Συνέντευξη με τον Λάζαρο Αλεξάκη με αφορμή το νέο του μυθιστόρημα «Σκιές του νότου» (εκδ. Διόπτρα).
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
Αντίδοτο στη βαυκαλιζόμενη νοσταλγία ή αλλιώς: η σκληρή πλευρά της δεκαετίας του '80. Οχι, δεν ήταν όλα ειδυλλιακά τότε κι ας έχει καταχωρηθεί στο μυαλό μας η συγκεκριμένη δεκαετία ως μια διαδρομή γεμάτη αθωότητα και ανεμελιά. Στο νέο μυθιστόρημα του Λάζαρου Αλεξάκη Σκιές του Νότου (εκδ. Διόπτρα) η αστυνομική ίντριγκα συναντάει την κοινωνική παρατήρηση.
Το αποτέλεσμα είναι ενδιαφέρον, νευρώδες και δικαιολογημένα απομαγευτικό. Η λογοτεχνία, άλλωστε, δεν υπάρχει για να ωραιοποιεί καταστάσεις, αλλά να αναδεικνύει τις κρυφές πτυχές τους. Ακόμη και τις λιγότερο φωτεινές. Ο Λάζαρος Αλεξάκης μας μίλησε για το πώς δούλεψε με τους συγκεκριμένους χαρακτήρες του μυθιστορήματός του (δεν ανήκουν, άλλωστε, στη μεγάλη πλειοψηφία) και για τα «συστατικά» ενός καλού αστυνομικού βιβλίου.
Από τον Ιούλιο Βερν και το παράξενο νησί Ομπλίκ περνάτε στο τελευταίο σας βιβλίο σε καθαρά αστικό περιβάλλον. Το θέμα ορίζει τον τόπο στα βιβλία σας ή το ανάποδο;
Το Μικρό ταξίδι σε δανεικό χάρτη ξεκίνησε από μια σπάνια έκδοση του Βερν και ακολούθησε τόσο παράξενη διαδρομή όσο κι ο Ναυτίλος, εκεί με όρισε εξολοκλήρου το θέμα. Στο Ομπλίκ, πάλι, η αφήγηση απαιτούσε ένα πολύ συγκεκριμένο περιβάλλον για να λειτουργήσει. Το βιβλίο είναι καθαρά σουρεαλιστικό στη δομή του, οπότε αποφάσισα να ακολουθήσω σχετική μέθοδο εύρεσής του. Εφόσον διαδραματιζόταν στη Γαλλία, τράβηξα μια τυχαία γραμμή στα δυτικά παίρνοντας σαν φανατικός κομιξόφιλος ως αφετηρία το χωριό του Αστερίξ. Έπεσα πάνω σε ένα νησί που η ιστορία του, η συμπεριφορά των κατοίκων και οι ιδιαιτερότητές του ήταν ταυτόσημες με τις σεναριακές ανάγκες. Ήταν τρελό αυτό. Θυμάμαι να διαβάζω άρθρα για το νησί και να προσπαθώ να το πιστέψω. Όσοι το διαβάζουν ψάχνουν το πραγματικό νησί, μερικοί το έχουν βρει και μου στέλνουν ενθουσιώδη μηνύματα. Τώρα, όσον αφορά τις Σκιές του Νότου, το θέμα και ο τόπος ήταν εξαρχής άρρηκτα δεμένα. Πραγματικές ιστορίες που συνέβησαν στο μπαρ όπου σύχναζα, εκεί ήταν η ρίζα της ιστορίας, εκεί τριγυρνούσε ο Λαδάς, ο Νικόκας και όλοι οι υπόλοιποι. Δεν υπήρξε ποτέ δεύτερη επιλογή.
Το βιβλίο εναι αναπόφευκτα νοσταλγικό αλλά ταυτόχρονα βάλλει κατά ριπάς κατά αυτής της επίμονα υποδαυλισμένης νοσταλγίας, αναδεικνύοντας τις παθογένειες των 80s, μιας δεκαετίας που έχει εξυψωθεί στα μάτια μας στον υπέρτατο βαθμό.
Η ιστορία αναπτύσσεται το καλοκαίρι του ’87; Γιατί τότε;
Ο πιο σημαντικός λόγος είναι ότι εκείνη την περίοδο έζησα τα περισσότερα από αυτά που αναφέρω στο βιβλίο. Επίσης ήταν μια εποχή που ήταν politically incorrect, κάτι που ήθελα να αναδείξω. Είναι αναπόφευκτα νοσταλγικό αλλά ταυτόχρονα βάλλει κατά ριπάς κατά αυτής της επίμονα υποδαυλισμένης νοσταλγίας, αναδεικνύοντας τις παθογένειες των 80s, μιας δεκαετίας που έχει εξυψωθεί στα μάτια μας στον υπέρτατο βαθμό. Η οικογενειακή βία, το bullying θεωρούνταν τότε δεδομένα και αναμενόμενα. Δεν ήταν τόσο ειδυλλιακά τα πράγματα. Και όσα υπομένουν οι χαρακτήρες έχουν να κάνουν σε μεγάλο βαθμό με τις άσχημες πλευρές της εποχής. Όποιος θέλει να διαβάσει για τα «υπέροχα 80s» θα πρέπει να κοιτάξει αλλού. Αυτή είναι η σκληρή πλευρά τους. Αυτή είναι η πλευρά των Σκιών του Νότου.
Υπάρχουν «συστατικά» για το πώς γράφεται μια αστυνομική ιστορία; Εσείς τα ακολουθήσατε κατά γράμμα;
Υπάρχουν κάποια και υποθέτω ότι, αν στύψω το μυαλό μου, θα σας πω μερικά, μα θα ήταν περιττό, γιατί δεν τα ακολούθησα. Δεν στάθηκα σαν μάγισσα πάνω από καζάνι –«Μάτι ασβού και δυο σταγόνες σασπένς»–, πρώτον γιατί είμαι τόσο άθλιος στη μαγειρική, δεύτερον πού να βρεις μάτι ασβού και τρίτον δεν λειτουργώ έτσι. Δεν κάνω ποτέ τόσο συγκεκριμένο πλάνο, αφήνω στους χαρακτήρες μου χώρο να κάνουν το δικό τους παιχνίδι. Αν παίξουν σωστά, τότε τα συστατικά θα είναι τα σωστά. Σηκώνεις μανίκια και γράφεις. Και περιμένεις να δεις τι θα κάνουν στο τέλος. Πρέπει να είσαι ταυτόχρονα γραφιάς και αναγνώστης. Αν δεν αγωνιάς ο ίδιος για την τύχη τους, δεν θα το μεταδώσεις.
Αν δεν μπορείς να πεις κάτι απλά, δεν έχεις κάτι να πεις. Δουλεύω ξανά και ξανά τα γραπτά μου κόβοντας περιττό βάρος.
Ένα από τα χαρακτηριστικά του βιβλίου σας είναι η ευθύτητα. Ο λόγος ρέει, χρησιμοποιείτε καθημερινές λέξεις και αρκετούς διαλόγους. Πώς δουλέψατε στο θέμα του ύφους;
Μικρός είχα πάρει ένα πολύτιμο μάθημα. Έπαιζα ηλεκτρική κιθάρα και προσπαθούσα να βγάλω δύσκολα κομμάτια κάποιου κιθαρίστα. Σκεφτόμουν πώς γίνεται κάποιος να είναι τόσο γρήγορος, μέχρι που κατάλαβα. Δεν ήταν πιο γρήγορος από μένα, ήταν όμως απίστευτα πιο λιτός. Η τριβή του είχε απαλείψει κάθε περιττή κίνηση. Δεν ήμουν αργός, ήμουν φαφλατάς. Αυτό εφαρμόζω στο γράψιμο. Αν δεν μπορείς να πεις κάτι απλά, δεν έχεις κάτι να πεις. Δουλεύω ξανά και ξανά τα γραπτά μου κόβοντας περιττό βάρος. Καθένας τα επιμελείται διαφορετικά, η δική μου μέθοδος είναι το νυστέρι. Σε μια συλλογή διηγημάτων που έγραψα και θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο του 2024 ένα διήγημα κατέβηκε στις μισές λέξεις από τις αρχικές χωρίς να παραλειφθεί το παραμικρό από την αρχική αφήγηση που δεν φαινόταν να πλατειάζει. Αν πριν ήταν μαχαίρι, τώρα είναι ξυράφι, έχει αμεσότητα, τώρα καταλαβαίνεις το χτύπημα όταν είναι αργά.
Θα ήθελα να επιμείνω στους διαλόγους καθώς είναι ένα «πονεμένο» θέμα στην ελληνική λογοτεχνία. Είχατε κάποιο μοτίβο στο μυαλό σας;
Μοτίβο δεν θα το έλεγα, ο λόγος που συμπεριέλαβα τους διαλόγους είναι ότι πλην ελάχιστων είναι πραγματικοί. Είναι, νομίζω, ταιριαστοί χωρίς να διακόπτουν τη ροή και μερικοί έχουν μεταφερθεί αυτολεξεί. Οι στιχομυθίες στο μπαρ, όπως αυτή για το Orange Blossom, έγιναν μπροστά μου. Ήμουν ο συνομιλητής του «Αντώνη» στον διάλογο για τα κοριτσάκια στην Σιγκαπούρη. Αυτά είναι πράγματα που είχα απωθήσει. Ακολούθησα φυσικά αυτό που είπα πριν περί λιτότητας, οπότε έκοψα από τους αρχικούς, το καταλαβαίνω όμως ότι είναι ακόμα αρκετοί.
Τι έχει μεγαλύτερη σημασία: να αποκαλυφθεί ο ένοχος ή η πορεία ως εκείνη τη στιγμή;
O ένοχος δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Το βιβλίο είναι εν μέρει whodunit, μα δεν είναι ο γρίφος που το κινεί, αλλά η ψυχοφθόρα πορεία των χαρακτήρων του. Στο τέλος ο κάθε αναγνώστης θα βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για τα κίνητρα του καθενός και για το πώς στάθηκε απέναντι στις επιλογές που χρειάστηκε να πάρει. Είναι ενδιαφέρον με ποιον «αθώο» ή «ένοχο» θα ταυτιστεί. Εκεί είναι για μένα το παιχνίδι των Σκιών του Νότου. Διαφορετικοί αναγνώστες που μου έχουν πει ότι τους άρεσε ο «κεντρικός χαρακτήρας» εννοούσαν κάποιον διαφορετικό ο καθένας. Το βιβλίο δεν είναι άσπρο ή μαύρο. Πιστό στις σκιές, είναι γεμάτο γκρι.
Το νουάρ είναι μια επικίνδυνα κλισέ φόρμα, βουτώντας το όμως σε μια επαρχιακή πόλη του ’87 έδωσε ένα εντελώς δικό του ύφος και ταυτόχρονα ανέδειξε κοινωνικά προβλήματα που δεν περιορίζονται στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.
Το βιβλίο είναι ποτισμένο από αλκοόλ, μπαρ, τσιγάρα, μουσικές. Είχατε κατά νου να μην πέσετε σε κοινούς τόπους άλλων βιβλίων που έχουν τον ίδιο «διάκοσμο»;
Δεν με απασχολούσε τόσο, ήξερα ότι αυτό που περιγράφω έχει δική του ταυτότητα και η καταγραφή του ήταν αρραγής και άρρηκτη. Το νουάρ είναι μια επικίνδυνα κλισέ φόρμα, βουτώντας το όμως σε μια επαρχιακή πόλη του ’87 έδωσε ένα εντελώς δικό του ύφος και ταυτόχρονα ανέδειξε κοινωνικά προβλήματα που δεν περιορίζονται στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, οπότε θα έλεγα ότι απέφυγε το να είναι κάτι στιλιζαρισμένο.
Οι ήρωές σας στην πραγματικότητα είναι κλασικοί αντι-ήρωες. Ντίβες, χρήστες, βαποράκια, δολοφόνοι, μπάτσοι. Ακούγεται δελεαστικό όλο αυτό, είναι όμως εύκολο να αποτυπωθεί στο χαρτί η ξεχωριστή ιδιοσυστασία τους;
Όχι όλων. Είναι χαρακτήρες που έχω ζήσει μα δεν ήταν εύκολοι, όχι τόσο γιατί είναι πολύπλοκοι αλλά γιατί είναι χαρακτήρες που όταν τους συναντάμε αποστρέφουμε ενστικτωδώς το βλέμμα. Και κάποιους που γνώρισα καλά δεν μου είναι τόσο εύκολο να τους αποτυπώνω. Κανείς δεν θέλει να βρεθούν κάποιοι από αυτούς στον δρόμο του. Ακόμα και κάποιος που δεν έχει γνωρίσει τέτοιους χαρακτήρες υποπτεύεται τι κρύβεται πίσω από το παρουσιαστικό τους. Στις Σκιές του Νότου αποκαλύπτονται.
Εντέλει είναι όλοι τους χαμένοι από χέρι; Δεν σώζονται με τίποτα; Έχω την αίσθηση πως το τέλος δεν είναι τόσο οριστικό.
Κάθε ιστορία είναι ένα απόσπασμα. Ο Όρσον Γουέλς είχε πει ότι ένα ευτυχισμένο τέλος εξαρτάται από το σημείο όπου σταματάς να αφηγείσαι. Θα πω το ίδιο και για ένα δυσοίωνο τέλος.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο)