναφέρεται σ’ αυτή τη διαλεκτική σχέση του πένθους, αλλά επεκτείνει την έρευνα του και πέραν της περίπτωσης της Κύπρου.
Ένα από τα καθοριστικά σημεία για την κατανόηση του βιβλίου σας είναι νομίζω η παραδοχή ότι οι δυτικές κοινωνικές δομές δείχνουν απρόθυμες να αγκαλιάσουν την ατομική ευθύνη. Το διακρίνετε αυτό στην κυπριακή κοινωνία;
Στο βιβλίο μου προσπαθώ να κατανοήσω μια συγκεκριμένη σχέση μεταξύ ατομικής και οικογενειακής οδύνης από τη μία πλευρά και κυπριακής κοινωνίας και πολιτείας από την άλλη. Η σχέση αυτή, όπως γενικότερα συμβαίνει στην Κύπρο, στην Ελλάδα και σε πολλές ακόμη χώρες έχει χαρακτηριστικά παραδοσιακής και ταυτόχρονα νεωτερικής κοινωνίας. Ίσως περισσότερο από ποτέ, για να προσπαθήσω να απαντήσω πιο άμεσα στο ερώτημά σας, ο ψυχισμός του ενός –του ατομικού υποκειμένου– πολύ περισσότερο οι οδύνες του, δεν μπορούν να κατανοηθούν ικανοποιητικά, ακόμη λιγότερο να ανακουφισθούν, παρά μόνο αν βρουν υποδοχή και φιλοξενία μέσα στον ψυχισμό των άλλων, αν δεν ενταχθούν στα πλαίσια μέσα στα οποία όλοι εγγραφόμαστε ως συγκροτούμενα και ταυτόχρονα ως συνιστώντα στοιχεία και κρίκοι ενός ιστορούμενου πολυ-υποκειμενικού συνόλου. Αυτό είναι το ζητούμενο.
Ωστόσο, οι κοινωνικές δομές φαίνεται να προσφέρουν όλο και λιγότερο στον Δυτικό άνθρωπο χώρους υποδοχής και υποστήριξης της διεργασίας της υποκειμενικής και κοινωνικής εμπειρίας της οποίας μετέχει. Το ίδιο το πολιτισμικό περιβάλλον μοιάζει όλο και περισσότερο απρόθυμο και διστακτικό να φιλοξενήσει την ατομική και κοινωνική οδύνη. Μέσα σε ένα υστερούν συμβολοποιητικό περιβάλλον, οι διεργασίες της υποκειμενοποίησης και της ψυχικοποίησης χωλαίνουν. Ο σύγχρονος Δυτικός άνθρωπος ζει ως μονάδα την σολιψιστική του τυραννική αυτάρκεια μέσα στην κοινωνική ανωνυμία, πολιτισμικά αποπροσανατολισμένος. Εξ’ ου και ο τίτλος του βιβλίου: Σπαράγματα της γλυκείας χώρας. Πένθος: άτομο-κοινωνία-πολιτική (εκδ. Αρμός). Επωφελούμαι της αναφοράς σας στη δυτική κοινωνία γενικότερα, για να πω ότι το βιβλίο δεν περιορίζεται στη μελέτη της κοινωνικά και πολιτικά περιπεπλεγμένης απώλειας των ελληνοκύπριων αγνοουμένων. Πρόκειται για μια ευρύτερη ψυχαναλυτική και ανθρωπολογική προσέγγιση που επιχειρεί να συμβάλει στην ανάδειξη ανεπίγνωστων κοινωνικών και ασυνείδητων ψυχικών διεργασιών που μετέχουν της ιστορικής αιτιότητας και της πολιτισμικής εξέλιξης.
Οι συγγενείς των αγνοουμένων μας είναι αυτό που ονόμασα φορείς ενός αδύνατου πένθους: κουβαλούν, φέρουν, ταυτόχρονα με τη δική τους οδύνη, την οδύνη που κάθε Κύπριος αισθάνεται για ό,τι έχασε: σπίτι, γη, συγγενείς, φίλους, την ακεραιότητα του κράτους του, το όνειρο μιας ελεύθερης πατρίδας.
Οι συγγενείς των αγνοουμένων, πέραν του ατομικού πόνου, κουβαλούν θέλοντας ή μη και ένα κοινωνικό ιστορικό βάρος που τους ξεπερνάει. Γίνεται έτσι να υπάρξει κάποια στιγμή ατομική και συλλογική καταλλαγή;
«Κουβαλούν θέλοντας ή μη» θα το έλεγα χωρίς την ενσυνείδητη συμμετοχή της βούλησής τους. Οι συγγενείς των αγνοουμένων μας είναι αυτό που ονόμασα φορείς ενός αδύνατου πένθους: κουβαλούν, φέρουν, ταυτόχρονα με τη δική τους οδύνη, την οδύνη που κάθε Κύπριος αισθάνεται για ό,τι έχασε: σπίτι, γη, συγγενείς, φίλους, την ακεραιότητα του κράτους του, το όνειρο μιας ελεύθερης πατρίδας... Αυτή η φορική λειτουργία παραμένει ενεργή, επειδή ακριβώς ικανοποιεί ταυτόχρονα την ανάγκη των συγγενών να κρατούν άσβεστη την ελπίδα – την απατηλή όπως αποδείχτηκε προσδοκία επιστροφής των οικείων τους – όπως και εκείνη των Ελληνοκυπρίων για επιστροφή στις εστίες τους, στη γη τους, γενικότερα στην προ της εισβολής ακέραια πατρίδα. Όσο αυτό το κοινωνικό και ιστορικό φορτίο, όπως το χαρακτηρίσατε, παραμένει ενεργό, όσο αντί της επώδυνης εργασίας του πένθους των αγνοουμένων – η οποία θα συνοδευόταν από μια γενικότερη συλλογική διεργασία της απώλειας αρτιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, αυτήν δηλαδή που γνωρίσαμε οι μεγαλύτεροι, ή της απώλειας οποιουδήποτε άλλου παλαιότερου πολιτικού στόχου – επιλέγουμε να αναβάλλουμε την εκπόνηση, μέσα από μία επίπονη και οδυνηρή σίγουρα προσπάθεια, μιας νέας κοινά αποδεκτής λειτουργικής και βιώσιμης πολιτικής, τόσο φοβάμαι πως δεν θα μπορέσει να υπάρξει καταλλαγή.
«Κάθε άταφος νεκρός, επιστρέφει», σημειώνετε στο βιβλίο. Πώς, όμως, επιστρέφει; Ως μακρινή αναπόληση ή ως φαντασματική φιγούρα; Και τι επίπτωση έχει η απουσία–παρουσία του στο υποκείμενο;
Αν επέστρεφε ως αναπόληση, ως ανάμνηση, δεν θα ετίθετο θέμα. Θυμόμαστε τους νεκρούς μας, τους μνημονεύουμε, κι αυτό είναι το κοινωνικά αποδεκτό και το ψυχικά υγιές. Όταν όμως πρόκειται για αγνοούμενους, δηλαδή για ανθρώπους των οποίων, μετά από ένα ικανό χρονικό διάστημα αναμονής, δεν αποδεχθήκαμε το θάνατο τους, το πένθος – διεργασία προσωπική όσο και κοινωνική – δεν μπορεί να ευοδωθεί. Ο άταφος νεκρός, επιστρέφει από το λίμπο, τα αχαρτογράφητα όρια ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, την ειρήνη του παράδεισου αλλά και την κάμινο της κόλασης. Επιστρέφει, γιατί αισθανόμαστε υπόλογοι. Νιώθουμε πως του οφείλουμε εξηγήσεις για την απώλειά του. Αυτό είναι που ονομάζουμε πένθος ανολοκληρώσιμο. Μια κατάσταση ακινητοποίησης στο χρόνο, όπου συντηρείται η ελπίδα, αυτή η υπόσχεση επιστροφής, μέσα στον ατέρμονο πόνο.
Αναμφίβολα η τουρκική και τουρκοκυπριακή πλευρά έχουν τεράστιες ευθύνες, τόσο για την εκτέλεση στρατιωτών και αμάχων πολιτών, την πρόχειρη ταφή τους, όσο και για την ενσυνείδητη παρακώλυση της διερεύνησης των συνθηκών του θανάτου και των χώρων της ταφής τους.
Αναφέρετε με λεπτομέρειες αρκετές «άβολες» αλήθειες για τις ευθύνες της ελληνοκυπριακής πλευράς στο θέμα των αγνοουμένων. Αυτή η παραδοχή είναι κοινή στην Κύπρο ή ακόμη και τώρα πέφτει το βάρος της ευθύνης μόνο στην τουρκοκυπριακή πλευρά;
Αναμφίβολα η τουρκική και τουρκοκυπριακή πλευρά έχουν τεράστιες ευθύνες, τόσο για την εκτέλεση στρατιωτών και αμάχων πολιτών, την πρόχειρη ταφή τους, όσο και για την ενσυνείδητη παρακώλυση της διερεύνησης των συνθηκών του θανάτου και των χώρων της ταφής τους. Η Τουρκία καταδικάστηκε επανειλημμένα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για αυτά τα εγκλήματα.
Ωστόσο, η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν είναι άμοιρη ευθυνών. Είναι υπόλογη για τους τουρκοκύπριους αγνοούμενους από τις διακοινοτικές ταραχές του 1963-4, καθώς και για τη δολοφονία αμάχων στη διάρκεια της τουρκικής εισβολής. Επιλέγοντας να παρασιωπήσει αυτά τα γεγονότα, εστίασε για δεκαετίες αποκλειστικά και μόνο στις τουρκικές και τουρκοκυπριακές ευθύνες για τους δικούς μας αγνοούμενους. Ανήγαγε το θέμα των ελληνοκύπριων αγνοουμένων και το ανέδειξε ως μέρος της εξωτερικής πολιτικής της. Οι ελληνοκύπριοι είμαστε επίσης υπόλογοι απέναντι στους συγγενείς των Ελληνοκύπριων αγνοουμένων.
Πρώτον, γιατί αφήσαμε τους ανθρώπους αυτούς να πιστεύουν ότι αγνοούμενος είναι αυτός που κάποια στιγμή θα επιτρέψει. Αυτή είναι η μαρτυρία και το μαρτύριο των συγγενών, όπως το κατέγραψα επανειλημμένα. Δεύτερον, η Κυπριακή Δημοκρατία γνώριζε πολύ καλά ότι μεταξύ των αγνοουμένων μας συγκαταλέγονται τόσο πεσόντες κατά το πραξικόπημα που προηγήθηκε της εισβολής όσο και κατά την ίδια την εισβολή και μάλιστα ότι οι άνθρωποι αυτοί τάφηκαν ανώνυμα σε ομαδικούς τάφους σε περιοχές στις οποίες ασκούσουν κυριαρχία πάντοτε και αδιάκοπα οι αρχές της. Δεν επρόκειτο δηλαδή για κατεχόμενες από τους Τούρκους περιοχές. Παρόλα αυτά εσύροντο οι συγγενείς, όπως χαρακτηριστικά ετυμηγόρησε Κυπριακό δικαστήριο σε διάφορες εκδηλώσεις για το ζήτημα των αγνοουμένων.
Ο Μιχάλης A. Πέτρου γεννήθηκε στη Λεμεσό. Είναι κλινικός ψυχολόγος και κοινωνικός ανθρωπολόγος, διδάκτωρ Κλινικής Ψυχολογίας και Ψυχοπαθολογίας του Πανεπιστημίου Lumière-Lyon 2. Εκεί δίδαξε στη δεκαετία του ’80, όπως και στις Ανώτερες Σχολές Ψυχιατρικών Νοσηλευτών, και εργάστηκε σε παιδοψυχιατρικά πλαίσια. Τις επόμενες δύο δεκαετίες εργάστηκε στο Ελληνικό Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής και Ερευνών σε πρόγραμμα αποϊδρυματισμού. Διετέλεσε στη συνέχεια επιστημονικός υπεύθυνος του κέντρου για παιδιά με αυτισμό «Το Περιβολάκι ΙΙΙ». Σήμερα εργάζεται ιδιωτικά σε Ελλάδα και Κύπρο ως ψυχαναλυτής και αναλυτής, συντονιστής και επόπτης ομάδων. Είναι μέλος της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, της International Psychoanalytical Association, της Société Française de Psychothérapie Psychanalytique de Groupe και της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας Ομάδας. |
Στην περίπτωση της Κύπρου είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς ποιος είναι ο Κρέοντας και ποια η Αντιγόνη. Βρίσκω την εικόνα, έτσι όπως την αναφέρετε, αρκετά οδυνηρή μέσα στην αλήθεια της. Πώς μπορούν να αποδοθούν ευθύνες έτσι και σε ποιους;
Πράγματι, χρησιμοποιώ στο βιβλίο μου την τραγωδία του Σοφοκλή, υπογραμμίζοντας μάλιστα ότι στην Κύπρο Κρέων και Αντιγόνη, κράτος και συγγενείς ομόθυμα αρνούνται την ταφή αυτών των ηρώων που είναι οι λεγόμενοι αγνοούμενοι. Για τις ευθύνες μίλησα ήδη, απαντώντας στην προηγούμενη ερώτηση σας. Πρόκειται για ανομολόγητα κοινά και διαμοιρασμένα μυστικά. Τα συνοδεύει μια εξίσου ανομολόγητη ντροπή και μια ασυνείδητη ενοχή που όλοι οι Κύπριοι, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, μοιραζόμαστε, για τις δικές μας ευθύνες, κυρίως απέναντι στους συγγενείς των αγνοουμένων μας· πολύ περισσότερο αυτός που σας μιλάει, στο βαθμό που τα αποκαλύπτει και αναλαμβάνει εκ μέρους τους, χωρίς ενδεχομένως τη συγκατάθεση τους, να τα βάλει δημόσια σε λέξεις. Αυτή είναι η κοινωνική ευθύνη της πολιτείας και όλων των ελληνοκυπρίων. Ωστόσο, η απόδοση των ευθυνών, υποθέτω ότι εννοείτε των πολιτικών και ενδεχόμενων ποινικών, υπερβαίνει το αντικείμενο της δικής μου συνεισφοράς στην κατανόηση του πόνου των συγγενών και των ιδιαίτερων σχέσεών του με την κοινωνική δυναμική και τις πολιτικές επιδιώξεις.
Κρατώντας ανοικτό το ερώτημα για την αιτία της εξαφάνισης των αγνοουμένων και την ευθύνη της απόκρυψης κρίσιμων πληροφοριών, οι οικογένειές τους δίκαια αρνούνται να τους διαγράψουν ή να τους απορρίψουν εκτός πεδίου μνήμης.
Σημειώνετε με επίταση ότι στο θέμα των αγνοουμένων δεν πρέπει να επιβληθεί ούτε αμνηστία ούτε αμνησία. Δεν χρειάζεται, όμως, πολιτική βούληση για να συμβεί κάτι τέτοιο;
Υπάρχουν διαφορές ουσίας ανάμεσα στην αμνησία και την αμνηστία, όπως και ανάμεσα στη λήθη και τη μνήμη. Η περάτωση του πένθους για την οποία μιλώ σημαίνει μνήμη, όχι λήθη. Σημαίνει τη ζωτικής σημασίας δυνατότητα το τραυματικό διαρκές παρόν επιτέλους να καταλαγιάσει, να μεταλλαγεί σε παρελθόν, σε ανάμνηση, τουλάχιστο για την επόμενη γενιά, αλλιώς το διαγενεακό τραύμα θα συνεχίζεται. Κρατώντας ανοικτό το ερώτημα για την αιτία της εξαφάνισης των αγνοουμένων και την ευθύνη της απόκρυψης κρίσιμων πληροφοριών, οι οικογένειές τους δίκαια αρνούνται να τους διαγράψουν ή να τους απορρίψουν εκτός πεδίου μνήμης. Σε μια τέτοια περίπτωση θα έμοιαζαν συνένοχοι τόσο του φόνου τους όσο και του φόνου της σκέψης και της Ιστορίας, συνυπεύθυνοι της αμνησίας και της αμνηστίας.
Σε ό,τι αφορά στην πολιτική βούληση, αυτή δεν μου φαίνεται πιθανή. Ήδη η πολιτεία και οι κοινωνικοί θεσμοί θα μπορούσαν να έχουν κάνει πολλά πράγματα για τους συγγενείς προς την κατεύθυνση της αποδοχής της απώλειας και της υποστήριξης της ψυχικής και κοινωνικής διεργασίας του πένθους. Ονομάζοντας το θέμα των αγνοουμένων ανθρωπιστικό, δράσαμε όλοι απάνθρωπα απέναντι στους συγγενείς τους.
Όπως κάθε διάβαση, έτσι κι ο θάνατος οφείλει να νομιμοποιηθεί και να επικυρωθεί κοινωνικά· να ενταχθεί στην κοινωνία, προκειμένου να καταστεί μέρος της ιστορίας της, όπως οι αναρίθμητες προϊστορικές νεκροπόλεις το μαρτυρούν.
Θα ήταν «ελαφρύτερο» το πένθος των συγγενών των αγνοουμένων αν η επίσημη πολιτεία είχε αναλάβει το μέρος των ευθυνών της ή το άτομο δεν μπορεί ακόμη και τότε να αποδεχθεί την απουσία;
Όπως κάθε διάβαση, έτσι κι ο θάνατος οφείλει να νομιμοποιηθεί και να επικυρωθεί κοινωνικά· να ενταχθεί στην κοινωνία, προκειμένου να καταστεί μέρος της ιστορίας της, όπως οι αναρίθμητες προϊστορικές νεκροπόλεις το μαρτυρούν. Πολύ περισσότερο, όταν μη επιβεβαιωμένες απώλειες είναι μαζικές, προερχόμενες από φυσική καταστροφή ή πόλεμο, ένας θεσμός οφείλει να υποδεχθεί στους κόλπους του τον προσωπικό πόνο και μέσα από πράξεις και λόγους συλλογικούς να επιδοκιμάσει την αναγκαιότητα του πένθους και της συνέχειας της ζωής, να πει κάτι κοινωνικά αποδεκτό, σημαντικό και απαραίτητο για τη ζωή και το θάνατο, για την ακολουθία των γενεών. Η δύναμη του να σκέπτεται κανείς υπό τέτοιες συνθήκες προϋποθέτει τη δημόσια και την πολιτική αναγνώριση πως το πένθος πρέπει επιτέλους να ολοκληρωθεί, πως τα τραύματα πρέπει να επουλωθούν, όχι προς όφελος της λήθης ή της ακύρωσης της εμπειρίας... αλλά στο όνομα της αλήθειας, της μνήμης και της Ιστορίας, που μόνες αυτές εγγυώνται την αποκατάσταση της συμβολικής τάξης που διασαλεύθηκε.
Συχνά επαναφέρουμε το τραύμα μέσα μας, σχεδόν το μηρυκάζουμε. Τι είναι αυτό που δεν επιτρέπει στο υποκείμενο να προχωρήσει μπροστά και να αποδεχθεί το αναπόφευκτο;
Το πένθος ξεκινά με μία αντιληπτική εμπειρία. Προ της ταφής του, το άψυχο σώμα εκτίθεται στην κοινή θέα. Η εργασία του πένθους ερείδεται πάνω σε αυτή την αντίληψη του νεκρού σώματος και υποστηρίζεται κοινωνικά μέσα από τις τελετουργίες που κάθε πολιτισμός προβλέπει για τον θάνατο, τον θανόντα, τους οικείους του, την ίδια την κοινωνία. Όταν αυτή η αντιληπτική εμπειρία απουσιάζει, τότε ακριβώς είναι που οι κοινωνικοί θεσμοί οφείλουν να εντείνουν τη δράση τους προς την κατεύθυνση της αποδοχής της απώλειας και της υποστήριξης της εργασίας του πένθους. Αυτό θα επέτρεπε στο υποκείμενο να αποδεχθεί το δεδομένο της απώλειας, να την εντάξει ψυχικά και να προχωρήσει μπροστά.
Ο μηρυκασμός είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του τραύματος. Ωστόσο, τέτοιου είδους τραύματα δεν είμαι βέβαιος ότι επουλώνονται. Η κλινική μου αισιοδοξία περιορίζεται στις επαναλαμβανόμενες επίπονες προσπάθειες ψυχικής τους διεργασίας, στο μέτρο που υποστηρίζονται από το άμεσο περιβάλλον και τυγχάνουν της σθεναρής κοινωνικής τους διαχείρισης.
Κάθε τραύμα, ό,τι δηλαδή αιφνίδια διαρρηγνύει τη συνέχεια της ψυχικής μας ζωής, για να τύχει διεργασίας είναι απαραίτητο κάποιος να έχει το κουράγιο να συνοδέψει τον τραυματισμένο συνάνθρωπο στην εφιαλτική του προσπάθεια να συναντήσει το τραύμα: την περιοχή δηλαδή της ψυχής που για λόγους επιβίωσης αναγκάστηκε να αποσπάσει από τον υπόλοιπο ψυχισμό του. Αυτή την απροσπέλαστη περιοχή προστατεύει ένα ρήγμα μέσα στην ψυχή, το οποίο τείνει να διευρύνεται με το χρόνο. Η οδυνηρή μετατραυματική εμπειρία συντηρεί την ελπίδα του ανέφικτου. Η καταναγκαστική επανάληψη, με τη μορφή του μηρυκασμού, των εφιαλτικών ονείρων κ.λπ. είναι μια ορισμένη προσπάθεια του ψυχισμού, συχνά καταδικασμένη σε αποτυχία αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προανέφερα, να αρθεί το ρήγμα που επέφερε το τραύμα μέσα στον ψυχισμό.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.