Συνέντευξη με τον συγγραφέα Άκη Παπαντώνη με αφορμή τη νέα του νουβέλα «Η τελευταία αρκούδα του δάσους» (εκδ. Κίχλη).
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
Δύο αδέλφια που η σχέση τους περνάει πολλές διακυμάνσεις. Ο μικρός (Θοδωρής) ψάχνει συνεχώς ένα στήριγμα, ενώ ο μεγάλος (Νίκος), αν και γίνεται ο δεύτερος πατέρας του, στην ουσία έχει βυθιστεί στις δικές του ιδεολογικές ονειροφαντασιές. Γίνεται μέλος ακροδεξιάς οργάνωσης και ως Νικηφόρος (πια) καταλήγει να πολεμάει ως εθελοντής στον Εμφύλιο της πρώην Ενωμένης Γιουγκοσλαβίας.
Ο πατέρας τους έχει εξαφανιστεί από καιρό, ενώ η μάνα είναι υποφωτισμένη από την ίδια της τη ζωή. Κάπως έτσι αρθρώνεται η νουβέλα του Άκη Παπαντώνη Η τελευταία αρκούδα του δάσους (εκδ. Κίχλη) που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Μας μιλάει για τη σχέση που έχει η μεγάλη Ιστορία στα βιβλία του (προφανώς και στο τελευταίο), τη δύναμη των σιωπών και τα τραύματα που είναι (ή δεν είναι) σε θέση να κουβαλήσει ένας άντρας.
Τέταρτο βιβλίο, τρίτο πεζογραφικό, και δεν γίνεται να μην ρωτήσω πώς και παραμένεις σταθερός στον χώρο της νουβέλας;
Δεν αναρωτιέμαι ποτέ a priori για τη φόρμα των βιβλίων μου. Αυτή προκύπτει οργανικά από τις ανάγκες της αφήγησης. Τόσο ο Καρυότυπος (το πρώτο μου βιβλίο) όσο και η Τελευταία αρκούδα του δάσους (το τελευταίο μου) είναι αφηγήσεις που περιστρέφονται γύρω από ένα κεντρικό πρόσωπο, με μία –πάνω κάτω– γωνία θέασης, χωρίς την έκταση (αλλά με την βαθύτητα, θέλω να ελπίζω) που θα περίμενε κανείς από ένα μυθιστόρημα. Το Ρηχό νερό, σκιές από την άλλη (το δεύτερο πεζό μου) είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, αν και σχετικά μικρής έκτασης, μιας και είναι φυγόκεντρο, συγκεράζοντας ιστορίες διαφορετικών προσώπων κάτω από την σκέπη μιας κοινής ιστορικής συγκυρίας.
Επίσης, το σχήμα «μεγάλο γεγονός-ιδιωτική σφαίρα» είναι κάτι που εμφανίζεται και στο τελευταίο σου βιβλίο. Η Ιστορία σαρώνει, τελικά, τους ανθρώπους;
Αυτό είναι κάτι που με ενδιαφέρει πολύ. Οι ήρωές των βιβλίων μου –όπως κι ο καθένας μας άλλωστε– δε ζουν εν κενώ, ούτε συμπεριφέρονται εκτός συγκειμένου. Η Μεγάλη Ιστορία δεν θα μπορούσε παρά να είναι καθοριστική των μικρών, προσωπικών ιστοριών του καθενός μας. Υπάρχει βέβαια και το «χρηστικό» κομμάτι αυτής της επιλογής: οι σημαντικές ιστορικές τομές αποτελούν ένα σημείο πρώτης προσέγγισης με τους αναγνώστες, καθώς εκείνοι –όπως κι εγώ– έχουν δει, διαβάσει, ακούσει, επηρεαστεί από σημαντικά γεγονότα του παρελθόντος. Η Ιστορία, λοιπόν, ναι, σαρώνει τους ανθρώπους (συγγραφείς και αναγνώστες εξίσου) και τις σχέσεις τους, ξανασχεδιάζει τις πορείες τους – συχνά ερήμην των ίδιων. Κι αυτό το βρίσκω συναρπαστικό.
Πιστεύω πως οι σιωπές, ακριβώς όπως οι παύσεις στη μουσική, έχουν μεγάλη δύναμη. Οι σιωπές, τα λόγια που δεν αρθρώνονται, είναι όσα δίνουν πραγματικά ρυθμό σε μια συνομιλία –τόσο στη λογοτεχνία όσο και στη ζωή.
Όλο το βιβλίο το διαπερνάει η σιωπή και το ανείπωτο. Πράγματα που δεν εκστομίζονται, γεγονότα που μένουν στο ημίφως. Είναι μια σκιαμαχία οι σχέσεις των ηρώων σου;
Δεν είναι οι περισσότερες σχέσεις μια σκιαμαχία; Πιστεύω πως οι σιωπές, ακριβώς όπως οι παύσεις στη μουσική, έχουν μεγάλη δύναμη. Οι σιωπές, τα λόγια που δεν αρθρώνονται, είναι όσα δίνουν πραγματικά ρυθμό σε μια συνομιλία – τόσο στη λογοτεχνία όσο και στη ζωή. Αν, ως συγγραφέας, καταφέρεις να πεις αυτό που θες χωρίς να το βάλεις στο στόμα των ηρώων σου, αλλά να το δηλώνουν οι βουβές χειρονομίες τους, η ξαφνική (ή η παρατεταμένη) σιωπή τους, τότε έχεις μάλλον πετύχει κάτι. Το προσπάθησα αυτό σε πολλά σημεία της νουβέλας. Νομίζω πως είναι το κομμάτι του βιβλίου στο οποίο αφιέρωσα τον περισσότερο χρόνο, την περισσότερη «δουλειά».
Κάθε κεφάλαιο φέρει ως προμετωπίδα μαρτυρίες από τα πρακτικά του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την Πρώην Γιουγκοσλαβία. Αν ενώσεις όλες αυτές τις φωνές δημιουργείται ένας χορός τραγωδίας. Ήταν αυτός ο σκοπός σου;
Ακριβώς αυτός – και σ’ ευχαριστώ που το αναδεικνύεις. Δεν ήταν επουδενί πρόθεσή μου να παραθέσω πληροφορίες ή αυτούσιες μαρτυρίες από τον γιουγκοσλαβικό εμφύλιο, να γράψω ένα ιστορικό μυθιστόρημα ή να αναπαράξω γεγονότα με τρόπο δημοσιογραφικό. Είχα δεκάδες σελίδες σημειώσεων, τις οποίες διύλισα σε αυτές τις (μεταλλαγμένες βέβαια) μαρτυρίες των λίγων αράδων. Κάθε μία είναι σε συνομιλία με το κεφάλαιο το οποίο εισάγει, και όλες μαζί είναι η σπαρακτική ηχώ ενός τραύματος που πλανάται πάνω από την ιστορία του Νικηφόρου και του Θοδωρή.
Ο Άκης Παπαντώνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Είναι καθηγητής Επιγενετικής στην Ιατρική Σχολή του Γκέτινγκεν· γράφει και μεταφράζει λογοτεχνία. Τα βιβλία του, η νουβέλα Καρυότυπος (2014, Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου του περιοδικού Ο Αναγνώστης), το μυθιστόρημα Ρηχό νερό, σκιές (2019), η ποιητική συλλογή bildungsroman (2021) και η νουβέλα Η τελευταία αρκούδα του δάσους (2023) κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κίχλη. |
Δεν ξέρω αν η οικογένεια του βιβλίου σου είναι αυτό που λέμε «τυπική ελληνική οικογένεια», ωστόσο, η συγκεκριμένη φέρει πολλά τραύματα. Είχες στο μυαλό σου τον κίνδυνο μην πέσεις σε «ψυχαναλυτισμούς»; Πώς τους απέφυγες;
Υπάρχει πάντα ο φόβος της υπερβολής: το να μην έχουν οι ήρωές σου τίποτα άλλο πέρα από τραύματα· υπάρχει και ο φόβος του «ψυχαναλυτισμού» όπως λες. Αν και δεν είχα ποτέ ένα (συνειδητό) πλάνο για να αποφύγω οποιοδήποτε εκ των δύο, νομίζω πως η οικογένεια του βιβλίου «γειώνεται» από την πραγματικότητα των δεκαετιών στις οποίες ζει. Με άλλα λόγια, τα ίδια τα γεγονότα των δεκαετιών του ’80, του ’90 και του ’00 βάζουν τα μέλη της οικογένειας του Θοδωρή στη θέση στην οποία είναι. Και τα γεγονότα αυτά είναι αδιάψευστα. Οι άνθρωποι της ηλικίας μας θυμούνται αυτές τις δεκαετίες με νοσταλγία, μα είχαν και τις σκοτεινές πτυχές τους εκείνα τα χρόνια, τις οποίες επισκεπτόμαστε ξανά τώρα με μεγαλύτερη ενάργεια.
Ο Θοδωρής έχεις κάτι από τον Ν. του Καρυότυπου; Είναι κι αυτός ένας άνθρωπος χωρίς πυξίδα; Ένας μονήρης που κουβαλάει τα βιώματά του σαν βάρος;
Είναι ενδιαφέρουσα παρατήρηση αυτή – ομολογώ πως δεν έγινε από πρόθεση, αλλά όντως υπάρχουν κάποιες ομοιότητες. Ο Θοδωρής, στα δικά μου μάτια, είναι ένας άνθρωπος, αν όχι χωρίς πυξίδα, σίγουρα με «μπερδεμένη» πυξίδα. Τα βιώματά του του είναι βάρος, αλλά και οδηγός – όπως όλων μας. Η φυγή του πατέρα του, για παράδειγμα, είναι ένα προφανές τραύμα, αλλά η αγάπη του αδελφού του (όταν εκδηλώνεται) είναι βάλσαμο. Από την άλλη, ο Ν. του Καρυότυπου κουβαλάει ένα βαθύ, καθοριστικό τραύμα –αυτό των ορφανοτροφείων του καθεστώτος Τσαουσέσκου– που ούτε καν η αμέριστη αγάπη των ανάδοχων γονιών του μπορεί να επουλώσει. Εν τέλει, βέβαια, και στους δύο ήρωες αυτό καθορίζει τις σχέσεις τους, ειδικά εκείνες με το άλλο φύλο.
Ο Νίκος, ο αδελφός του Θοδωρή, γίνεται Νικηφόρος. Εντάσσεται στην άκρα Δεξιά, νοηματοδοτεί τη φασίζουσα ιδεολογία του και πηγαίνει εθελοντής στον πόλεμο της Πρώην Γιουγκοσλαβίας. Τον θεωρείς μια ακόμη τραγική φιγούρα;
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αποτελεί και τραγική φιγούρα. Βέβαια, αυτό ενέχει τον κίνδυνο του να αμβλύνει την βαρύτητα των επιλογών του – το ότι ασπάστηκε την ακροδεξιά (αν και στρατολογήθηκε έφηβος) και το ότι συμμετείχε εθελοντικά στα γεγονότα της Σρεμπενίτσα (αν και παραμένει αμφίθυμο στο βιβλίο αν έκανε ο ίδιος αξιόποινες πράξεις). Είναι μια αδιόρατη γραμμή αυτή πάνω στην οποία βαδίζει ο χαρακτήρας του Νικηφόρου: και βασανισμένος και βασανιστής, και παραπλανημένος και αμετανόητος. Εν τέλει, όπως κάθε τι σε ένα βιβλίο, είναι στο χέρι του αναγνώστη πώς θα αξιολογήσει τους πρωταγωνιστές και τις επιλογές τους. Άλλωστε η (καλή) λογοτεχνία πρωτίστως θέτει ερωτήματα, δεν τα απαντάει.
Oι άνθρωποι –είτε είναι ήρωες λογοτεχνικών βιβλίων είτε υπαρκτά πρόσωπα– καθορίζονται από τις αντιφάσεις τους και από τον τρόπο που αυτές συναρμόζονται.
Ενδιαφέρον έχει ο τρόπος που διαχειρίζεσαι την κρυμμένη σεξουαλικότητα του Νικηφόρου. Θεωρείς πως αυτό είναι σημαντικό για να «δέσει» η ψυχοσύνθεσή του;
Πιστεύω πως οι άνθρωποι –είτε είναι ήρωες λογοτεχνικών βιβλίων είτε υπαρκτά πρόσωπα– καθορίζονται από τις αντιφάσεις τους και από τον τρόπο που αυτές συναρμόζονται. Στην περίπτωση του «επινοημένου» Νικηφόρου, η αντίφαση που ήθελα να αναδείξω είναι αυτή των «ματσό» προσδοκιών της ακροδεξιάς ταγής του με την ανάγκη του να μην κρύβει άλλο την σεξουαλικότητά του και την ανάγκη του για αγάπη. Αυτό το επιχειρεί μέσα από τα αδέξια στιχάκια που γράφει δεξιά κι αριστερά και τα οποία θα ήθελε, τελικά, κάποιος να τα διαβάσει, να τα αποκρυπτογραφήσει.
Η απουσία πατέρα στιγματίζει και τα δύο αδέλφια. Είναι κι αυτό μια εξήγηση που δεν καταφέρνουν ποτέ να συνομιλήσουν ανοιχτά; Το κοινό τους στοιχείο είναι η τραυματισμένη αρρενωπότητα;
Η τραυματισμένη αρρενωπότητα δεν ήταν ποτέ κάτι που είχα στο νου μου ως εξήγηση για την φύση της σχέσης των δύο αδελφών. Θέλοντας να αποφύγω τους «ψυχαναλυτισμούς» (όπως είπες πιο πάνω) και εδώ, θα πω το εξής: εν τη απουσία του πατέρα τους, ο Νίκος/Νικηφόρος αναλαμβάνει –ακουσίως ή εκκουσίως– τον ρόλο του «προστάτη» για τον μικρότερο αδερφό του και ο Θοδωρής ενηλικιώνεται εντός αυτής της συνθήκης.
Έτσι όταν χάνεται «η τελευταία αρκούδα του δάσους», ο Θοδωρής βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο: έχει αφενός χάσει τον άνθρωπο που φύλαγε σκοπιά έξω από το παιδικό του δωμάτιο ή έξω από το παράθυρό του φοιτητικού του διαμερίσματος, αφετέρου όμως φεύγει από πάνω του το βάρος των πράξεων που γνωρίζει πως είχε κάνει ο Νικηφόρος.
Και με αυτή τη νέα συνθήκη καλείται πλέον να ζήσει, στη μακρύτερη ίσως σιωπή του βιβλίου – όπως λέει άλλωστε και το μοναδικό ποίημα που γράφει ο Θοδωρής: «[…] ο κόσμος μου εἶναι οἱ χειμῶνες σου./ Ἄνοιξα ἀπόψε ἕνα ἀκόμα κιβώτιο μὲ τὰ πράγματά σου/ μὲ τὸν χαρτοκόπτη ποὺ ἄνοιγα τὰ γράμματά σου,/ μὰ πρὶν κοιτάξω μέσα/ πάγωσαν ὅλες οἱ χειρονομίες μου».
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).