Συνέντευξη με τον συγγραφέα Φαίδωνα Κυριακού με αφορμή το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ο θυριδοποιός» (εκδ. Κέδρος).
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
Ναύπλιο 1872. Αθήνα 1940. Αν μη τι άλλο ο Φαίδωνας Κυριακού δεν φοβάται να αναμετρηθεί με το παρελθόν και συγκεκριμένα με ταραγμένες έως και σκληρές περιόδους της ελληνικής Ιστορίας. Στο νέο του μυθιστόρημα Ο Θυριδοποιός (εκδ. Κέδρος), μάς παρουσιάζει έναν αντιήρωα που παλεύει με τα μυστικά του, τη ψυχολογική αναπηρία του, αλλά και τις ματαιώσεις του. Την ίδια στιγμή που έχει να αντιπαλέψει μια εξόχως δύσκολη συνθήκη, τη γερμανική Κατοχή.
Μην περιμένετε ηρωικές εικόνες αντίστασης σε τούτο το βιβλίο, ο στόχος του Κυριακού είναι εντελώς διαφορετικός. Πέραν του ιστορικού πλαισίου, δημιουργεί έναν χαρακτήρα που δεν γίνεται να μην σου προκαλέσει το ενδιαφέρον. Ακόμη κι αν δεν συμφωνείς πάντα με τις αποφάσεις ή τις περιελίξεις των σκέψεών του.
Ο Φαίδωνας Κυριάκου μας μίλησε για το συγκεκριμένο βιβλίο, αλλά και για τον τρόπο που έχει έτσι ώστε να ανασυνθέτει στα βιβλία του μια ολόκληρη –μα εντελώς μακρινή– εποχή με τη δικιά μας.
Στην «Γκιλοτίνα του Ναυπλίου» μάς μεταφέρετε στις φυλακές Ναυπλίου το 1872. Στον «Θυριδοποιό» η ιστορία εξελίσσεται στην Αθήνα του 1941. Τι είναι αυτό που σας «τραβάει» στο παρελθόν;
Ο αναστοχασμός του παρελθόντος έχει τη γοητεία της ανακάλυψης των ριζών μας και ταυτόχρονα τη μαγεία μιας πλουσιότερης κατανόησης του παρόντος μας. Μας χωρίζουν πολλά από το παρελθόν αλλά μας ενώνουν πολύ περισσότερα κι όσο καλύτερα τα κατανοούμε τόσο πιο πολύ ωριμάζουμε. Παρ’ όλα αυτά, η επιλογή της συγγραφής μυθιστορημάτων σε κάποιο ιστορικό πλαίσιο είναι περισσότερο απαίτηση της εκάστοτε ιστορίας και λιγότερο μια δική μου προεπιλογή.
Στην «Γκιλοτίνα του Ναυπλίου» η ιστορία απαιτούσε ένα πλαίσιο στο οποίο υφίσταται η θανατική ποινή, οπότε, το να επιστρέψω σε εποχές όπου τέτοιες πρακτικές ήταν συνηθισμένες ήταν λογικό.
Στην Γκιλοτίνα του Ναυπλίου (εκδ. Κέδρος) η ιστορία απαιτούσε ένα πλαίσιο στο οποίο υφίσταται η θανατική ποινή, οπότε, το να επιστρέψω σε εποχές όπου τέτοιες πρακτικές ήταν συνηθισμένες ήταν λογικό. Στον Θυριδοποιό, μια ιστορία που εκτυλίσσεται στο 1941, ήθελα να μιλήσω για έναν ήρωα που κατασκευάζει φέρετρα –η εικόνα αυτού του ανθρώπου ήταν πολύ ζωντανή μέσα μου καιρό πριν ξεκινήσω την συγγραφή– και μια συνθήκη στην οποία οι νεκροί είναι τόσοι που στοιβάζονται στους δρόμους (δυνητικά, λοιπόν, μια καλή εποχή για έναν φερετροποιό), κι ωστόσο η φτώχεια δεν επιτρέπει την πολυτέλεια για φέρετρα και κηδείες, προσέφερε ένα πολύ πλούσιο σκηνικό για την εξερεύνηση μιας πολυσύνθετης ψυχολογικής συνθήκης.
Τι είδους αφηγηματικά «υλικά» χρησιμοποιήσατε για να αναπλάσετε την κατοχική Αθήνα; Έχουμε, βέβαια, πολλές εικόνες και αφηγήσεις από εκείνη την περίοδο, αλλά φτάνουν για να δημιουργήσουν κάτι πρωτότυπο;
Πράγματι, όλοι μας έχουμε εικόνες και γνώσεις από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και την Κατοχή γιατί η εποχή δεν είναι παλιά. Όταν όμως γράφεις ένα βιβλίο είναι απαραίτητο να κάνεις πραγματολογική έρευνα για να την κατανοήσεις σε βάθος, προτού μιλήσεις γι’ αυτήν.
Ως εκ τούτου, έψαξα ιστορικά ντοκουμέντα και φωτογραφίες της εποχής, διάβασα πλείστα άρθρα και έσκυψα πάνω από πολλές ιστορικές μελέτες. Δύο βιβλία, όμως –δύο ημερολόγια της εποχής– στάθηκαν οι μεγαλύτεροι αρωγοί στην κατανόηση της καθημερινότητας εκείνων των χρόνων: «Ημερολόγιο Κατοχής» της Μαρίκας Αντωνοπούλου (εκδ. Πατάκη) και «Αναμνήσεις Κατοχής 1940-1950» του Κώστα Κινή (εκδ. Μένανδρος).
Το βιβλίο σας δεν έχει ηρωική «πρόθεση», δεν είναι μια ακόμη εποποιία των Ελλήνων έναντι των ναζί κατακτητών. Είναι το υπαρξιακό βάρος που κουβαλάει ο Μάνος, ο κεντρικός ήρωας, που κινητοποιεί τα πάντα;
Ναι, ο ηρωισμός που διαποτίζει αυτό το βιβλίο είναι πολύ πιο διακριτικός. Ο στόχος μου ήταν να καταδυθώ στην ψυχολογία του ήρωά μου, ενός ανθρώπου που έχει ένα δύσκολο παρελθόν, μια ψυχική νόσο που τον ταλανίζει και μία ιστορική συνθήκη που θα λύγιζε τον οποιοδήποτε. Ήθελα να πάρω, λοιπόν, αυτό τον άνθρωπο, και να ψηλαφήσω την πορεία του προς το φως.
Πιστεύω πολύ στην οικουμενικότητα της ανθρώπινης εμπειρίας, στο γεγονός ότι πέρα από όλες τις εθνολογικές, ιδεολογικές ή ιστορικές διαφορές μας, έχουμε τις ίδιες ανάγκες και τις ίδιες ελπίδες να μας ενώνουν. Ως εκ τούτου, σε όλα τα κείμενά μου, ο στόχος μου είναι να καταδείξω όσα μας κάνουνε ανθρώπους· το φως και το σκοτάδι μας, που διατρέχει και χρωματίζει κάθε εποχή.
Ο Φαίδων Κυριακού γεννήθηκε στην Αθήνα το 1990. Σπούδασε Εφαρμοσμένα Μαθηματικά και Φυσικές Επιστήμες στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, απέκτησε διδακτορικό στην Εμβιομηχανική από το Πανεπιστήμιο του Strathclyde στη Γλασκόβη, όπου εργάστηκε ως ιατρικός ερευνητής, και σήμερα ζει στην Αγγλία. Ο θυριδοποιός είναι το πέμπτο βιβλίο του. Για περισσότερες πληροφορίες, επισκεφθείτε τον ιστότοπο του συγγραφέα. |
Έχει ενδιαφέρον η αντινομία του τίτλου με το πραγματικό επάγγελμα του Μάνου. Ενώ είναι φερετροποιός, το μυθιστόρημα φέρει τον τίτλο «Θυριδοποιός». Καίτοι το εξηγείτε με ποιητικό τρόπο στο βιβλίο σας, θα θέλατε να μας πείτε πώς καταλήξατε σ’ αυτόν τον τίτλο;
Ο τίτλος είναι ο τελευταίος κρίκος μιας μεγάλης αλυσίδας από προτάσεις ιδεών και απορρίψεων. Αρκεί να πω ότι ποτέ στη ζωή μου δεν σκέφτηκα περισσότερο για έναν τίτλο. Το «φερετροποιός» ήταν βεβαίως μια πιθανή επιλογή –είτε αυτόνομα είτε ως μέρος ενός μεγαλύτερου τίτλου– αλλά όσο ενδιαφέρον μπορεί να φαινόταν σε κάποιους αναγνώστες άλλο τόσο μακάβριο και απωθητικό θα ήτανε σε άλλους. Εν τέλει, ελπίζω ότι κατάφερα να πλάσω μια λέξη που κεντρίζει το ενδιαφέρον και τελικά ανταμείβει τον αναγνώστη μ’ ένα χαμόγελο, την ώρα που κατανοεί το γιατί χρησιμοποιείται.
Ο Μάνος είναι βεβαίως ένας αντιήρωας, ένας άνθρωπος που βιώνει έντονα την υπαρξιακή του μοναξιά και τις ατέλειές του. Νιώθει ανεπαρκής σχεδόν απ’ το ξεκίνημα της ζωής του.
Πώς θα περιγράφατε τον Μάνο; Οι σκέψεις του συχνά έχουν διλημματικό χαρακτήρα, ενώ δεν λείπει ακόμη και το μαύρο χιούμορ που υποσκάπτει, τρόπον τινά, τον ζόφο που τον περιβάλλει.
Ο Μάνος είναι βεβαίως ένας αντιήρωας, ένας άνθρωπος που βιώνει έντονα την υπαρξιακή του μοναξιά και τις ατέλειές του. Νιώθει ανεπαρκής σχεδόν απ’ το ξεκίνημα της ζωής του, ωστόσο, μέσα στα χρόνια, έχει καταφέρει να συμφιλιωθεί με τις σκιές της προσωπικότητάς του. Έχει έναν κυνισμό, απόρροια του επαγγέλματός του, αλλά και μια δική του θρησκευτικότητα. Πάνω απ’ όλα, όμως, διατηρεί μια έντονη αίσθηση χρέους η οποία είναι και η κινητήριος δύναμη για το μυθιστόρημα.
Από την αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, ο Μάνος οδηγείται σε ένα τολμηρό σχέδιο εξόντωσης του εχθρού. Πώς βιώνει αυτή την έντονη συναισθηματική εναλλαγή;
Για να ακολουθήσει ο Μάνος αυτή την πορεία, συμβαίνει, βεβαίως, μέσα του μια τεκτονική μετακίνηση, την οποία παρατηρούμε σε βάθος εκατόν πενήντα σελίδων. Είναι το μισό ταξίδι του από το σκοτάδι στο φως, το αναθάρρεμά του από την κατάθλιψη σε μια πρωτόγνωρη έξαψη, αλλά φοβάμαι ότι αν πούμε οτιδήποτε πιο λεπτομερές θα χαλάσουμε την αναγνωστική εμπειρία όσων δεν έχουν διαβάσει ακόμα το βιβλίο.
Παρά τη σκληρότητα των συνθηκών και την αγριότητα της ιστορικής συνθήκης, το μυθιστόρημά σας κουβαλάει στον πυρήνα του μια αισιόδοξη ματιά. Πιστεύετε πως οι δύσκολες συνθήκες γεννούν και τις ιδέες για να προχωρήσει κανείς τη ζωή του;
Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποιος αυστηρός κανόνας στους μηχανισμούς του μυαλού μας, όχι. Τόσο οι θετικές όσο και οι αρνητικές ιδέες γεννούνται ως επί το πλείστον ερήμην μας, κάποιες φορές όταν εμφορούμαστε από χαρά, άλλες μέσα στη θλίψη, και βεβαίως, σε συνάρτηση με την προσωπικότητα του καθενός.
Άλλες φορές οι σκέψεις μας μας οδηγούν σε βαθύτερα πηγάδια θλίψης κι άλλες σε πρωτοϊδωμένες κορυφές συνειδητοποιήσεων ή χαράς. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι ευτύχημα όταν στο πυκνότερο σκοτάδι μας μπορούμε να στοχαζόμαστε το φως. Λίγα πράγματα στον κόσμο είναι πιο πολύτιμα από αυτό.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).