Συνέντευξη με τον συγγραφέα Αλέξη Πανσέληνο με αφορμή την επανέκδοση του πρώτου του βιβλίου «Ιστορίες με σκύλους» (εκδ. Μεταίχμιο), μια συλλογή με τέσσερα εκτενή διηγήματα. Μια επιστροφή έπειτα από 42 συναπτά χρόνια στις συγγραφικές απαρχές του. Φωτογραφία: © Νίκος Κοκκαλιάς.
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
Είναι ταυτισμένος με τη μεγάλη φόρμα. Ένα από τα «παράσημα» που κέρδισε με την αξία του ο Αλέξης Πανσέληνος είναι να θεωρείται -δικαίως- αυτή τη στιγμή ένας από τους καλύτερους Έλληνες μυθιστοριογράφους.
Κι όμως, πριν από σαράντα δύο χρόνια, τότε που περνούσε για πρώτη φορά από την κεντρική θύρα ενός εκδοτικού οίκου, είχε ανά χείρας μια σειρά χειρογράφων που περιείχαν διηγήματα. Αυτά αποτέλεσαν το πρώτο του βιβλίο που είχε τίτλο Ιστορίες με σκύλους.
Τώρα, έπειτα από τέσσερις δεκαετίες επιτυχημένης πορείας (που συνεχίζεται ακάματη), επιστρέφει σε εκείνο το πρώτο συγγραφικό του χνάρι και το επαναφέρει στη… ζωή μέσω των εκδόσεων Μεταίχμιο που προχώρησαν στην επανέκδοσή του πολύ πρόσφατα.
Ο Αλέξης Πανσέληνος μάς μιλάει για το πώς είχε βιώσει εκείνες τις πρώτες στιγμές, αλλά και ποια είναι η σχέση που διατηρεί με το διήγημα ως λογοτεχνικό είδος.
Έχουν περάσει 42 χρόνια από την πρώτη έκδοση των Ιστοριών με σκύλους. Θυμάστε καθόλου εκείνη την περίοδο της πρώτης επαφής με τα εκδοτικά πράγματα; Ήταν μέρες αγωνίας, χαράς, προσμονής;
Ναι, ήταν όλα αυτά. Ενώ έγραφα από πολύ μικρός είχα φτάσει τα 39 όταν αποφάσισα να εκδώσω. Καταλάβαινα πως αν δεν έπαιρνα το βάπτισμα του πυρός, που είναι η δημοσίευση της δουλειάς σου, η επικοινωνία σου με τους άλλους, δεν θα μπορούσα να συνεχίσω να γράφω. Ήταν φθινόπωρο του 82 όταν κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά οι Ιστορίες με σκύλους και εγώ έκλεβα χρόνο από την επαγγελματική μου απασχόληση για να γυρίζω δεξιά και αριστερά και να αφήνω αντίτυπα στα σπίτια ή τα γραφεία ανθρώπων που η γνώμη τους βάραινε, για παράδειγμα στον Τίτο Πατρίκιο, σήμερα φίλο αγαπημένο, ο οποίος πάντως ουδέποτε απάντησε ή σχολίασε! Και μέσα σ' αυτό το τρεχαλητό διαγνώσθηκε και μια πάθησή μου, επειδή είχα ισχυρές ταχυπαλμίες, και με έστειλαν για εξετάσεις.
Αυτοβιογραφικά στοιχεία υπάρχουν σε όλα τα βιβλία μου ως σήμερα, απλώς επιλέγω να τα μεταμφιέζω γιατί η ωμή αυτοβιογράφηση θεωρώ πως είναι κακού γούστου.
Υπήρξαν αυτοβιογραφικά σημεία σ’ αυτό το βιβλίο; Κάτι σύνηθες (έως και συγγνωστό) σε πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς.
Βέβαια υπήρξαν. Αυτοβιογραφικά στοιχεία υπάρχουν σε όλα τα βιβλία μου ως σήμερα, απλώς επιλέγω να τα μεταμφιέζω γιατί η ωμή αυτοβιογράφηση θεωρώ πως είναι κακού γούστου. Έτσι και αλλιώς ο συγγραφέας προσλαμβάνει τον κόσμο και τους άλλους μέσα από το δικό του πρίσμα, κοιτά τη ζωή με τα δικά του μάτια, οπότε ακόμα και αν δεν εντάξεις τα δικά σου βιώματα και τις εμπειρίες αλλά αναθέτεις στη φαντασία σου να το κάνει, πάλι το προσωπικό στοιχείο παρεμβαίνει στο κείμενο.
Μέσα σε πόσο διάστημα γράφτηκαν εκείνες οι ιστορίες; Τις κρατούσατε στο συρτάρι για καιρό ή ξεκινήσατε να τις γράφετε με σκοπό την έκδοσή τους;
Υπήρχαν δύο ήδη έτοιμες από πιο παλιά, αλλά δεν ήθελα να βγει ένα «μικρό» βιβλίο, οπότε κάθισα και έγραψα άλλες δύο. Την εποχή εκείνη δούλευα τη Μεγάλη Πομπή, το πρώτο μυθιστόρημα που προόριζα για έκδοση, αλλά δεν ήθελα να εμφανιστώ με ένα μυθιστόρημα - και μάλιστα αυτό το συγκεκριμένο, που ήταν πολύ ιδιαίτερο. Ήθελα να δοκιμάσω τη θερμοκρασία του νερού προτού βουτήξω και αυτό έγινε με τις Ιστορίες με σκύλους.
Ο Αλέξης Πανσέληνος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943. Σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών και δικηγόρησε ως το 1997. Πρώτο του βιβλίο, το 1982, η συλλογή Ιστορίες με σκύλους. Ο Αλέξης Πανσέληνος, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συγγραφείς των τελευταίων δεκαετιών, έχει τιμηθεί με τα εξής βραβεία: Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο Μεγάλη πομπή. Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω (2012) για το μυθιστόρημα Σκοτεινές Επιγραφές. Βραβείο Μυθιστορήματος του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα Ελαφρά ελληνικά τραγούδια. Μεγάλο Τιμητικό Βραβείο του Αναγνώστη (2020) για το σύνολο του έργου του. Το 2021 αναγορεύτηκε Επίτιμος διδάκτωρ του τμήματος Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστήμιου. Μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και πολωνικά. |
Έχετε επέμβει στο αρχικό κείμενο για τις ανάγκες της επανέκδοσης; Γενικώς μπαίνετε στη διαδικασία να ξαναδείτε παλαιότερα κείμενά σας;
Και βέβαια τα ξαναβλέπω. Σε καμία όμως από τις επανεκδόσεις των βιβλίων μου δεν έχω κάνει ριζικές αλλαγές. Σε όλα έχουν αντικατασταθεί κάποιες λέξεις με άλλες, ποτέ όμως δεν πείραξα το ίδιο το κείμενο ή τη δομή. Δεν έχει νόημα. Τα βιβλία είναι μια απεικόνιση του εαυτού μας την εποχή που γράφτηκαν. Το να επέμβεις κάποιες δεκαετίες μετά επάνω τους είναι σαν να επιχειρείς να μεταμορφώσεις μια παλιά σου φωτογραφία στην εικόνα του σημερινού σου εαυτού. Εξαιρείται φυσικά η περίπτωση ενός πρωτόλειου για το οποίο έχεις μετανιώσει − αλλά στην περίπτωσή μου δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Στα 39 μου, όταν βγήκαν οι Ιστορίες ήμουν ήδη ένας πεζογράφος με πείρα σχεδόν δύο δεκαετιών νωρίτερα.
Το μυθιστόρημα είναι η δημιουργία ενός ολόκληρου κόσμου, αυτό είναι που με γοητεύει σαν αναγνώστη και με ερεθίζει εξαιρετικά σαν συγγραφέα.
Αν και εισήλθατε στο συγγραφικό κόσμο με διηγήματα στη συνέχεια δοθήκατε σχεδόν ολοκληρωτικά στο μυθιστόρημα. Ωστόσο, ακόμη κι αυτά τα διηγήματα δείχνουν να μην θέλουν να περιοριστούν σε κάτι βραχύ. Ποια είναι η σχέση που διατηρείτε με το διήγημα;
Θαυμάζω πολύ αυτή τη λογοτεχνική φόρμα αλλά ο ίδιος έχω ανάγκη από την έκταση του μυθιστορήματος. Μου αρέσει να διηγούμαι ιστορίες και να τις εμπλουτίζω με πολλά πρόσωπα και πολλά θέματα. Το μυθιστόρημα είναι η δημιουργία ενός ολόκληρου κόσμου, αυτό είναι που με γοητεύει σαν αναγνώστη και με ερεθίζει εξαιρετικά σαν συγγραφέα. Τα διηγήματα, αυτά ειδικά, στις Ιστορίες, απηχούν σε μεγάλο βαθμό την τάση μου για πολυπρόσωπες και πολυεπίπεδες αφηγήσεις.
Αργότερα έγραψα και πιο «γνήσια» διηγήματα γιατί έπρεπε να το κάνω, αλλά τότε ετοιμαζόμουν να βγω στα γράμματα ως μυθιστοριογράφος –αυτό που πιστεύω ότι είμαι– και μ' ενδιέφερε ακριβώς αυτής της έκτασης κείμενά μου να έρθουν σε επαφή με το αναγνωστικό κοινό.
Αυτές οι τέσσερις ιστορίες αποτελέσαν, τρόπον τινά, το πρόπλασμα για τη μετέπειτα θεματική σας εστίαση; Σ’ αυτές υπάρχει έντονο το στοιχείο της κοινωνικής παρατήρησης, της πόλης, της μοναξιάς, ακόμη και του χιούμορ.
Δεν θα έλεγα πως αποτέλεσαν το πρόπλασμα της θεματικής μου εστίασης, αλλά πως το απηχούν εκ πρώτης αρχής. Πολλά στοιχεία των διηγημάτων αυτών έχουν στενή αντιστοιχία με τα στοιχεία των μεταγενέστερων βιβλίων μου. Ένα από αυτά –που λιγότερο έχει προσεχτεί από την κριτική αλλά για μένα είναι θεμελιώδες– είναι το χιούμορ τους.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Σαν Νορμάλ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.