Η εκδότρια της Εστίας, κυρία Εύα Καραϊτίδη, μιλάει για την κρίση στο χώρο του βιβλίου, τους νέους συγγραφείς και την πορεία της Εστίας μέχρι σήμερα.
Του Κώστα Αγοραστού
Κυρία Καραϊτίδη, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για τον χρόνο σας. Να ξεκινήσουμε από την οικονομική κρίση με την ερώτηση κατά πόσο έχει αυτή επηρεάσει τις εκδόσεις Εστία.
Σας ευχαριστώ κι εγώ για τη δυνατότητα που μου δώσατε να σκεφτώ, κύριε Αγοραστέ. Ένα από τα καλά της «κρίσης» είναι ότι αρχίζουμε ίσως να επικαλούμαστε λιγότερο την έλλειψη χρόνου – ξανακατακτώντας τον. Η οικονομική κρίση είναι εσωτερική κρίση. Ο καθένας μας, ατομικά όσο και κοινωνικά, έρχεται αντιμέτωπος με ό,τι έσπειρε.
Γεγονός είναι ότι η αγορά του βιβλίου στην Ελλάδα υποφέρει και αυτή από την εσωτερική της κρίση, «άρρωστη» εδώ και δεκαετίες (δηλαδή χωρίς ευρωστία και με υπερπληθώρα εκδοτών και βιβλιοπωλών, σε αναντιστοιχία με το αναγνωστικό κοινό), πριν από την εκδήλωση της επίσημης, εθνικής μας κρίσης. Στην Αθήνα, την γοητευτική και πολύτιμη για πολλούς από εμάς πόλη μας -που πριν από μερικά χρόνια ήταν ο βασικός μας «μέτοχος» από πλευράς αγοραστικού κοινού-, οι άνθρωποι δυσκολεύονται πλέον να κυκλοφορήσουν για λόγους που δεν χρειάζεται να αναμασήσουμε. Ας μνημονεύσουμε ωστόσο τις ταριχευμένες, προγραμματισμένες, τακτικές διαδηλώσεις όσων κόπτονται για τους μικρομεσαίους καταστηματάρχες και βιοτέχνες της πόλης, ενώ, στην πράξη, τους υπονομεύουν συνειδητά.
Όπως συμβαίνει στην συντριπτική πλειοψηφία των εκδοτών, τα βιβλία της Εστίας επηρεάζονται από τη βεβαρυμένη συγκυρία, καθώς το απαιτητικό αναγνωστικό κοινό ζει τη δική του, εσωτερική κρίση, δυσκολεύεται και ασθμαίνει, μειώνοντας τις αγορές του. Επηρεαζόμενο συχνά από τα μέσα ενημέρωσης, αλλά και από την περιρρέουσα αυτολύπηση, και βυθιζόμενο στην κατάθλιψη, το κοινό αυτό απομακρύνεται από την ουσία, ανάγει τα πάντα στην οικονομική ανασφάλεια και συμπεραίνει ότι (και) το βιβλίο είναι απρόσιτο οικονομικά. Προσχηματική –σε πολλές περιπτώσεις– δικαιολογία, σε μια χώρα που δεν καλλιέργησε ποτέ την αγάπη και την αναγκαιότητα του βιβλίου.
Πλήττονται έτσι πρωτίστως τα βιβλιοπωλεία και αντανακλάται η κατάσταση στους εκδότες.
Η διαχείριση του αρχείου των εκδόσεων Εστία και οι επανεκδόσεις των βιβλίων του οίκου αποτελούν υποδειγματικές κινήσεις, τόσο επιχειρηματικά, όσο και αισθητικά. Πού βρίσκεται η χρυσή τομή ανάμεσα σε αυτά τα δυο πεδία;
Ανατρέχουμε συχνά στους αστείρευτους, παλαιότερους θησαυρούς της Εστίας, με συλλεκτικές εκδόσεις ή με εκσυγχρονισμένες, μονοτονικές εκδόσεις, συνοδευόμενες από κείμενα που βοηθούν τον νεότερο αναγνώστη, τον νεότερο εκπαιδευτικό, αλλά και όποιον θέλει να μάθει περισσότερα για τον περίγυρο που γέννησε αυτά τα έργα. Είμαστε υπερήφανοι γι’ αυτή τη δραστηριότητα του εκδοτικού οίκου.
Για να καταστεί όμως και επιχειρηματικά επωφελής, θα χρειαζόταν ακόμα περισσότερους επαρκείς βιβλιοπώλες και επαρκείς ή φιλοπερίεργους αναγνώστες. Χρειάζονται επίσης περισσότεροι επαρκείς εκπαιδευτικοί, για να δημιουργηθούν και περισσότεροι επαρκείς αναγνώστες.
Παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια μια στροφή της Εστίας προς τους νέους συγγραφείς. Ποιες είναι οι απαιτήσεις σας από το κείμενο ενός πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα;
«Τελευταία» χρόνια σημαίνει εδώ περισσότερα από τριάντα. Τότε έγινε αυτή η στροφή της Εστίας. Αν είναι νέος, ιδανική απαίτηση είναι να εξισορροπεί λογοτεχνικά την έλλειψη εμπειρίας με τη ζωντάνια της ματιάς του. Αν είναι μεγαλύτερος, να συνδυάζει και τα δύο αυτά τουλάχιστον. Να χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να εκφράσει τον κόσμο μέσω του εαυτού του. Να προσθέτει κάτι με την παρουσία του στο λογοτεχνικό τοπίο.
Έχετε κυκλοφορήσει κι εσείς δυο συλλογές διηγημάτων από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια κι έχετε υπογράψει τη μετάφραση κάποιων βιβλίων. Λαμβάνοντας το παραπάνω υπ’ όψιν αντιμετωπίζετε τους νέους συγγραφείς με επιείκεια ή είστε σκληρή και απόλυτη όταν ζητάνε την επαγγελματική σας γνώμη;
Οπωσδήποτε ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα αλλαγή ρόλου, και πολύ ταιριαστή με τις ανησυχίες μου τις πνευματικές, το πέρασμα αυτό από την άλλη πλευρά του πάγκου. Έμπαινα στον ρόλο του συγγραφέα, ο οποίος υπογράφει ένα συμφωνητικό έκδοσης και εκτίθεται στο κοινό και την κριτική. Με όλες τις ανασφάλειες του «πρωτοεμφανιζόμενου» (που, στην περίπτωσή μου, ανακατεύεται εκεί που δεν τον σπέρνουν), αλλά και με εμπιστοσύνη προς τον εκδότη με τον οποίο συνεργάστηκα.
Η εμπειρία της έκδοσης δικών μου κειμένων και μεταφράσεων δεν με επηρέασε περισσότερο από τόσο. Ήμουν και είμαι απαιτητική με τον εαυτό μου και με τους άλλους. Η επιείκεια είναι μια έννοια που δεν θα πρέπει, πιστεύω, να υπεισέρχεται στις σχέσεις εκδότη και συγγραφέα, διότι δεν είμαστε δικαστές, ούτε ιερείς. Η Εστία, ο παλαιότερος ελληνικός εκδοτικός οίκος, παρέχει διαβατήριο, πιστοποιεί το πέρασμα ή την ενσωμάτωση του συγγραφέα στον κόσμο της τοπικής διανόησης ή/και κουλτούρας. Άργησα να το συνειδητοποιήσω αυτό με την αναγκαία έμφαση. Τώρα αναγνωρίζω πως έχω χρέος να είμαι απαιτητική με τον εαυτό μου, με τους συνεργάτες μου και με τους συγγραφείς του οίκου.
Στην περίπτωση των συγγραφέων, προσπαθώ να τους κατανοώ μέσω των κειμένων τους και να προσφέρω την εμπειρία αυτής της κατανόησης και στους ίδιους. Σε τι χρησιμεύει ένας εκδότης, αν δεν προσφέρει τη βιωματική, αναγνωστική εμπειρία του ώστε να ερεθίσει τον συγγραφέα και να τον κάνει να σκεφτεί πώς μπορεί να δουλέψει για να γίνει καλύτερος; Για να μεταφέρεις ένα βιβλίο στη διάκριση του αναγνώστη δεν αρκεί να το καταστήσεις έντυπο ή ηλεκτρονικό αντικείμενο.
Οι λέξεις σας «σκληρή και απόλυτη» με οδηγούν συνειρμικά στον εγωκεντρισμό, την ανασφάλεια και την απαιδευσία που χαρακτηρίζουν τη νεοελληνική κοινωνία και ορισμένους συγγραφείς ή επίδοξους συγγραφείς στο εσωτερικό της. Και έχουμε δει στην πράξη ότι λιγοστοί (ευτυχώς) συγγραφείς δεν θέλουν ή δεν μπορούν να συνεργαστούν σε υψηλότερο επίπεδο με απαιτητικό εκδότη ή επιμελητή.
Προσπαθώ, από την πλευρά μου, να υπηρετώ πιο χρήσιμες έννοιες. Να μένω σταθερά πιστή στις αρχές του εκδοτικού επαγγέλματος, στην αγάπη των συγγραφέων και των κειμένων. Ειλικρινής, όσο μου επιτρέπεται.
Σε τι χρησιμεύει ένας εκδότης, αν δεν προσφέρει τη βιωματική, αναγνωστική εμπειρία του ώστε να ερεθίσει τον συγγραφέα και να τον κάνει να σκεφτεί πώς μπορεί να δουλέψει για να γίνει καλύτερος; Για να μεταφέρεις ένα βιβλίο στη διάκριση του αναγνώστη δεν αρκεί να το καταστήσεις έντυπο ή ηλεκτρονικό αντικείμενο.
Κατά τον Φόκνερ, η σειρά δυσκολίας των λογοτεχνικών κειμένων ξεκινάει από την ποίηση, το είδος με τις περισσότερες απαιτήσεις, συνεχίζεται με το διήγημα και καταλήγει στο μυθιστόρημα. Ως αναγνώστρια και ως συγγραφέας συμμερίζεστε αυτήν την άποψη;
Απολύτως. Και όσο περνούν τα χρόνια, εκτιμώ όλο και περισσότερο την ποίηση και το διήγημα. Η έλλειψη αληθινής φαντασίας και βάθους δεν κρύβονται σ’ αυτά τα δυο είδη. Η ποίηση και το διήγημα είναι, για μένα, απαραίτητα συστατικά του καλού μυθιστορήματος.
Η σημασία της οικονομίας στην ποίηση και στο διήγημα είναι μια πραγματικά ενδιαφέρουσα συζήτηση. Η οικονομία αυτή μου φαινόταν ανέκαθεν πιο ελκυστική και δημιουργική από την άλλη.
Αν σας ζητούσε κάποιος να εντοπίσετε τα μειονεκτήματα της Εστίας ποια θα του αναφέρατε;
Υπερβολική ανεκτικότητα, μειωμένη επιθετικότητα. Αν και αυτά, από μια άλλη σκοπιά, είναι και πλεονεκτήματά της.
Στα πλεονεκτήματα του οίκου θα σημείωνα τον πλουραλισμό των θεματικών ενοτήτων που καλύπτουν την πεζογραφία, το θέατρο, την ιστορία και το δοκίμιο, μεταξύ άλλων. Ποιος είναι ο κοινός τόπος όλων αυτών των βιβλίων που δίνει το «στίγμα» του εκδοτικού οίκου;
Απαραίτητη εδώ η μνεία του περιοδικού Νέα Εστία. Σεβασμός στην παράδοση, προσήλωση σε αρχές, απόρριψη των κοινών τόπων, της πολιτικής ορθοφροσύνης και της ευκολίας, σε όλες τους τις μορφές. Σοβαρότητα. Αναζήτηση πρωτοτυπίας. Αναζήτηση του καλού, αν όχι του καλύτερου.
Κυρία Καραϊτίδη, διευθύνετε έναν από τους ιστορικούς εκδοτικούς οίκους. Πόσο βαρύνει στις σημερινές σας επιλογές η ιστορία της Εστίας; Ή, για να το πω αλλιώς, έχετε μπει στον πειρασμό να συμπεριλάβετε στο εκδοτικό σας πρόγραμμα βιβλία της κατηγορίας που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «γυναικεία λογοτεχνία»;
Αρνούμαι τη διάκριση αυτή. Υπάρχουν καλοί, μέτριοι και κακοί συγγραφείς, άντρες και γυναίκες. Οι καλοί συγγραφείς και των δύο φύλων ενσωματώνουν απαραιτήτως τα στοιχεία του άλλου φύλου, και αυτό εκφράζεται πάντα στο έργο τους. Υπάρχουν επίσης επαρκείς ή ανεπαρκείς αναγνώστες και των δυο φύλων.
Πιστεύω όμως ότι υπάρχει η διάκριση λογοτεχνίας και παραλογοτεχνίας, αν και, σε κάποιες περιπτώσεις, τα όρια συγχέονται. Θα ονόμαζα λογοτεχνικό το έργο που προϋποθέτει αναγνωστική (δηλαδή πνευματική και νοητική) προσπάθεια, συνεχή εκπαίδευση και επιθυμία για νέους ορίζοντες, και παραλογοτεχνικό το έργο που στηρίζεται στην έξυπνη επανάληψη των κοινών τόπων της ζωής μας, το έργο που δρα μάλλον ως παθητικό αγχολυτικό, όπως η κακή τηλεόραση, παρά ως διεγερτικό αυτογνωσίας. Έχει σίγουρα τη χρησιμότητά του και αυτό, απλώς δεν την έχω μελετήσει.
Καλώς ή κακώς, στην Εστία προτιμούμε να κατακτούμε τον χρόνο, αντί να τον περνάμε και να τον προσπερνάμε. Είναι δύσκολο, (συχνά) άχαρο και (συνήθως) αντιοικονομικό, με την εξωλογοτεχνική, τώρα, σημασία της λέξης. Αλλά πάρα, πάρα πολύ ωραίο…
Ευτυχώς για μας, αυτό διδαχθήκαμε, αυτό αγαπήσαμε και αυτό εξακολουθούμε να κάνουμε.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.