Με αφορμή το βιβλίο της «Να θυμηθώ να μην φάω» (εκδ. Νίκας), η συγγραφέας, επιμελήτρια εκδόσεων και μεταφράστρια Στεύη Τσούτση μιλά για το body shaming, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και για τη δική της μάχη με την αυτοεικόνα.
Συνέντευξη στην Ευλαλία Πάνου
Το βιβλίο Να θυμηθώ να μη φάω (εκδ. Νίκας) θίγει ένα πολύ ευαίσθητο θέμα, ειδικά για τις εφηβικές ηλικίες, αυτό των διατροφικών διαταραχών και του body shaming. Πώς αποφασίσατε να καταπιαστείτε με κάτι τέτοιο;
Η Αόρατη πληγή, το προηγούμενο βιβλίο μου, αποτέλεσε αφετηρία να ανοίξει μία μεγάλη συζήτηση γύρω από τις γυναίκες και τις «πληγές» τους. Με τις Εκδόσεις Νίκας δημιουργήσαμε τότε μια δράση γυναικείας ενδυνάμωσης, τις «Αλήθειες Γυναικών», η οποία δύο χρόνια τώρα έχει ταξιδέψει σε Ελλάδα και Κύπρο. Από όλα τα θέματα που καταπιάστηκα εκεί, την κακοποίηση, το metoo, τους πολλαπλούς ρόλους της γυναίκας σήμερα, υπήρχε ένα που άγγιζε περισσότερο: η χαμηλή αυτοεκτίμηση και η σχέση με τον καθρέφτη. Έτσι αποφάσισα πως το επόμενο βιβλίο μου θα μιλούσε για τη σχέση των γυναικών με την εικόνα τους σε άμεση εξάρτηση με το φαγητό, το περιβάλλον που ζουν αλλά και τα συναισθήματά τους.
Στο βιβλίο τρεις γυναίκες «τρώνε» τα συναισθήματά τους. Είναι αλήθεια ότι η κοινωνία κρίνει πιο αυστηρά τις γυναίκες για την εικόνα τους. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;
Ζούμε σε μια κοινωνία που κρίνει αυστηρά τις γυναίκες και απαιτεί πολλά από αυτές. Ο κόσμος μας έχει ορίσει ένα «τέλειο» με συγκεκριμένες προδιαγραφές και «διαστάσεις» κι ό,τι δεν «χωράει» σε αυτό το επικρίνει και το περιθωριοποιεί. Νομίζω ότι πρέπει να σκάψουμε πολύ βαθιά για να εντοπίσουμε την αιτία αυτής της έντονης κριτικής στάσης κι ίσως και να μην τη βρούμε και ποτέ.
Συνηθίζω να λέω πως ο κόσμος μας έχει ένα μυωπικό μάτι, κανένα αυτί και χίλια στόματα που δεν κλείνουν ποτέ. Οι άνδρες έχουν άλλη στόφα, «δε βάζουν μέσα» τους όσα αρνητικά μπορεί να ακούσουν. Κι αν, ακόμη, το κάνουν, τα ξεπερνούν πιο εύκολα. Οι γυναίκες με την ευαίσθητη φύση τους επηρεάζονται ακόμη κι από την πιθανότητα της κριτικής. Αυτό συμβαίνει και με τις ηρωίδες του βιβλίου μου: δεν τις πιέζουν μόνο τα γεγονότα αλλά και τα ενδεχόμενα.
Περισσότερες συμβουλές, λοιπόν, χρειάζονται αυτοί που ζουν και συναναστρέφονται μία έφηβη παρά η ίδια η έφηβη.
Τα social media και τα φίλτρα που χρησιμοποιούνται σε αυτά συχνά αλλοιώνουν την πραγματική εικόνα των γυναικών. Τι θα προτείνατε σε μια έφηβη κοπέλα που βομβαρδίζεται καθημερινά από τέτοιες φωτογραφίες και μπαίνει σε μια –συχνά αναπόφευκτη– διαδικασία σύγκρισης;
Αυτό που φωνάζει το βιβλίο είναι πως το «τέλειο» της καθεμίας από μας είναι μοναδικό και υποκειμενικό. Εμείς πρέπει να αναμετρηθούμε με τον καθρέφτη μας και να αποφασίσουμε πώς μας αρέσει ο εαυτός μας. Κατανοώ πόσο δύσκολο είναι να γίνει αυτό στις μικρότερες ηλικίες, που οι επιρροές από τα μέσα δικτύωσης κι όλες τις «διεθνείς τάσεις» για το ντύσιμο, το μακιγιάζ ή και την προβολή με φίλτρα είναι ισχυρότερες. Θέλει προσπάθεια. Τα υγιή πρότυπα και κυρίως η ανάπτυξη της σωστής κρίσης για το «πώς θέλω τον εαυτό μου», είναι κάτι που θέλει «χτίσιμο» από το σπίτι, το σχολείο, το περιβάλλον που μεγαλώνει το κάθε παιδί.
Στο πλαίσιο της έρευνας για τη συγγραφή του βιβλίου συμβουλεύτηκα ψυχολόγο που δουλεύει με εφήβους. Τα ποσοστά στις απόπειρες αυτοκτονίας λόγω απογοήτευσης που αποδίδεται στην εξωτερική εμφάνιση είναι σοκαριστικά. Τα κορίτσια πρέπει να αγαπήσουν το σώμα τους, να μάθουν να το φροντίζουν και να το υπερασπίζονται. Γι’ αυτό χρειάζονται συζήτηση και κατανόηση κι όχι δάχτυλα που κραδαίνουν νουθεσίες. Περισσότερες συμβουλές, λοιπόν, χρειάζονται αυτοί που ζουν και συναναστρέφονται μία έφηβη παρά η ίδια η έφηβη.
Στη Δανάη, πάντως, τη μικρή μου ηρωίδα αλλά και σε όλες τις μικρές ηρωίδες εκεί έξω θα έλεγα: «Να αγαπάς και να προσέχεις τον εαυτό σου. Και φτιάξε την τελειότητα που επιθυμείς στα δικά σου μέτρα».
Στο οπισθόφυλλο γράφετε: «Θα με αγαπήσω. Κι ό,τι δεν μου αρέσει, θα το αλλάξω. Μπορώ». Πόσο εύκολο είναι να διακρίνει κανείς αν θέλει να αλλάξει για τον εαυτό του ή για τους άλλους; Πώς μπορεί να ξέρει ότι η ανάγκη για αλλαγή είναι καθαρά προσωπική;
Αν καταφέρουμε να διαχωρίσουμε τι θεωρούμε «σωστό» για τον κόσμο και τι για μας, όλα θα γίνουν πιο εύκολα. Δεν είναι απλή διαδικασία. Είμαι 40 χρονών κι ακόμη δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι οι επιλογές και τα θέλω μου επηρεάζονται μόνο από μένα κι από κανέναν εξωτερικό παράγοντα. Το προσπαθώ πάντως.
Νομίζω ότι ο σωστός τρόπος είναι να «ακούσουμε» τον εαυτό μας και να μάθουμε να υψώνουμε τοίχους στα λόγια των τρίτων. Τους ακούμε, διαχωρίζουμε τοξικότητες από αληθινό ενδιαφέρον –όσο μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο– κι από εκεί και πέρα επιλέγουμε τι κρατάμε από αυτά που θα μας πουν και τι πετάμε, τι θέλουμε και τι όχι.
Έχω υποδεχθεί δίαιτες ως εθνοσωτήρες, έχω δεχθεί τοξικά σχόλια δήθεν ενδιαφέροντος και σίγουρα έχω «φάει» πολλές φορές τα συναισθήματά μου.
Σας έχει απασχολήσει ποτέ το κομμάτι της αυτοεικόνας σας; Πώς το διαχειριστήκατε;
Ανήκω κι εγώ στις γυναίκες που έχουν περάσει ώρες μπροστά στον καθρέφτη προκειμένου να επιλέξουν ένα ρούχο που θα τις κολακεύει. Έχω υποδεχθεί δίαιτες ως εθνοσωτήρες, έχω δεχθεί τοξικά σχόλια δήθεν ενδιαφέροντος και σίγουρα έχω «φάει» πολλές φορές τα συναισθήματά μου. Το διαχειρίζομαι με σαρκασμό, πείσμα και όσο μπορώ χωρίς πίεση.
Ο κάθε άνθρωπος έχει τους δικούς του εσωτερικούς μηχανισμούς. Χίλιοι άνθρωποι να σου φωνάζουν να αλλάξεις κάτι, αν δεν το πάρεις εσύ πραγματικά απόφαση, δεν θα γίνει ποτέ. Οπότε θα πω πως πλέον έμαθα να ακούω τον εαυτό μου και να ακολουθώ τα δικά μου θέλω.
Έχετε στο μυαλό σας τον αναγνώστη κατά τη συγγραφή; Τι θα θέλατε να νιώσει κάποιος που αντιμετωπίζει θέματα χαμηλής αυτοεκτίμησης και διαβάζει αυτό το βιβλίο;
Όταν γράφω έχω στο νου μου την ιστορία και τους ήρωες. Ο ρεαλισμός είναι πάντα το ζητούμενό μου. Αν καταφέρω να δημιουργήσω ήρωες που ξεφεύγουν από τις δύο διαστάσεις του χαρτιού και γίνονται αληθινοί, τότε ξέρω πως ο αναγνώστης θα βρει κοινά σημεία αναφοράς να ταυτιστεί.
Με το Να θυμηθώ να μη φάω ήθελα να μιλήσω στις καρδιές εκείνων που βάζουν τη ζωή τους σε «αναμονή», περιμένοντας να κατακτήσουν ένα στερεοτυπικό τέλειο που δεν τους ταιριάζει, μόνο και μόνο για να κλείσουν τα στόματα. Ήθελα να τους κάνω να νιώσουν ότι δεν είναι μόνοι στην αναμέτρησή τους με τον καθρέφτη. Και μπορεί να γράφω για τις Αλήθειες των Γυναικών αλλά πρόκειται για αλήθειες που δεν γνωρίζουν φύλο.
«Πάχυνες! Τρως πολύ;», «Αδυνάτισες! Μα δεν τρως καθόλου;», «Μαύρο να φορέσεις, αυτό κόβει», «Τι τα φοράς τα μαύρα; Χάλια σε δείχνουν», «Φαρδιά να βάλεις, τα στενά διαγράφουν», «Στενά να φοράς, τα φαρδιά σε δείχνουν άλλο τόσο», είναι λίγες μόνο από τις «φιλικές» κουβέντες που μπορεί να ακούσει κανείς. Είναι στο χέρι του αν θα αφήσει να τον επηρεάσουν, να κατευθύνουν τη ζωή του ή όχι.
Σήμερα βλέπουμε να δυναμώνει όλο και περισσότερο το κίνημα του body positivity και της αποδοχής του σώματος σε κάθε μορφή του. Είστε αισιόδοξη ή στην πραγματικότητα το body shaming καλά κρατεί ακόμα;
Κάθε αλλαγή χρειάζεται χρόνο. Σκεφτείτε καιρό παλεύουν οι γυναίκες για τα δικαιώματά τους… Και μπορεί να έχουμε φτάσει σε σημείο που να λέμε πως τα πράγματα έχουν γίνει καλύτερα αλλά πάντα κάτι λείπει. Κάτι γίνεται, είτε αυτό λέγεται metoo, ενδοοικογενειακή βία, γυναικοκτονία ή ό,τι άλλο και νιώθουμε πως χάνουμε όσο έδαφος έχει κερδηθεί. Το ίδιο ισχύει και για το body positivity. Χαίρομαι που βλέπω νέα κορίτσια να αγαπούν και να φροντίζουν τον εαυτό τους, να αποδέχονται το σώμα τους και το δικό τους «προσωπικό» τέλειο. Το body shaming εξακολουθεί να υπάρχει αλλά κάτι αλλάζει, το βλέπω.
Το βιβλίο σας είναι ένα λογοτεχνικό έργο. Δεν φοβηθήκατε μήπως το «κοινωνικό θέμα» υποσκελίσει τη λογοτεχνικότητα του έργου;
Η πλειοψηφία των έργων που διαβάζουμε έχουν πίσω τους ένα ή και περισσότερα κοινωνικά θέματα. Πώς αλλιώς, αφού οι ήρωες βιώνουν την πραγματικότητα του κόσμου τους, όποια κι αν είναι αυτή. Οπότε, όχι, δεν σκέφτηκα πως υποσκελίζω τη λογοτεχνικότητα. Ο μεγάλος μου «φόβος» ήταν μόνο η πειστικότητα∙ μην τυχόν δεν καταφέρω να κάνω τις ηρωίδες να «μιλήσουν» με τις πράξεις τους. Ήταν, άλλωστε και ο λόγος που επέλεξα πρωτοπρόσωπη αφήγηση: για να τους δώσω τη δική τους «φωνή».